Πανεπιστήμια: Η Τακτική του Αιώνιου Σκότους

Κώστας Σοφούλης 12 Σεπ 2016

Αν πράγματι έχουμε μεγάλη κρίση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, έχουμε εξ ίσου μεγάλη κρίση και στην οργάνωση της ματιάς μας όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει στην ουσία, σε τελευταία ανάλυση (in the bottom line). Λέμε και γράφουμε πολλά, αλλά μας ξεφεύγει η κρίσιμη οπτική του τελικού κριτηρίου της κρίσης. Δηλαδή, πώς ακριβώς εννοούμε την κρίση της ανώτατης εκπαίδευσης; Λέμε και γράφουμε πολλά για τα επιμέρους, αλλά φαίνεται σαν να μας δυσάρεστο να καταλήξουμε σε συνολικό συμπέρασμα για την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσής μας. Με απλά λόγια, έχουμε το παράδοξο μιας αποσπασματικής κριτής χωρίς τελικό κριτήριο.

Η ασάφεια τελικού κριτηρίου δεν είναι καθόλου τυχαία. Εκφράζει την ισορροπία των στενών – ας πούμε συντεχνιακών- συμφερόντων στο εκπαιδευτικό μας σύστημα σε σχέση με την πελατειακή δομή της πολιτικής εξουσίας που διαφεντεύει το σύστημα. Ούτε στους μεν, μήτε στους δε συμφέρει μια σαφής διατύπωση του κριτηρίου με το οποίο αξιολογείται εν τέλει η ποιότητα της εκπαίδευσης, ενώ σε όλους συμφέρει η ανάδειξη επί αποσπασματικών και επιμέρους φαινομένων παθογένειας ως τερματικών θεμάτων της κριτικής τους. Στον γαλαξία των αποσπασματικών παθογενειών ο καθένας βρίσκει το στενότερο ενδιαφέρον ή συμφέρον του. Γιαυτό και τίποτα δεν γίνεται με τις αλλεπάλληλες «μεταρρυθμίσεις». Όλες καταλήγουν σε αποσπασματικές λύσεις επί μέρους ζητημάτων «συμφέροντος κάποιας συντεχνίας» αλλά ποτέ σε μια ριζική μεταρρύθμιση του συνολικού συστήματος. Ας εξηγηθούμε.

Αν τα πανεπιστήμιά μας υποχρηματοδοτούνται, αν σε αυτά επικρατεί αναξιοκρατία, αν κακοδιοικούνται, αν μετατρέπονται σε χώρους ανομίας, αν συμβαίνουν όλα αυτά και άλλα που απαρτίζουν ως θέματα τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται το πανεπιστημιακό μας ζήτημα, τότε τι επίπτωση έχουν όλα αυτά στην ποιότητα των αποφοίτων που ρίχνει το σύστημα στην οικονομία και την κοινωνία μας; Παρακολουθώντας την επικαιρότητα μένει κάποιος εμβρόντητος όταν διαπιστώνει ότι παρά την καθημερινή γκρίνια στο τέλος όλα δείχνουν μια χαρά ως προς το αποτέλεσμα, σε πείσμα όλων των παραπάνω δεινών: Ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι διαπιστώνουν, σε κάθε ευκαιρία που τους δίνεται, το πόσο τέλειο είναι το αποτέλεσμα της λειτουργίας των πανεπιστημίων μας: Οι φοιτητές μας διαπρέπουν στο εξωτερικό όταν πάνε για μεταπτυχιακές, μερικά πανεπιστήμιά μας συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα «50 καλύτερα του κόσμου», η έρευνα βραβεύεται διεθνώς και η ΑΔΙΠ έχει αποδώσει το σύνολο των πανεπιστημίων τιμημένα στην Ιστορία ως προς την ποιότητά τους. Ποιο είναι, λοιπόν, το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι, ας το πούμε εξ αρχής, ότι αυτή η χαρούμενη εικόνα πουθενά δεν τεκμηριώνεται πειστικά και τελεσίδικα. Είναι μια ευκαιριακή εικόνα, περίπου φαντασιακή, που προβάλλεται ανάλογα με την περίσταση και κυρίως ανάλογα με την προσωπική ατζέντα του κάθε δημοσιολογούντος.

