Η συζήτηση που γίνεται σήμερα για τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων του 2021 και την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) εστιάζει κυρίως στο ερώτημα «γιατί έμειναν τόσοι υποψήφιοι εκτός πανεπιστημίων» και όχι στο «γιατί έμειναν τόσες κενές θέσεις σε Σχολές και Τμήματα». Η πρώτη διατύπωση παραπέμπει σε μία αστοχία του συστήματος εισαγωγής και ειδικότερα της ΕΒΕ που αποτελεί το νέο στοιχείο των φετινών Πανελληνίων, ενώ η δεύτερη θέτει υπό διερεύνηση την ίδια τη δομή και διάρθρωση (γνωστική και γεωγραφική) του πανεπιστημιακού συστήματος υποδοχής, αλλά και τα κριτήρια καθορισμού του αριθμού των θέσεων.
Με βάση τη δεύτερη διατύπωση θα πρέπει να εξετάσουμε:
-
Σε ποια Τμήματα, Σχολές, Ιδρύματα εμφανίσθηκαν οι περισσότερες κενές θέσεις;
-
Σε ποια γνωστικά αντικείμενα είναι οξύτερο το πρόβλημα;
-
Τι γινόταν μέχρι πέρσι σε αυτά τα Τμήματα/γνωστικά αντικείμενα;
Κάποιες διαπιστώσεις που προκύπτουν άμεσα από την εξέταση των αποτελεσμάτων:
Οι κενές θέσεις δεν είναι ίσα κατανεμημένες. Τα ιστορικά, κατά κανόνα υψηλού κύρους και σε μεγάλα αστικά κέντρα ιδρύματα εμφανίζουν υψηλά % κάλυψης των προσφερόμενων θέσεων που φτάνουν ή προσεγγίζουν το 100% (ΟΠΑ: 100%, Πάντειο: 100%, Παν. Πειραιά: 100%, ΕΜΠ: 95%, ΕΚΠΑ: 89%, Παν. Ιωαννίνων: 88%, ΑΠΘ: 82%). Τα 4 πρώτα έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι δεν προχώρησαν σε συγχωνεύσεις με ΤΕΙ.
Τα τέως τμήματα ΤΕΙ που εντάχθηκαν στο ΕΚΠΑ, το ΑΠΘ, το Παν. Ιωαννίνων, αλλά και σε άλλα αξιόλογα Ιδρύματα της περιφέρειας με χαμηλότερα ποσοστά απορρόφησης (ΔΠΘ, Παν. Θεσσαλίας, Παν. Αιγαίου, Παν. Κρήτης κ.λπ.) είναι εκείνα που εμφανίζουν τις περισσότερες κενές θέσεις.
Δεν εμφανίζουν μεγάλα κενά όλα τα τέως τμήματα ΤΕΙ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ΠΑΔΑ που συγκροτήθηκε από τη συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά, καθώς το 86% απορρόφησης θα πρέπει να αποδοθεί στις αξιόλογες ακαδημαϊκές του επιδόσεις και τη γεωγραφική του θέση. Αλλά υψηλά ποσοστά κάλυψης εμφανίζουν και τμήματα ΤΕΙ της περιφέρειας που επίσης έχουν κατακτήσει στην πορεία των χρόνων υψηλό κύρος ή/και συνδέονται με ένα συγκροτημένο γνωστικό αντικείμενο με ευδιάκριτες προοπτικές απασχόλησης.
Σε αρκετά όμως παραδοσιακά πανεπιστημιακά τμήματα η προσφορά θέσεων δεν φαίνεται να αντιστοιχούν στις σημερινές ανάγκες και προτιμήσεις. Παραδείγματα, τα Τμήματα Μαθηματικών που από τις 2.026 προσφερόμενες πανελλαδικά θέσεις καλύφθηκαν οι 942, τα Τμήματα Θεολογίας (924/328), ξένων Φιλολογιών (πλην Αγγλικής) (1014/489). Τα ερωτήματα που τίθενται είναι κατά πόσο τα γνωστικά αυτά αντικείμενα προσελκύουν το ενδιαφέρον των υποψηφίων φοιτητών αλλά και ποια είναι η προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης τόσο πολλών αποφοίτων στην Ελλάδα.
Υπάρχουν όμως και κενά σε άλλα τμήματα που η κατανόησή τους απαιτεί μία πιο προσεκτική ανάλυση, ώστε να ερμηνευθεί γιατί Τμήματα που το γνωστικό τους αντικείμενο συνδέεται με τη γεωπονία, δασολογία, τους ορυκτούς πόρους και το περιβάλλον δεν συμπεριλαμβάνονται στις πρώτες επιλογές των υποψηφίων. Φαινόμενο που καταγράφεται σε όλα τα Ιδρύματα που περιλαμβάνουν ανάλογα τμήματα (Παν. Αιγαίου, Πολ. Κρήτης, ΕΚΠΑ, ΔΠΘ, Γεωπονικό, Παν. Θεσσαλίας κ.ά.) και όπου αθροιστικά το ποσοστό απορρόφησης δεν υπερβαίνει το 20%.
