Πανεπιστήμια: Μια ιστορία αδιέξοδης πολιτικής

Κώστας Σοφούλης 06 Φεβ 2016

Τι μου απέδωσαν τελικά οι εμπειρίες από την εξ υπαρχής οργάνωση ενός νέου πανεπιστημίου, ο σχεδιασμός του εκσυγχρονισμού εθνικού πανεπιστημίου πρώην σοβιετικής δημοκρατίας, η μακροχρόνια μελέτη και ενασχόληση με τα της οργάνωσης και διοίκησης της ανώτατης εκπαίδευσης, η συγγραφή δύο σχετικών βιβλίων και η βίωση της πραγματικής ακαδημαϊκής ζωής για τριάντα και βάλε χρόνια; Η απάντηση είναι: «Το εξ αρχής αυτονόητο» για την περίπτωση μιας πιθανής μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Θα μπορούσα να το είχα σκεφτεί από την αρχή, αλλά τώρα μπορώ επιπλέον να το τεκμηριώσω με αρκετή ασφάλεια. Ποιο είναι αυτό το αυτονόητο, λοιπόν;

Αυτονόητο είναι ότι όταν πας να οργανώσεις έναν παραγωγικό οργανισμό, πρέπει να ξεκινήσεις από τι ακριβώς θα παράγει και όχι από πως θα πρέπει να οργανωθεί. Η οργάνωση έπεται του προϊόντος, αφού γίνεται αποκλειστικά για χάρη του. Αλλιώς καταλήγεις σε γραφειοκρατικές δομές που απλώς αναπαράγουν την ύπαρξή τους χωρίς προϊόν. Ο λαός το έχει πει με το γνωστό ανέκδοτο του υπερσύχρονου παπουτσίδικου, όπου ο πελάτης εκπλήσσεται συνεχώς από την οργάνωσή του για να καταλήξει πάλι στην κεντρική του είσοδο όπου τον ερωτά ο καλοντυμένος υπάλληλος: «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω κύριε» και όταν ο έκπληκτος πελάτης απαντά «μα, να αγοράσω παπούτσια», ο υπάλληλος του απαντά με χαμόγελο: «Α, κύριε, παπούτσια δεν έχουμε, αλλά είδατε οργάνωση;»

Χρόνια τώρα ξοδεύονται όγκοι ανθρωποωρών για το σύστημα διοίκησης των πανεπιστημίων μας που θα μπορούσε να απαντήσει στο υποτιθέμενο «πανεπιστημιακό ζήτημα». Το «ζήτημα» αυτό το γυροφέρνουμε με κοινωνικά κριτήρια, με αναπτυξιακές συσχετίσεις,  με πολιτικές προσεγγίσεις, με συντεχνιακές λογικές, ακόμη και με κομματικές στρατηγικές. Στο καίριο, όμως, ερώτημα της ποιότητας των σπουδών σπάνια μόνο τίθεται και τότε ακόμη διατυπώνεται αποσπασματικά και με υπονοούμενα.  Ποιος έθεσε με παρρησία και πληρότητα των ερώτημα: Γίνεται καλή εκπαιδευτική δουλειά στο Πανεπιστήμιο;  Παραβλέπω το αντίστοιχο ερώτημα για την επιστημονική έρευνα επειδή στην περίπτωσή της, πολύ εύκολα μπορεί να παρασυρθούμε σε μια άγονη συζήτηση για τον ρόλο που παίζουν οι «δημοσιεύσεις» στην ταξινόμηση των πανεπιστημίων μας διεθνώς. Δεν θα έπρεπε, όμως, να είναι αυτονόητη η ερώτηση «πώς θα αξιολογούσαμε την εκπαιδευτική δουλειά που γίνεται στα πανεπιστήμιά μας; Επ’ αυτού περιέργως επικρατεί αιδήμων σιωπή. Σε πρόσφατο βιβλίο μου ( Το Πανεπιστήμιο ως Σχολείο) πήγα να ανοίξω μια θεωρητική και κατά τούτο μάλλον ακίνδυνη συζήτηση πάνω στο συναφές ερώτημα και προέκυψε άκρα του τάφου σιωπή. Τώρα θα τα ειπώ λιγότερο «περί διαγραμμάτου», μήπως και το μπρούσκο του ύφους ξεσηκώσει κάποια αντίδραση.

Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Το εκπαιδευτικό έργο ενός σχολείου (ας μη φοβόμαστε κατ’ αρχήν να θεωρούμε το πανεπιστήμιο ως σχολείο) κρίνεται συνήθως σε δύο διαφορετικά πεδία που, σε μια πιο εκζητημένη κριτική, συσχετίζονται σε μια τελική ολοκληρωμένη σύνθεση. Κρίνεται από τη μία εκ του αποτελέσματος και κρίνεται από την άλλη ως εκπαιδευτική διαδικασία. Στο πρώτο επίπεδο αξιολογούνται οι εκροές του συστήματος (ποιότητα αποφοίτων), ενώ στη δεύτερη αξιολογούνται οι εισροές (διδακτέα ύλη και μέθοδοι). Για να μη παρασυρθώ στην συγγραφή εγχειριδίου που προφανώς δεν ταιριάζει με τον ιστότοπο,  θα περιοριστώ μόνο στο δεύτερο μέρος του δεύτερου πεδίου. Θα μιλήσω μόνο για την μέθοδο οργάνωσης της διδασκαλίας. Αφήνω εκούσια να εννοηθεί, ότι θεωρώ ότι αν ακολουθηθεί η σωστή οργάνωση της διδασκαλίας, το προσωπικό των πανεπιστημίων μας είναι ικανό και επαρκές για της δώσει το ουσιαστικό της περιεχόμενο με τα απαιτούμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι εντελώς πεπεισμένος για την αλήθεια της παραδοχής αυτής, αλλά την δέχομαι για να τεμαχίσουμε το πρόβλημα με την αριστοτέλεια λογική συνταγή που το κάνει διαχειρίσιμο.  Αφού ορίσουμε την αποτελεσματική διδακτική διαδικασία, τότε μπορούμε άνετα να μιλήσουμε και για τα χαρακτηριστικά της οργάνωσης που χρειάζεται για να την στηρίξει. Έτσι ανακαλύπτουμε το προφανές στο οποίο αναφέρθηκα εισαγωγικά.

Ποια είναι, λοιπόν, η επαρκής/αποτελεσματική και ολοκληρωμένη εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία πρέπει να λειτουργεί το αποτελεσματικό πανεπιστήμιο. Με λίγα λόγια, ποιο είναι το διδακτικό έργο που πρέπει να εκτελείται, ώστε στη συνέχεια να μπορούμε να οργανώσουμε τις προϋποθέσεις που θα το στηρίξουν;

Η διδασκαλία ενός «μαθήματος» στο πανεπιστήμιο στηρίζεται σε δύο θεμελιώδες οργανωτικές προϋποθέσεις: Πρώτο, η ύλη του προσδιορίζεται με αποκλειστική ευθύνη του διδάσκοντος για να διασφαλίζεται η ελευθερία της επιστημονικής έκφρασης και αναζήτησης. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει τον διδάσκοντα να δεσμευθεί απέναντι άλλων συναδέλφων του, στα πλαίσια ενός οργανωμένου προγράμματος σπουδών,  για την τήρηση κανόνων συνδεσιμότητας και αλληλουχίας με άλλα μαθήματα. Δεύτερο, το περιεχόμενο του μαθήματος δεν ορίζεται αποκλειστικά μέσα σε στενά πλαίσια της άποψης του διδάσκοντος, αλλά πατάει σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο τεκμηρίωσης και επιστημονικής «θέασης». Έτσι διασφαλίζεται και ο ακαδημαϊκός πολίτης, ο φοιτητής, από τον όποιο ιδεολογικό ή επιστημονικό πατερναλισμό του διδάσκοντα.  Ο διδάσκων στην ουσία παίζει ρόλο διευθύνοντος μιας ευρείας διαδικασία αναζήτησης της επιστημονικής αλήθειας και κατάρτισης του φοιτητή, στην τέχνη του να μαθαίνει καθότι η επιστήμη του συνεχώς μεταβάλλεται και εμπλουτίζεται από την διηνεκή επιστημονική έρευνα. Πρακτική συνέπεια της προϋπόθεσης αυτής είναι η χρήση ευρείας βιβλιογραφίας για την μελέτη του φοιτητή και ο περιορισμός του διδακτικού εγχειριδίου στον ρόλο βοηθητικού κειμένου αναφοράς για την οργάνωση της μελέτης μιας κατά πολύ ευρύτερης συλλογής κειμένων σχετικής βιβλιογραφίας. Λογική συνέπεια της προϋπόθεσης αυτής είναι ότι το διδακτικό εγχειρίδιο κάθε μαθήματος πρέπει να είναι αποτελεσματικά οργανωμένο από διδακτική άποψη, μάλλον, παρά αυτόνομο κείμενο προς εκμάθηση.

