Που σταματά η συστημική και που αρχίζει η ατομική ευθύνη μας στο ταλαιπωρημένο δημόσιο πανεπιστήμιο; Αυτό το βασανιστικό ερώτημα ήταν η κατάληξη μιας κατά τα άλλα αθώας συζήτησης με τον φοιτητή εγγονό μου πριν λίγες μέρες. Και αν τελικά λείπει η ατομική ευθύνη, πώς μπορεί να εννοηθεί ως εκ τούτου η όποια μεταρρύθμιση με ένα κατά πλειονότητα ανεύθυνο ακαδημαϊκό προσωπικό; Γίνεται μεταρρύθμιση με ανεύθυνους οπαδούς; Ανέφικτο εγχείρημα μου φαίνεται το τελευταίο.
Δεν μου αρέσει καθόλου που κατά καιρούς προσφεύγω σε καταγγελτικό λόγο. Πολύ δε περισσότερο σε γενικευμένες καταγγελίες που ίσως και να ισοπεδώνουν μερικές φορές. Το κάνω, όμως, μερικές φορές αλλά με βαριά καρδιά, ιδίως όταν αναφέρομαι σε φίλιους χώρους επειδή με πνίγει το άδικο. Τη φορά αυτή θα είμαι πολύ συγκεκριμένος επειδή εκτιμώ, ότι το συγκεκριμένο παράδειγμα αποκαλύπτει μια τεράστια τρύπα στον εκπαιδευτικό πυρήνα του πανεπιστημίου. Ιδού λοιπόν μια περίπτωση άρνησης ευθύνης που έχει καταφέρει να παραμείνει αφανής ενώ έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία και προεκτάσεις.
Η συζήτηση αφορούσε την οργάνωση των σπουδών του επειδή, ύστερα από τον πρώτο χρόνο της εμπειρίας του στο Πανεπιστήμιο, έχει καταλάβει ότι χρειάζεται βοήθεια για να οργανώσει την προοπτική του σε αυτό. Ο συνομιλητής μου έδειχνε χαμένος μέσα στο μενού των μαθημάτων που του προσφέρονταν. Με άλλα λόγια ένιωθε μετέωρος στον πυρήνα της αποστολής που έχει αναλάβει, δηλαδή να σπουδάσει. Η εικόνα που είχε αποκομίσει ήταν ενός αυθαίρετου καταλόγου μαθημάτων που δεν έδειχνε συνάφεια και δύσκολα μπορούσε να συντεθεί σε αυτό που ονομάζουμε «πρόγραμμα σπουδών». Ο ίδιος, βέβαια, δεν μου περιέγραψε με αυτή την σαφήνεια το πρόβλημά του αφού κανείς καν δεν του είχε αναφέρει τον όρο «πρόγραμμα σπουδών». Διαισθητικά, όμως, είχε καταλάβει ότι κάτι στραβό συμβαίνει και ήθελε ν’ ακούσει μια έμπειρη γνώμη επ’ αυτού. Τον ρώτησα γιατί δεν συμβουλεύεται τον σύμβουλο καθηγητή του κι εκείνος μου απάντησε «τι είναι αυτό;» Η αυθόρμητη απόκρισή του με έκανε προς στιγμή να νιώσω σαν την Αντουανέτα που συμβούλευε τον Λαό να τρώει παντεσπάνι αφού δεν είχε ψωμί. Με έφερε στην πραγματικότητα της Βαστίλης!