Ας προσέξουμε την τελευταία φράση της εισαγωγικής μου παραγράφου: «τι επίπτωση έχουν όλα αυτά στην ποιότητα των αποφοίτων που ρίχνει το σύστημα στην οικονομία και την κοινωνία μας;» Αν δεν απαντηθεί τεκμηριωμένα αυτό το ερώτημα, όλες οι παραπάνω παθογένειες δεν δένουν σε αιτιακό σύστημα. Μένουν σκόρπιες ματιές που δεν οδηγούν σε κάποιο πειστικό «δια ταύτα». Και δεν καθησυχάζουν τα όσα ευχάριστα δημοσίως συνομολογούνται επειδή, απλούστατα, πολλούς συμφέρει αυτή η εικόνα εφησυχασμού. Και καλούς και κακούς. Συμφέρει για παράδειγμα στον κ. Φίλη για να δικαιολογήσει την επιστροφή στο καθεστώς των αιώνιων φοιτητών ή ν’ ανοίξει σε ελεύθερη πρόσβαση τις πύλες τον Ιδρυμάτων, αλλά συμφέρει επίσης και σε πολλούς συναδέλφους ακαδημαϊκούς που προσωπικά κάνουν άριστη δουλειά, για να προασπίσουν το δικό τους κρυστάλλινο κάστρο απέχοντας από επικίνδυνους ακτιβισμούς που κανονικά θα έπρεπε να υπαγορεύει η επιστημονική συνέπειά τους. Όπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα από δύο πράγματα κρίνεται εξ ορισμού η επάρκεια ενός σύγχρονου πανεπιστημίου: Από τον όγκο και την ποιότητα της επιστημονικής έρευνας που διεξάγει αφενός, και από την ποιότητα των πτυχιούχων που η εκπαιδευτική λειτουργία αποδίδει. Ξέρουμε, άραγε, τι συμβαίνει στα δύο αυτά πεδία; Κι αν ναι, είμαστε έτοιμοι να το πούμε με τεκμήρια; Όλα τα άλλα είναι επιφαινόμενα ή αιτίες κρίσης και όχι η ουσία της κρίσης.

Ένα αναρχούμενο και κακοδιοικούμενο πανεπιστήμιο είναι αναγκαίος τόπος για να ασκηθεί η εξουσιολογνεία των σύγχρονων μηδενιστών της αριστεράς.

Και, όμως, ενώ είμαστε λαλίστατοι και αρκούντως πειστικοί για τον τομέα της έρευνας (τις επιφυλάξεις επ’ αυτού, αλλού και άλλοτε), στο ουσιώδες τελικό ερώτημα, δηλαδή την ποιότητα των αποφοίτων, απαντούμε κατά κανόνα με απλές εντυπώσεις και χωρίς τεκμηρίωση εκτιμήσεις ανάλογα με τα εκάστοτε συμφραζόμενα του θυμικού μας. Ακούμε πως πρόκοψε πτυχιούχος μας στο ΜΙΤ; Μέγας ενθουσιασμός για την ποιότητα «των» πτυχιούχων μας. Μαθαίνουμε ότι στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ πτυχιούχοι εφωράθησαν λειτουργικά αγράμματοι; Κλαυθμός και κατάρες για το σύστημα που βγάζει τέτοιους πτυχιούχους. Ανάμεσα στην συγκυριακή αμφισημία, πλήρες αιτιακό χάσμα.

Επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι αναιτιολόγητο, ας σταθούμε για λίγο σε αυτήν την παράδοξη κατάσταση: Παράδοξη κατά το ότι ενώ αναδείχνει επί μέρους δυσλειτουργίες αποδέχεται ωστόσο, ότι τελικά το σύστημα «τα καταφέρνει» και φέρνει καλό αποτέλεσμα. Αυτή η ψευδής εικόνα βρίσκεται στη βάση της λαϊκίστικης λογικής της κυβερνώσας σήμερα αριστεράς, που για να πετύχει του λαϊκίστικους στόχους μετατρέπει την τριτοβάθμια εκπαίδευση σε αναρχούμενο πεδίο. Η λογική της προς τα έξω λέει: Τι κι αν είναι αναρχούμενη; Την δουλειά της τελικά δεν την κάνει; Το αναρχικό μέρος αυτού του σοφίσματος είναι οργανικά δεμένο με την ιδεολογία της και το δεύτερο σκέλος του συλλογισμού το δανείζεται ως άλλοθι από την επιπολαιότητα των παραγόντων που κατά τα άλλα είναι σφοδροί επικριτές των πεπραγμένων της. Αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το πανεπιστήμιο δεν κάνει τη δουλειά του σωστά απλώς επειδή έτσι λένε κάποιοι.

Ένα αναρχούμενο και κακοδιοικούμενο πανεπιστήμιο, για παράδειγμα, είναι αναγκαίος τόπος για να ασκηθεί η εξουσιολογνεία των σύγχρονων μηδενιστών της αριστεράς. Αφού τελικά αυτή η ενάσκηση εξουσιολαγνείας δεν κάνει και κακό στο πανεπιστήμιο, ποιος ο λόγος να μη την ικανοποιήσουμε; Ταυτόχρονα, το ίδιο αναρχούμενο και κακοδιοικούμενο πανεπιστήμιο αν είναι αρκετά «έξυπνο» αφήνει νησίδες αριστείας για βιτρίνα του, όπου σωρεύονται κάποιοι «αριστείς» που με τη σειρά τους, αφού βολεύονται, λίγο τους νοιάζει να φωνάξουν για την γενική επίδοση. Εκείνοι, άκρες μέσες, έχουν εξασφαλίσει την ατομική τους επιβίωση. Άκριτα δέχονται να τους επικαλούνται εκ του πονηρού ως στοιχείο επιτυχίας ενός αποτυχημένου συστήματος. Στο σημείο αυτό βρίσκεται το μέγα έλλειμμα και των ίδιων των επικριτών του ακαδημαϊκού λαϊκισμού που συνίσταται ακριβώς στο ότι δεν τεκμηριώνουν πλήρως και αναμφισβητήτως τις καταστροφικές συνέπειες της αριστερομηδενιστικής εξουσιολογνείας στο τελικό αποτέλεσμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η γνώμη μου είναι ότι φοβούνται μήπως η τεκμηριωμένη κριτική τους οδηγήσει τελικά σε λύσεις όπου δεν μπορεί να επιβιώσει η ατομική τους αυθαίρετη και εξαιρέσιμη επιβίωση. Γιαυτό επιμένουν να μιλούν με μισό στόμα. Λίγο πολύ έχουν βολευτεί και οι ίδιοι σε αυτή την άναρχη κατάσταση.