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις πρακτικά εκφράζονται συνήθως με την μορφή «φακέλου μαθήματος», όπως για παράδειγμα προβλέπονταν και από σχετικό ΕΠΕΑΕΚ προηγουμένης περιόδου (ελάχιστα εφαρμόστηκε παρόλο που τα χρήματα για την στήριξή του αναλώθηκαν πλήρως). Ένας τυπικός «φάκελος μαθήματος» περιέχει: Συνοπτικές σημειώσεις των παραδόσεων, βιβλιογραφία δομημένη σε βασική και προηγμένη, δείγματα ασκήσεων και ερωτήσεων για την εμπέδωση της ύλης του μαθήματος, δείγματα test για αυτοαξιολόγηση του φοιτητή, διδακτικό εγχειρίδιο και ότι άλλο βοήθημα απαιτεί η υποστήριξη του φοιτητή στη μελέτη του μαθήματος).

Για να λειτουργήσει ο Φάκελος Μαθήματος, η διδασκαλία πρέπει να οργανωθεί σε πολλαπλά επίπεδα επαφής του φοιτητή με τους διδάσκοντες. Μια τυπική οργάνωση αυτών των επιπέδων μπορεί να θεωρηθεί η εξής (όπως εφαρμόζεται στο τυπικό αγγλοσαξονική πανεπιστήμιο): Ο καθηγητής δίνει της βασικές  και έκτακτες διαλέξεις στην ολομέλεια της τάξης του (από καθέδρας διδασκαλία στο αμφιθέατρο). Παράλληλα, βοηθοί του (π.χ. συμβασιούχοι διδάσκοντες, υποψήφιοι διδάκτορες, εργαστηριακοί βοηθοί κ.ο.κ) διευθύνουν εξειδικευμένες φροντιστηριακές ασκήσεις, σεμινάρια εμβάθυνσης και εργαστηριακές ασκήσεις με μικρές ομάδες φοιτητών ώστε να εξασφαλίζεται η κατά το δυνατόν προσωπική επαφή διδάσκοντος/διδασκομένου. Τέλος, ο καθηγητής ορίζει τακτικές ή έκτακτες διαδικασίες συμβουλευτικής των φοιτητών του που τους δέχεται ατομικά στο γραφείο του.

Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μια «σχολική διαδικασία» την οποία το πανεπιστήμιο πρέπει να υποστηρίξει  με τις απαραίτητες υποδομές, το αναγκαίο προσωπικό και τις απαιτούμενες βοηθητικές παροχές. Το πανεπιστήμιο μοιάζει τώρα με μια παραγωγική μονάδα που αποτελείται από «κυψέλες» παραγωγής (μαθήματα) οργανωμένες σε ενιαίο σύνολο για να εξασφαλίζονται αφενός οι εφικτές οικονομίες κλίμακας αλλά και οι αναγκαίες συνέργειες μεταξύ των κυψελών σύμφωνα με την δυναμική της γνωσιοθεωρητικής αλληλουχίας. Αυτό το εργοστάσιο ιδεών και γνώσης πρέπει τώρα να διοικηθεί. Το πώς θα οργανωθεί η διοίκησή του αποτελεί ζήτημα που οφείλει να λύση η επιστήμη της οργάνωσης και όχι οι εκπρόσωποι των συμφερόντων που διαμορφώνονται στο εσωτερικό και εξωτερικό του οργανισμού.