Ώστε έτσι λοιπόν. Δεν υπάρχουν σύμβουλοι σπουδών. Μα αφού ο θεσμός προβλέπεται από την νομοθεσία και περιλαμβάνεται, εξ όσων γνωρίζω, σε όλους κανονισμούς των πανεπιστημίων μας, γιατί δεν λειτουργεί; Σαν ψίθυρος μου φάνηκε ότι άκουσα μια δειλή δικαιολογία: Το σύστημα έχει ατονήσει. Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Κι αν έχει ατονήσει το σύστημα γιατί να ατονήσει; Ποιοί ευθύνονται γιαυτό; Προφανώς εκείνοι στους οποίους ο νόμος έχει εμπιστευθεί την εφαρμογή του. Να, λοιπόν που η ευθύνη μας από μόνη της βοά. Δεν ντρεπόμαστε που αφήνουμε τους φοιτητές μας να πελαγοδρομούν; Γιατί, αυτή είναι η ουσία τους ζητήματος. Το σύστημα άραγε φταίει, ή μήπως η δική μας ανευθυνότητα;
Είναι η αφιλοτιμία των συναδέλφων, βλάκα, μου αντιμίλησε η σκέψη μου. Και έτσι είναι. Πρόκειται για ένα παράδειγμα όπου οι περικοκλάδες περί μεταρρύθμισης δεν μπορεί να κρύψουν την ατομική μας ευθύνη. Είναι από τα πράγματα που μόνοι μας και οι ίδιοι ατομικά θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε και να προκαλέσουμε αλυσιδωτές μεταρρυθμιστικές αντιδράσεις χωρίς να περιμένουμε κάποιους σωτήρες από πάνω ή απέξω. Δεν το κάνουμε και σε αυτό δεν μας φταίει κανείς άλλος παρά η ατομική προσωπική αβελτηρία μας. Οφείλουμε να απολογηθούμε. Ψύλλους στα άχυρα, ίσως αντιτείνει κάποιος. Όχι, δεν είναι περιθωριακό το ζήτημα. Ο θεσμός τους συμβούλου σπουδών αποτελεί αναγκαίο βοήθημα για να λειτουργήσει το σύστημα της ελεύθερης επιλογής μαθημάτων. Χωρίς αυτόν καταδικάζουμε τους φοιτητές μας σε μια αδιέξοδη πορεία στο σκοτάδι. Αντίστοιχη είναι και η ατομική ευθύνη μας για την αδρανοποίηση του θεσμού.
Η αναγκαιότητα της συμβολής συμβούλου σπουδών ανέκυψε από τότε που ο πρώτος νόμος Πλαίσιο επέβαλε αβασάνιστα το σύστημα της ελεύθερης επιλογής μαθημάτων κατά το αμερικάνικο υποτίθεται πρότυπο. Με την αναγκαία απλούστευση το σύστημα λειτουργεί περίπου ως εξής. Κάθε Τμήμα καταρτίζει ένα πίνακα μαθημάτων που προσφέρει για να χτίσει ο κάθε φοιτητής ατομικά την οργάνωση των σπουδών του μέχρι την απόκτηση του πτυχίου του. Τα μαθήματα βέβαια συσχετίζονται μεταξύ τους με αντίστοιχες κατηγοριοποιήσεις όπως είναι τα «προαπαιτούμενα» κατ’ εξοχήν, δηλαδή τα μαθήματα που πρέπει να έχει «περάσει» προηγουμένως για να δικαιούνται να επιλέξει ο φοιτητής κάποιο άλλο μάθημα στο συγκεκριμένο εξάμηνο. Μια άλλη κατηγορία είναι η διάκριση σε υποχρεωτικά και κατ’ επιλογή. Τα υποχρεωτικά πρέπει να τα περάσει ο φοιτητής οπωσδήποτε στη διάρκεια της φοίτησής του, ενώ τα κατ’ επιλογή είναι ελεύθερος να τα επιλέξει για την ικανοποίηση προσωπικών του προτιμήσεων. Στο τέλος των σπουδών αθροίζονται οι διδακτικές ώρες που αντιστοιχούν σε κάθε μάθημα που έχει «περάσει» ο φοιτητής και απονέμεται το πτυχίο, όταν αυτές είναι ίσες η περισσότερες από ένα όριο που έχει προσδιορίσει εκ των προτέρων το Τμήμα. Στη πράξη, όλο αυτό το πολύπλοκο σύστημα επιλογών εκφυλίστηκε σε διάφορα ενδιάμεσα αυθαίρετα συστήματα που το κάνουν να τείνει στην παλιά καλή τακτική του προσδιορισμού συγκεκριμένου προγράμματος μαθημάτων ανά εξάμηνο. Αυτή, όμως, η παραβίαση του πνεύματος του προγράμματος σπουδών έγινε ακριβώς επειδή ατόνησε ο θεσμός του συμβούλου καθηγητή.