Και όμως, η προβληματικότητα των εκπαιδευτικών λειτουργιών βοά. Και μόνο η ύπαρξη του θεόρατου ποσοστού των «αιωνίων φοιτητών» και κατάντησε ν’ αποτελεί κοινωνικό ζήτημα, μαρτυρά την κρυμμένη κάτω από το χαλί τραγική αποτυχία του εκπαιδευτικού κομματιού της πανεπιστημιακής λειτουργίας. Στις ευνομούμενες χώρες αυτά τα άτομα θα λογίζονταν στην κατηγορία των drop-outs με αποτέλεσμα, να κρίνεται το πανεπιστήμιο με αυτό το τερατώδες ποσοστό ως ουσιαστικά αποτυχημένο. Το ζήτημα είναι ότι συστηματικά αποφεύγεται η ολοκληρωμένη τεκμηρίωσή αυτής της επιμελώς κρυμμένης αποτυχίας. Λες και υπάρχει μια αθέμιτη συνωμοσία να κρύβονται τα δεδομένα που θα αποδείκνυαν τις εγκληματικές επιπτώσεις της ακαδημαϊκής κακοδιοίκησης και αναρχίας, αφήνοντας απλώς περιθώρια για ευκαιριακές γκρίνιες που ίσως απαλύνουν την συνείδηση αλλά δεν έχουν απτό αποτέλεσμα. Δες τε τι μελάνι και τι δάκρυ σπαταλήθηκε από τους μεταρρυθμιστές για την κατάργηση των Διοικητικών Συμβουλίων, και τι στέγνα επικρατεί από την άλλη ως προς την δικαιολόγηση της χρησιμότητας των ΔΣ για την βελτίωση του ακαδημαϊκού αποτελέσματος. Και, αλήθεια, πώς αυτή η λογική να γίνει αιτιακή σύνδεση αφού κανείς δεν μετράει ούτε θέτει ζήτημα μέτρησης του ακαδημαϊκού εκπαιδευτικού αποτελέσματος; Ενώ στο θέμα της έρευνας και των δημοσιεύσεων πολλοί είναι εκείνοι που κοκορεύονται. Γιατί εκεί, η ατομική επίδοση των φιλότιμων εύκολα αποδείχνεται.

Ψάχνοντας με αρκετή επιμέλεια βρήκα δύο όλες κι όλες επιστημονικές εργασίες που αποπειρώνται μια φρέσκια εκτίμηση της σχολαστικής επίδοσης των πανεπιστημίων μας (Katharaki, M. and Katharakis, G., (2010), και Δαουλάρη Νικολίτσα 2011). Δυστυχώς και οι δύο ακολουθούν το σύστημα δεικτών της συνάρτησης παραγωγής της εκπαίδευσης και οδηγούνται περίπου σε ανούσια συμπεράσματα. Οδηγούνται σε μετρήσεις κάκιστα προσδιορισμένων μεταβλητών ακριβώς εξ αιτίας έλλειψης σχετικών πρωτογενών στοιχείων και καταλήγουν σε συμπεράσματα αμφιβόλου εμπειρικής και θεωρητικής αξίας ως εκ τούτου. Όπερ έδει δείξαι: Κρυμμένη επιμελώς η ουσιαστική πληροφορία. Ε, λοιπόν, ποιος είναι ο διάβολος που σε ένα θεσμό που διψά φιλότιμα για «δεδομένα» δεν έχει παρά λειψά δεδομένα για τον εαυτό του; Πώς προδίδονται έτσι οι φιλότιμοι ερευνητές του ίδιου του χώρου τους; Το ερώτημα δεν είναι καθόλου ρητορικό.