Από εδώ ξεκινάει το δράμα της ελληνικής περίπτωσης που γράφηκε από τους «ιδεολόγους» του «πανεπιστημίου των  ομάδων» με τον νόμο – πλαίσιο του ’82 και έκτοτε βασανίζει σαν χρόνιος καρκίνος την τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας μας. Η ιδεολογική φενάκη του πανεπιστημίου των ομάδων συνίσταται στο ότι οι εμπνευστές του φαντάστηκαν το πανεπιστήμιο ως αυτόνομη κοινωνική ομάδα συμφερόντων. Με αυτό το εντελώς παραπλανητικό τέχνασμα έβαλαν στο πανεπιστήμιο το περίφημο ζήτημα της «δημοκρατικής διοίκησης». Η δημοκρατική διοίκηση, όμως, είναι σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης και διαχείρισης κρατικής εξουσίας. Δεν είναι  σύστημα οργάνωσης παραγωγικής μονάδας. Για την ακρίβεια, η μεταφορά του συστήματος της δημοκρατικής διακυβέρνησης από την πολιτική στην οργάνωση της παραγωγής αποτελεί  κραυγαλέα ιδεολογική δέσμευση που αντιβαίνει στο κοινωνικό σύστημα που στηρίζει το σύνταγμά μας. Θυμίζει τα συστήματα αυτοδιαχείρισης του αποτυχημένου παραδείγματος του Τιτοϊκού σοσιαλισμού στην αείμνηστη Γιουγκοσλαβία  του περασμένου αιώνα. Αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, ο νόμος πλαίσιο και οι παράγωγοί του στη συνέχεια συνιστούν βάναυση παραβίαση του πνεύματος που διέπει την συνταγματική μας τάξη.

Θα μπορούσε να δεχτεί κάποιος ως κοινωνικό πείραμα, την οργάνωση αυτοδιαχειριζόμενων πανεπιστημίων στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς που θεμελιώνει το σύνταγμά μας. Τότε όμως με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να είναι κρατικά. Σε παλιότερο άρθρο μου  είχα αποδείξει, ότι συνεταιρισμός ή αυτοδιαχειριζόμενος οργανισμός οποιουδήποτε σκοπού, που χρηματοδοτείται από το κράτος αλλά μοιράζει τα οφέλη χωρίς κανένα ρίσκο στα μέλη του δεν είναι απλώς μια σκέτη αντίφαση, αλλά και οργανωτικά είναι αδύνατο να επιβιώσει.  Αυτό ισχύει για κάθε οργανισμό όταν ο χρηματοδοτικός κίνδυνος δεν συμπίπτει στο ίδιο φορέα που αποκομίζει το αποδιδόμενο όφελος. Επομένως, όποιος θέλει να πειραματιστεί με αυτοδιαχειριστικά σχήματα στην ανώτατη εκπαίδευση δεν έχει παρά να αναλάβει και τον χρηματοδοτικό κίνδυνο του εγχειρήματος. Οι συνεταιρισμοί και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί του λεγόμενου κοινωνικού ή τρίτου τομέα, είναι πεδία όπου οι διάφοροι ιδεόληπτοι συμφεροντολόγοι μπορούν να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους. Όχι, όμως, στην καμπούρα της φορολογούμενης παραγωγικής κοινωνίας.

