Βία στο πανεπιστήμιο, στο ΑΠΘ, για άλλη μια φορά. Και το «παιχνίδι» επαναλαμβάνεται το ίδιο, κακόγουστο και επικίνδυνο. Και δίχως να φαίνεται στον ορίζοντα η επίλυση. Και δεν πρόκειται να φανεί όσο δεν αναδεικνύουμε τον πυρήνα του προβλήματος και δεν ασχολιόμαστε μ? αυτόν.
Και ενώ φαίνεται με πρώτη ματιά ότι το κύριο πρόβλημα είναι οι διάφορες ομάδες που «παίζουν» με τις καταλήψεις, τις μολότοφ, τις κουκούλες, και το κρυφτούλι με την αστυνομία, ο πυρήνας του προβλήματος είναι αλλού. Είναι σε μας τους πανεπιστημιακούς. Όχι ότι αυτές οι ομάδες είναι ανεύθυνες. Στην πλειονότητά τους είναι ενήλικες πολίτες και κατά συνέπεια πλήρως υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Αλλά η αφετηρία και ο πυρήνας είμαστε εμείς οι πανεπιστημιακοί. Γιατί, απλούστατα, εμείς διοικούμε το πανεπιστήμιο. Έχουμε μέχρι τώρα, και επιδιώκουμε να διατηρήσουμε, τον πλήρη έλεγχο της λειτουργίας του. Αν λοιπόν γίνονται καταλήψεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (καταστροφές, διακοπή ερευνητικών δραστηριοτήτων, κλπ), είμαστε εμείς υπεύθυνοι που δεν τις αποτρέπουμε ή δεν τις ματαιώνουμε. Ο νόμος δίνει τη δυνατότητα και υποχρεώνει τα πανεπιστημιακά όργανα να καλούν την μόνη θεσμικά αρμόδια δύναμη, την εισαγγελία και την αστυνομία, για να λύσουν το πρόβλημα που αδυνατούμε να λύσουμε μόνοι μας. Αν δεν το κάνουμε έχουμε εμείς την ευθύνη.
Κι εμείς τι κάνουμε; Υποστηρίζουμε άμεσα ή έμμεσα τις καταλήψεις και όλες τις βίαιες και παράνομες πράξεις μέσα στο πανεπιστήμιο. Έμμεσα, όταν τα τμήματα της σχολής θετικών επιστημών του ΑΠΘ βγάζουν αποφάσεις που «μαλώνουν» τους καταληψίες για όλες τις επιπτώσεις της κατάληψης αλλά ολοκληρώνουν την απόφαση με τη ρητή αναφορά ότι «είμαστε αντίθετοι στην παρέμβαση της αστυνομίας». Έμμεσα όταν κάνουμε δηλώσεις υπέρ της συναδέλφου στο πολυτεχνείο που της επιτέθηκαν στο γραφείο της αλλά δεν παίρνουμε ούτε προτείνουμε κάποιο πρακτικό μέτρο για την υπεράσπιση της ακεραιότητας και προσωπικότητάς της. Άμεσα όταν μαζεύουμε λεφτά για τη νομική υπεράσπιση στη δίκη των συλληφθέντων για την προηγούμενη κατάληψη της πρυτανείας του ΑΠΘ. Άμεσα, όταν καταγγέλλουμε την παρέμβαση της αστυνομίας στην κατάληψη της πρυτανείας του ΑΠΘ, την ίδια στιγμή που λέμε και γράφουμε ότι «τα παιδιά (δηλαδή οι καταληψίες) έχουν αιτήματα και πρέπει να τ? ακούσουμε». Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Κοινός παρονομαστής όλων των ενεργειών μας η ανοιχτά διατυπωμένη αντίθεση στο νόμο που ψηφίστηκε και -το πιο σημαντικό- η δημόσια δήλωση μας ότι αυτός ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί!
Αυτή είναι η στάση μας τώρα και όλα τα προηγούμενα χρόνια. Εκ του ασφαλούς λοιπόν οι διάφορες ομάδες, που δεν γνωρίζω ούτε με ενδιαφέρει πώς αυτο-αποκαλούνται, κάνουν ό,τι θέλουν μέσα στο πανεπιστήμιο. Κάνουν ό,τι θέλουν σε συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση με τις κυρίαρχες ομάδες των πανεπιστημιακών. Κοινός τόπος των ομάδων αυτών με εμάς τους πανεπιστημιακούς είναι να μην εφαρμόσουμε στην πράξη τον νόμο για τα πανεπιστήμια.