Για να διευκολυνθούν οι φοιτητές σε μια λογική επιλογή μαθημάτων και της σειράς με την οποία θα τα ακολουθήσουν ανά εξάμηνο, ο νόμος προέβλεψε τη λειτουργία του θεσμού του «συμβούλου-καθηγητή». Κάθε φοιτητής έχει το δικαίωμα να επιλέξει τον καθηγητή που επιθυμεί ως σύμβουλο. Έργο του συμβούλου είναι να συμπαραστέκεται συμβουλευτικά στους φοιτητές του στην προσπάθεια να οργανώσουν τις σπουδές τους με τον αποτελεσματικότερο τρόπο που ταιριάζει στην ατομική προοπτική που επιλέγουν. Στην ουσία, η δουλειά του συμβούλου καθηγητή αντιστοιχεί στην δουλειά του εξειδικευμένου πιλότου που οδηγεί τα μεγάλα σκάφη με ασφάλεια στους χειρισμούς τους μέσα στα λιμάνια. Ο ρόλος του είναι σπουδαίος από παιδαγωγική και επιστημονική άποψη. Ένα καλός σύμβουλος σπουδών μπορεί να δώσει ουσιαστικό νόημα στις σπουδές των φοιτητών που παρακολουθεί και να τους προστατέψει από την γραφειοκρατική αλλοτρίωση των σπουδών, όπως εξελίσσονται σήμερα, στα πανεπιστήμιά μας. Ο θεσμός, λοιπόν, είναι προορισμένος να ενεργεί βελτιωτικά στον ίδιο τον πυρήνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτός ο σπουδαίος θεσμός έχει εκμηδενιστεί απλώς και μόνο επειδή εκείνοι στους οποίους το «σύστημα» εμπιστεύθηκε την εφαρμογή του πρόδωσαν την ευθύνη τους γιαυτόν.
Και τώρα, ας κάνουμε μια απλή αριθμητική για να μπορέσει η φαντασία μας να συλλάβει τόσο το καλό που θα μπορούσε να προκύψει αν ασκούσαμε τις ευθύνες μας, όσο και το κακό που το όντι προκύπτει από την παραμέλησή τους.
Στο αποκορύφωμα των αντιδράσεών μας στον εκφασισμό της ακαδημαϊκής μας ζωής, πριν λίγα χρόνια, μια χιλιάδα περίπου ακαδημαϊκοί δάσκαλοι προσυπέγραψαν μια δήλωση καταδίκης των φασιστικών βιαιοπραγιών και υποστήριξης της ευνομίας στον ακαδημαϊκό χώρο. Χίλιοι άνθρωποι σε μια χώρα με το μέγεθος της Ελλάδας είναι μεγάλη δύναμη. Χίλιοι δάσκαλοι σε ένα εκπαιδευτικό πεδίο που συναριθμεί λιγότερους από εφτά χιλιάδες συναδέλφους είναι ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Αν αυτοί οι χίλιοι, που έδειξαν την ευαισθησία τους απέναντι στα ακαδημαϊκά δρώμενα, είχαν εφαρμόσει με υπευθυνότητα τον θεσμό του συμβούλου θα είχαν δημιουργήσει ένα σύνολο άνω των 30.000 φοιτητών που κατά τεκμήριο θα οργάνωναν αποτελεσματικά τις σπουδές τους. Δεν θα ήταν άραγε αυτός ένα πανίσχυρος πυρήνας για την εξάπλωση της καλώς εννοούμενης μεταρρύθμισης;
Πάλι με την γλώσσα της απλής αριθμητικής, το ζήτημα εμφανίζεται ακόμη πιο σπουδαίο: Στις εκλογές για τα Διοικητικά συμβούλια που κατά γενική ομολογία αποτέλεσαν σημαντικό μέτρο και ένδειξη της διάθεσης του ακαδημαϊκού προσωπικού για μεταρρύθμιση, ψήφισαν υπέρ υποψηφίων που υποστήριζαν το θεσμό κατά πλειονοψηφία. Εδώ έχουμε πλέον μερικές χιλιάδες και όχι απλώς χίλιους συναδέλφους που δήλωσαν με την ψήφο τους οπαδοί ενός αποτελεσματικού πανεπιστημίου. Με την λογική της προηγούμενης παραγράφου, η δύναμη πυρός θα ήταν της τάξεως των περισσότερων χιλιάδων, αν αυτοί οι επιδεικτικά δηλωμένοι οπαδοί του ακαδημαϊκούς ορθολογισμού είχαν εφαρμόσει τον θεσμό του σύμβουλου. Αν το είχαν κάνει αυτό ο αριθμός των φοιτητών που θα έπινε σωτήριο νερό στη γούρνα ενός καλού πανεπιστημίου θα συναριθμώνταν σε καμιά εκατοντάδα χιλιάδες! Τι θρίαμβος αλήθεια για το μεταρρυθμιστικό ιδεώδες!
Κι όμως τίποτα από αυτά δεν έγινε. Δεν έγινε τίποτα επειδή αρκεστήκαμε όλοι στα παχιά λόγια και τις διακηρύξεις και ξεχάσαμε τις ουσιαστικές ευθύνες μας. Αυτή είναι σκληρή αλήθεια. Η προδοσία των φοιτητων μας δεν οφείλεται στο «σύστημα». Οφείλεται αποκλειστικά στην δική μας ανευθυνότητα. Τι κρίμα, αλήθεια !