Ισοδυναμεί η άποψή μου αυτή με την ιδέα της «επιχειρηματικής» οργάνωσης των πανεπιστημίων που τόσο ενοχλεί τους «αριστερούς του τίποτα» διανοουμένους; Κατηγορηματικά όχι. Σε βιβλίο μου που κυκλοφορεί έχω προσπαθήσει να αποδείξω, ότι παρά το γεγονός ότι η διεθνής τάση είναι η ιδεολογική αποστέωση των πανεπιστημίων στη Δύση, υπάρχουν περιθώρια επιβίωσης οργανωτικών μορφών που στηρίζουν ευρύτερες κοινωνικές θεωρήσεις του ρόλου των πανεπιστημίων. Δεν είναι καθόλου a priori αντιφατικό να έχουμε βιώσιμη οργάνωση με ταυτόχρονο ιδεολογικά προσανατολισμένο σκοπό ή αποστολή του πανεπιστημίου. Το μυστικό βρίσκεται στην επιλογή του οργανωσιακού στρατηγικού σκοπού και ο συνδυασμός του με μια  «κοινοτική» αντίληψη της λειτουργίας του σώματος των διδασκόντων σε ό,τι αφορά την εκπαιδευτική και ερευνητική δραστηριότητά τους.

Αν κοιτάξουμε τα πανεπιστήμιά μας κάτω από το πρίσμα του παραπάνω αναλυτικού σχήματος, δεν θα είναι καθόλου δύσκολο όχι μόνο να εκτιμήσουμε την ουσιαστική αποτυχία τους, αλλά και να διακρίνουμε τους δρόμους από τους οποίους θα μπορούσαν να ξαναβρούν την υγεία τους. Μια τέτοια αναζήτηση, δυστυχώς, δεν φαίνεται να την αντέχει η πανεπιστημιακή μας κοινότητα. Εξακολουθεί να αναλίσκεται σε αντιμαχίες περί την διαχείριση της δοτής από το κράτος εξουσίας και αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, κάθε βύθιση στην ουσία του οργανωτικού ζητήματος.  Ανάλογα ζητήματα, βέβαια, ανακύπτουν και στο συμπληρωματικό σκέλος της ακαδημαϊκής λειτουργίας, δηλαδή την επιστημονική έρευνα. Για λόγους χώρου δεν αναφέρθηκα σε αυτή, αλλά η σκέψη μου θα ήταν ανάλογη με όσα εδώ κατέγραψα.

Τώρα που βάζω μια αυστηρότερη τάξη εκ των υστέρων στις σκέψεις μου, βλέπω πως από αυτήν την προφανή αφετηρία όφειλα να ξεκινήσω και όχι να καταλήξω. Κάποια ψήγματα αυτής της κοινότοπης αλήθειας είχα περιλάβει στο βιβλίο μου του 2000, αλλά προφανώς δεν ήταν αρκετά για να στηρίξουν μια πρακτική πρόταση. Mea culpa. Όμως ας μου παραχωρήσει ο αναγνώστης ένα ελαφρυντικό: Χρόνια τώρα, η συζήτηση γύρω από την μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας γίνεται με όρους αντιπαράθεσης μπλοκ συμφερόντων. Καλώς και κακώς εννοουμένων. Φαίνεται ότι κι εγώ δεν μπόρεσα να ξεφύγω ολοκληρωτικά από αυτή την παθογένεια του διαλόγου. Κατά ένα μέρος υπήρξα κι εγώ θύμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.

Καταλήγω σε ένα αφορισμό που βασανίζει καιρό τώρα στη σκέψη μου: Υπάρχει ένα τεράστιο κενό στην πολιτική διαχείριση του ζητήματος της ανώτατης εκπαίδευσης. Φαίνεται να είναι ανάλογο προς το ακόμη μεγαλύτερο κενό που οι μεταρρυθμιστικές «δυνάμεις» αποκαλύπτουν με το να επιμένουν σε γενικευτικές κριτικές αλλά να αποφεύγουν επιμελώς την δέσμευση σε ξεκάθαρες προτάσεις για τα πράγματα. Πολύ φοβούμαι, ότι αν δεν ξεφύγουν από αυτό το στρατηγικό λάθος, καμία μεταρρύθμιση δεν θα μπορέσει να επιβιώσει, τουλάχιστο στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης. Και οι καιροί δεν ανέχονται πια μάχες απλώς για την τιμή των όπλων και των όποιων οπλιτών.