Κι ας μην ισχυριστεί κανείς ότι δεν έχει το δικαίωμα να διαφωνεί με νόμο που τον θεωρεί ενδεχομένως αντισυνταγματικό. Έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει το δίκαιο της άποψής του στα δικαστήρια. Ανοιχτά και ευθέως. Δημοκρατικά και οργανωμένα. Αλλά και με το ρίσκο της μη δικαίωσης. Όχι εκ του ασφαλούς, ως παιδάκι που χώνεται στην ποδιά της μαμάς του.
Αμφιβάλλει κανείς ότι η άνεση αυτών των ομάδων να δρουν εκτός νόμου, επιβάλλοντας τον τρόμο σε όποιον διαφωνεί, έχει την πηγή της στον τρόπο διοίκησης του πανεπιστημίου; Και όταν λέω διοίκηση, δεν εννοώ μόνο την πρυτανεία, αλλά όλη τη δομή διοίκησης (σύγκλητος, πρόεδροι σχολών και τμημάτων, γενικές συνελεύσεις τμημάτων, συνδικαλιστικές ενώσεις πανεπιστημιακών, κλπ). Δηλαδή όλοι ή σχεδόν όλοι εμείς. Αμφιβάλλει κανείς πως αν η διοίκηση είχε άλλη στάση, αυτήν που προβλέπει ο νόμος και η στοιχειώδης ακαδημαϊκή αξιοπρέπεια, αν όλοι ήμασταν συντονισμένοι μεταξύ μας σ? αυτήν την άλλη στάση, τα φαινόμενα της βίας, της τρομοκρατίας, της καταπάτησης της ελεύθερης έκφρασης είτε δεν θα είχαν εμφανιστεί είτε θα ήταν σε αποδρομή;
Και στο σημείο αυτό μπαίνουν δύο κρίσιμα ερωτήματα.
Το πρώτο είναι γιατί η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει αυτή τη στάση; Σε αυτό το κείμενο δεν θα ασχοληθώ με την ιστορία του φαινομένου, τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε τα τελευταία 40 χρόνια αυτή η πανεπιστημιακή κοινότητα. Τις δεσμεύσεις και εξαρτήσεις της από το κομματικό και πολιτικό σύστημα. Την αλλοίωση της έννοιας της αυτοδιοίκησης στο μεν εσωτερικό του πανεπιστημίου με αυθαίρετη άσκηση εξουσίας, με αλληλο-εξαρτήσεις και συναλλαγές, στη δε προς τα έξω λειτουργία με αλληλοϋποστήριξη του πελατειακού πολιτικού συστήματος. Η μεταπολίτευση και ιδίως τα τελευταία 40 χρόνια χρωμάτισαν και σφράγισαν την πορεία του πανεπιστημίου. Όσο κι αν διαλαλούμε το αυτοδιοίκητο, γίναμε δέσμιοι σε μεγάλο βαθμό πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων που κυριάρχησαν αυτή την εποχή στην κοινωνία μας και ιδίως των μαρξιστικών. Το πανεπιστήμιο εκπέμπει περισσότερο ένα πολιτικό και ιδεολογικό σήμα και λιγότερο ένα επιστημονικό, ένα ελεύθερο, σύγχρονο και ανήσυχο ερευνητικό πνεύμα. Εννοώ το πανεπιστήμιο ως σύνολο απέναντι στην κοινωνία, δίχως προφανώς να μηδενίζω τις εξαιρετικές μεμονωμένες προσπάθειες ερευνητών και επιστημόνων του. Το θέμα είναι σημαντικό με πολλές διαστάσεις και θέλει συστηματική και προπαντός ανεξάρτητη μελέτη. Φοβάμαι, ότι αυτό που έχει δημιουργηθεί ως «στρώμα» πανεπιστημιακών, είναι ένα τοξικό και μολυσμένο σώμα, ένας χυλός από τον οποίο πολύ δύσκολα θα απαλλαγούμε. Ωστόσο επιβάλλεται να μελετήσουμε τόσο την υφή του και τον τρόπο που δημιουργήθηκε, όσο και τις προϋποθέσεις για την επώδυνη ανάνηψή του.