Αν τα ποσοτικά δεδομένα των φετινών αποτελεσμάτων των πανελληνίων μας δίνουν μία εικόνα του προβλήματος, είναι χρήσιμο να δούμε και να συγκρίνουμε τα περσινά αποτελέσματα για να διαπιστώσουμε αν το πρόβλημα είναι καινούργιο και οφείλεται στην ΕΒΕ ή προϋπήρχε με διάφορες -ίσως πιο επικίνδυνες - μορφές και απλώς το κρύβαμε κάτω απ' το χαλί, πανηγυρίζοντας κάθε χρόνο την είσοδο των παιδιών στα ΑΕΙ και το ξεκίνημα μιας ελπιδοφόρας πορείας προς την ατομική προκοπή και κοινωνική ανάπτυξη. (Συνοπτικά αποτελέσματα μίας τέτοιας σύγκρισης παρουσιάζονται στο γράφημα της σελίδας).
Από μία τέτοια σύγκριση προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το 25% των υποψηφίων δεν κατορθώνει να επιτύχει το 7 (σε 20βάθμια κλίμακα), με εντυπωσιακή σταθερότητα ποσοστών σε όλα τα πεδία, ενώ το αντίστοιχο % που βαθμολογείται κάτω του 10, είναι και τις δύο χρονιές 36%. Αναλυτικότερη διερεύνηση αποκαλύπτει ότι σε όλα τα Τμήματα που φέτος εμφάνισαν σημαντικά κενά, η ελάχιστη βάση τους πέρυσι ήταν αισθητά κάτω από το 7, ενώ σε πολλά από αυτά και ο υψηλότερος βαθμός ήταν κάτω από 10. Μοναδική εξαίρεση το Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Ξάνθης που αποτελεί και τη βασική αστοχία στον τρόπο εφαρμογής του νέου συστήματος, καθώς το Τμήμα αυτό έθεσε ως ΕΒΕ, βαθμό πολύ υψηλότερο από τους αντίστοιχους των άλλων αρχιτεκτονικών τμημάτων.
Θα έπρεπε επομένως εδώ και χρόνια να ανησυχήσουμε και να αναρωτηθούμε:
- Για τον συνολικό αριθμό πανεπιστημιακών τμημάτων και θέσεων, την κατανομή τους σε γνωστικά αντικείμενα και τη γεωγραφική τους διασπορά. Και αντίστοιχα, για την πολύ περιορισμένη προσφορά εναλλακτικών δυνατοτήτων σε παιδιά που δεν έχουν το απαραίτητο γνωστικό υπόβαθρο, διαθέτουν όμως δεξιότητες που μπορούν να καλλιεργήσουν σε προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης.
- Για τον χαμηλό βαθμό παρακολούθησης και τον μικρό ρυθμό αποφοίτησης που τροφοδοτούν το πρόβλημα που ισοπεδωτικά χαρακτηρίζουμε ως «αιώνιοι φοιτητές». Γιατί δεν λαμβάνουμε υπόψη ότι μόλις 36% των υποψηφίων (2020) εισάγονται σε Τμήμα που ανήκει στις τρεις πρώτες του επιλογές, τις γνωστικές αδυναμίες τους και το υψηλό κόστος διαβίωσης σε περιφερειακά τμήματα.
- Για το κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ του μεγάλου ποσοστού φοιτητών και της μεγάλης ανεργίας των νέων, που και τα δύο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Η «πανεπιστημιοποίηση» εν μία νυκτί των ΤΕΙ χωρίς ακαδημαϊκές προϋποθέσεις, η διατήρηση υψηλού αριθμού θέσεων σε όλα τα Τμήματα χωρίς μελέτη και τεκμηρίωση, ο κατακερματισμός και η επικάλυψη γνωστικών αντικειμένων σε πλήθος Τμημάτων, η συνέχιση - παρά τον αισθητό περιορισμό τους - των μετεγγραφών σε συνδυασμό με την απουσία κινήτρων (π.χ. στέγαση) για την προτίμηση περιφερειακών πανεπιστημίων, αποτελούν παράγοντες διόγκωσης του προβλήματος. Αντίθετα, η ΕΒΕ βοηθάει στην ανάδειξή του και με την εμπειρία εφαρμογής της και τις όποιες διορθωτικές ρυθμίσεις, στην αντιμετώπισή του.
Πηγή: www.tanea.gr