Η εμβάθυνση της έρευνας για τις επιδόσεις των πανεπιστημίων μας καθίσταται αδύνατη για δύο βασικούς λόγους: Πρώτο, επειδή δεν υπάρχουν καν τέτοια πρωτογενή στοιχεία εκτός από τις βαθμολογικές ταξινομήσεις των αποφοιτησάντων αλλά όχι του συνόλου των εγγεγραμμένων, που παρακολουθεί η ελληνική στατιστική υπηρεσία. Και δεύτερο, ουσιαστικότερο, επειδή και αν δημοσιεύονταν τέτοια αναλυτικά στοιχεία θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολης ποιότητας επειδή το δικό μας σύστημα δεν έχει πρότυπα (standards) επιπέδου μαθήματος ώστε να καθιστά συγκρίσιμα τα δεδομένα επιτυχίας/αποτυχίας από τμήμα σε τμήμα και ιδίως από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο. Ο Αμερικάνος συνάδελφος ξέρει ότι ένα συγκεκριμένο μάθημα επιπέδου 100 λ.χ είναι περίπου του ίδιου ουσιαστικού περιεχομένου και δυσκολίας σε όλα τουλάχιστον τα ποιοτικά πανεπιστήμια της χώρας. Ο Έλληνας ερευνητής είναι τυφλός μέσα σε αυτό το σκοτεινό πεδίο αφού ούτε καν κοινή ταξινόμηση μαθημάτων δεν έχουμε στη χώρα μας. Κάθε πανεπιστήμιο ξεχωριστά, κάθε τμήμα και εν τέλει κάθε διδάσκων έχει την δική του άποψη για το τι θα περιέχει το ομώνυμο μάθημα. Ας αφήσουμε την πανσπερμία «μαθημάτων» που σε πολλές περιπτώσεις οργανώνονται όχι με βάση την λογική κάποιου ενοποιημένου προγράμματος σπουδών, αλλά τις απαιτήσεις αυτόνομης διδασκαλίας που εξαρτάται από το περιεχόμενο του διδακτορικού διπλώματος του διδάσκοντος. Με άλλα λόγια, σκοτάδι στο σκοτάδι ώστε εν τέλει κανείς να μη είναι βέβαιος ότι ένα άριστα του Αθηνών αντιστοιχεί σε όμοιας αξίας άριστα της Θεσσαλίας και τούμπαλιν.

Το σκοτάδι όμως επεκτείνεται ακόμη και στο πεδίο όπου πράγματι έχει επιτευχθεί κάποια εκσυγχρονιστική πρόοδος. Αναφέρομαι στις εσωτερικές αλλά και τις εξωτερικές αξιολογήσεις. Αναμφισβήτητα, το ότι τα πανεπιστήμια οδηγήθηκαν στο κάνουν αυτή την άσκηση αποτελεί βήμα προς τα εμπρός. Το αποτέλεσμα, όμως, επί του παρόντος κάθε άλλο παρά διαφωτιστικό της πραγματικής επίδοσης είναι. Οι αξιολογήσεις στο σύνολό τους είναι ex ante και ποτέ δεν συμπληρώνονται με εκτιμήσεις αποτελέσματος, δηλαδή σε αξιολόγηση ex post. Έτσι εξηγείται η ειδυλλιακή εικόνα που αποκομίζει όποιος μελετήσει το αρχείο της ΑΔΙΠ με τις σχετικές εκθέσεις. Στην συντριπτική τους πλειονότητα, οι εκθέσεις είναι θετικές και περίπου εγκωμιαστικές, με ελάχιστες περιπτώσεις όπου με περισσή αιδώ σημειώνονται κάποιες ελλείψεις ή μειονεξίες. Αυτό αφορά στο κυρίως μέρος των εκθέσεων αξιολόγησης που αναφέρεται στις μεταβλητές που καθορίζουν την ποιότητα και επάρκεια των σπουδών (πρόγραμμα σπουδών και εκπαιδευτικές πρακτικές). Η εικόνα αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς την εικόνα όσων εξ ημών χωρίς καθωσπρεπικές παρωπίδες έχουμε βιώσει εκ των ένδον με κριτική αντίληψη την εικόνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας των πανεπιστημίων μας. Η αντίθεση της ex ante με την ex post εικόνα, όπως τις ορίζομε στον παρόν κείμενο, προφανώς οφείλεται στο ότι η πρώτη απλώς απεικονίζει την εικόνα που θέλουν να δείξουν οι μηχανισμοί των Τμημάτων και των Πανεπιστημίων. Δείχνουν, δηλαδή, το πώς θα θέλαμε να μας ιδούν οι απέξω. Η δεύτερη εικόνα, όμως, λείπει παντελώς. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι τυχαίο ότι οι εκθέσεις δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ στο ποσοστό παρακολούθησης των μαθημάτων; Ή μήπως είναι τυχαίο που σε καμία σχεδόν έκθεση δεν παρουσιάζονται συστηματικά δεδομένα για την πορεία των αποφοίτων του Τμήματος μετά την αποφοίτησή τους (ένδειξη ανταγωνιστικότητας των ικανοτήτων που απέκτησαν με τις σπουδές τους στο συγκεκριμένο Τμήμα). Η ακολουθία των «αιωνίων φοιτητών» πουθενά δεν αναφέρεται και δικαίως. Επειδή, αν αναφερόταν, θα έπρεπε να αιτιολογηθεί αλλά και τα σχετικά δεδομένα να εμπλουτίσουν τις στατιστικές επιδόσεων. Σιγή του τάφου περί όλων αυτών.

