Το να τοποθετηθεί κανείς υπέρ ή κατά των πεζοδρόμων με απόλυτο τρόπο, είναι βέβαια ανοησία, όπως και κάθε γενίκευση. Υπάρχει το πετυχημένο παράδειγμα της “ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων” της Αθήνας το οποίο εκτός του ότι αποσυμφόρησε την περιφέρεια της Ακρόπολης από τα ΙΧ και ΔΧ (τουριστικά), επιχείρησε την επέκταση του ιστορικού περιπάτου με το τμήμα της Ερμού δίπλα στο Κεραμεικό.
Δυστυχώς όμως, η σύνδεση με την Ιερά Οδό η οποία και αυτή θα πεζοδρομείτο μέχρι τουλάχιστον την Κωνσταντινουπόλεως, η υποσκαφή της Πειραιώς και η ανάδειξη μέρους του Δημόσιου Σήματος, έμειναν στα χαρτιά. Κολοβό έμεινε επίσης το πρόγραμμα από την άλλη μεριά με τη λεωφόρο Αμαλίας, το Παναθηναϊκό Στάδιο, την υπόγεια σήραγγα στην Β. Κωνσταντίνου και την πεζοδρόμηση της Β. Όλγας που θα συνέδεε το Ζάπειο με τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Παρά ταύτα το έργο θεωρήθηκε σπουδαίο, κυρίως γιατί υλοποιήθηκε -έστω κατά μέρος- σε μια πόλη όπου η επιβεβαίωση του προφανούς κατήντησε να θεωρείται επίτευγμα.
Στην ουσία βέβαια, η αλλαγή χρήσης στην Αρεποπαγίτου και την Αποστόλου Παύλου, δεν ήταν ακριβώς πεζοδρόμηση αλλά ανάπλαση, με αύξηση του ζωτικού χώρου του μνημείου και περιορισμό της ρύπανσης. Είναι γνωστό ότι σημαντικό μέρος της φθοράς των μαρμάρων οφείλονταν στις εκπομπές της τοπικής κυκλοφορίας και στη διάβρωση από την οξείδωση των πρωτογενών ρύπων στη χαμηλή ατμόσφαιρα. Αντίθετα, οι μικρές πεζοδρομήσεις κάθετων κυρίως δρόμων σε πυκνοκατοικημένες συνοικίες της Αθήνας (Εξάρχεια, Κυψέλη, Μεταξουργείο, Ψυρρή), δεν μπορούμε να πούμε πως είχαν αντίστοιχα αποτελέσματα. Για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η συμβολή τους στην μείωση του συνολικού κυκλοφοριακού φόρτου στις γειτονικές αρτηρίες ήταν από μηδενική έως αμελητέα. Κι αυτό γιατί οι επιλογές έγιναν μάλλον διαισθητικά, χωρίς δηλαδή κάποια σοβαρή και ολοκληρωμένη στρατηγική μελέτη, χωρίς παρακολούθηση (monitoring) και κυρίως χωρίς αντίστοιχη πριμοδότηση των εναλλακτικών τρόπων μεταφοράς και μετακίνησης. Οι πεζόδρομοι στον πυκνοδομημένο ιστό έχουν νόημα όταν δημιουργούν δίκτυα και μη διακοπτόμενες διαδρομές, όταν συνδέουν διακεκριμένους προορισμούς, όταν διευκολύνουν την μετακίνηση των ξένων επισκεπτών της πόλης, όταν με μια έννοια «πολεοδομούν».
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την απληστία σε ότι αφορά την κατανάλωση του χώρου. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων σε ένα μικρό δρόμο και η απόδοσή του στους πεζούς, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα εισπραχθεί με τον κατάλληλο τρόπο από τους χρήστες: κατά πρώτον από τους κατοίκους και κατά δεύτερον από τους περαστικούς. Αυτό που συνέβη στην πλειονότητα των περιπτώσεων ad hoc πεζοδρόμησης είναι η κατάληψη του καταστρώματος από ΙΧ και εμπορικά οχήματα που βρίσκουν πάντοτε τρόπο να παραβιάσουν ακόμα και τις πιο δύσκολες διαμορφώσεις, καθώς επίσης και η επέκταση δραστηριοτήτων που πριν βρίσκονταν σε καθεστώς περιορισμού: τραπεζοκαθίσματα, μικρές βιοτεχνίες, συνάθροιση στοιχείων παραβατικότητας κτλ. Σε όλες τις περιπτώσεις η αιτία δεν είναι η τόσο η στενότητα του αστικού χώρου όσο η έλλειψη συνείδησης και παιδείας σε ότι αφορά στη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού. Σε συνθήκες υπανάπτυξης, ο δημόσιος χώρος υποχωρεί υπέρ μιας αυθαίρετης και υποβαθμισμένης ιδιωτικοποίησης ή ιδιοποίησης αυτού που θα όφειλε να διατηρείται και να προστατεύεται συλλογικά.
Η περίπτωση της Πανεπιστημίου είναι βέβαια διαφορετική. Η ιδέα της πεζοδρόμησης είναι αρκετά παλιά και επανέρχεται με διάφορες ευκαιρίες, κυρίως ως ηχηρή εξαγγελία απ αυτές που φοβάσαι ότι δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Κι αυτό γιατί τα κίνητρα αυτών που κάνουν τις εξαγγελίες είναι συνήθως πολιτικά (με την αρνητική έννοια) δηλαδή θέλουν να εξυπηρετήσουν άλλες επιδιώξεις. Το Ίδρυμα Ωνάση βρήκε μια καλή ευκαιρία να απαντήσει στην “προκληση” του άλλου ιδρύματος με την όπερα στο Φάληρο και έναν καλό τρόπο να αποκτήσει πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση, κάτι που σπανίως συμβαίνει πλέον στις μέρες μας λόγω της εξάντλησης άλλων πάλαι ποτέ κραταιών ταμείων (βλ. ΕΤΕΡΠΣ).