Αυτό όμως θα απαιτήσει πολύ χρόνο, ενώ η σημερινή πραγματικότητα πιέζει για άμεση ανάσα και οξυγόνο. Κι αυτό μας οδηγεί σε ένα δεύτερο ερώτημα, σε μια άλλη διάσταση του προβλήματος που ήδη θίχτηκε και με την οποία επιβάλλεται να ασχοληθούμε. Οι πανεπιστημιακοί διοικούν δίχως να τους απασχολεί ότι η μη εφαρμογή των νόμων που δεν τους βολεύουν έχει συνέπειες. Αρνούνται τον νόμο εκ του ασφαλούς. Αυτό δεν ισχύει μόνο σήμερα. Είναι κι αυτό διαχρονικό σύμπτωμα της φυσιογνωμίας του πανεπιστημίου μέσα από τη σχέση του με την κεντρική εξουσία. Γιατί βέβαια η απουσία συνεπειών από τη μη εφαρμογή νόμων που δεν μας βολεύουν, δεν έγινε όλες αυτές τις δεκαετίες δίχως την σιωπηλή αποδοχή από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Και σ? αυτό συμμετέχουν μέχρι σήμερα όλες οι κυβερνήσεις και όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν.
Ως πότε, όμως, θα ανεχόμαστε ως κοινωνία και ως πολιτεία αυτή την κατάσταση; Ως πότε η διοίκηση ενός τεράστιου δημόσιου φορέα θα είναι ελεύθερη να μην τηρεί τους νόμους και να μην υφίσταται συνέπειες γι? αυτή τη στάση; Πότε η κεντρική εξουσία θα αναλάβει τις ευθύνες της για αυτή τη συμπεριφορά του δημόσιου οργανισμού που λέγεται πανεπιστήμιο;
Ας αρχίσουμε λοιπόν από εδώ. Να κοπεί αυτός ο τοξικός λώρος μεταξύ πανεπιστημιακών και κεντρικής εξουσίας που δίνει τη δυνατότητα στους πρώτους να διοικούν το πανεπιστήμιο με επιλεκτική εφαρμογή των νόμων. Να υπάρξουν συνέπειες όταν ο νόμος δεν εφαρμόζεται. Και να μη νομίζουμε ότι οι πανεπιστημιακοί είναι τίποτε «κολοκοτρώνηδες». Οι περισσότεροι είμαστε θλιβερά ανθρωπάκια που βγάζουμε βία και εξουσία εκεί που μας παίρνει, ενώ σ? αυτούς που τους έχουμε ανάγκη σκύβουμε εύκολα τη μέση. Θρασύδειλοι δηλαδή. Μια σύντομη ιστορία σχετική με αυτό που συζητάμε για να καταλάβουμε το ποιόν μας.
Πριν μερικά χρόνια ήρθε από το υπουργείο η ρύθμιση που προέβλεπε να δηλώσουν όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα τη συμμετοχή τους στην εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση. Όλα ή σχεδόν όλα τα τμήματα του ΑΠΘ (για το δικό μου πανεπιστήμιο γνωρίζω καλύτερα) αποφάσισαν με συντριπτικές πλειοψηφίες ΟΧΙ στην αξιολόγηση. Τα επιχειρήματα ήταν οι γνωστές πομφόλυγες περί ελέγχου από την εξουσία, ελευθερίας της σκέψης και δράσης και τα παρόμοια. Το κλίμα, πολεμικό, με παντιέρες ν? ανεμίζουν στις συνελεύσεις, γροθιές σφιγμένες και αποφασισμένες. Μόνο το «Ελευθερία ή Θάνατος» έλειπε. Λίγες βδομάδες μετά έρχεται από το υπουργείο η απανταχούσα πως για να μπορεί να συμμετέχει κάποιος πανεπιστημιακός σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα (δηλαδή σε ρέον ζεστό χρήμα), μια βασική προϋπόθεση ήταν το τμήμα του να συμμετέχει στην αξιολόγηση. Στις αμέσως επόμενες συνελεύσεις το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ με ισχυρές πλειοψηφίες. Η επανάσταση αναβλήθηκε και οι «κολοκοτρωναίοι» πήγαν για τσίπουρα.
Αν δεν προβλεφθούν πραγματικές, πρακτικές συνέπειες από τη μη εφαρμογή του νόμου, αν η κεντρική εξουσία συνεχίσει να χαϊδεύει την αυθαιρεσία και ασυδοσία των διοικούντων τα πανεπιστήμια, καμία αλλαγή δεν πρόκειται να γίνει.