Αξίζει να επιμείνουμε λίγο ακόμη στο φαινόμενο των αιώνιων φοιτητών, ως στοιχείου αποτυχίας της επίδοσης των πανεπιστημίων μας. Το πρώτο που θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος είναι ότι ενώ ο τόπος βοά για το «κακό» του φαινομένου (εκτός λαϊκιστών, στους οποίους θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω) κανείς, μα κανείς εξ όσων μπόρεσα να βρω ερευνώντας την επιστημονική βιβλιογραφία, δεν έχει αποφασίσει να μελετήσει ολοκληρωμένα αυτό το μοναδικό στον πολιτισμένο κόσμο ακαδημαϊκό φαινόμενο. Ακριβώς, δε, σε αυτή τη συσκότιση του φαινομένου στηρίζεται ο λαϊκιστικός λόγος και η λαϊκιστική πρακτική της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και η ιδεολογική φανφάρα μιας ολόκληρης πολιτικής παράταξης, που σπεκουλάρει άγρια στο σύστημα ψηφοφόρων που συνδέεται με το φαινόμενο (αιώνιοι φοιτητές, γονείς και συγγενείς, επίδοξοι αιώνιοι φοιτητές κ.ο.κ.). Και όμως, στην πραγματικότητα, αυτό το ανώμαλο εκβλάστημα της πανεπιστημιακής κακοδιοίκησης, αποτελεί κομβικό στοιχείο στην παθογένεια της εκπαιδευτικής πλευράς της πανεπιστημιακής λειτουργίας.

Ποιο ήταν το επιχείρημα για την επανένταξη των αιώνιων φοιτητών στα πανεπιστήμια πρόσφατα; Ότι η ύπαρξή τους (προσέξτε, όχι η παρουσία τους) σε τίποτα δεν επιβαρύνει τα Ιδρύματα! Αυτό το επιχείρημα αντικαθρεπτίζει πλήρως την απαράδεκτη αντίληψη του λαϊκισμού για τον τρόπο λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μας: Το πόσοι φοιτητές είναι «εγγεγραμμένοι» σε ένα τμήμα δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στον προγραμματισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας του, προφανώς επειδή στο μυαλό των λαϊκιστών δεν υπάρχει η έννοια του προγραμματισμού της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η εγγραφή και σπουδή των φοιτητών είναι μια απλή γραφειοκρατική διαδικασία που απλώς υποστασιοποιεί το δικαίωμα να δώσουν εξετάσεις τότε και όποτε εκείνοι κρίνουν και θελήσουν. Το ότι ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο πρέπει να ξέρει τους αριθμούς των φοιτητών του για να προγραμματίσει αντίστοιχα την διδασκαλία, τα σεμινάρια, τα εργαστήρια, τις φοιτητικές εργασίες και τις άλλες δραστηριότητες που περιλαμβάνει η ολοκληρωμένη εκπαιδευτική διαδικασία, είναι αδιάφορο για τον λαϊκιστή επειδή απλούστατα δεν θεωρεί σημαντικά όλα αυτά. Με τις πρακτικές που εκπηγάζουν από αυτή την εντελώς γραφειοκρατική αντίληψη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης τελικά εκφυλίστηκαν οι σπουδές και μαζί τους η λειτουργία των πανεπιστημίων μας, τουλάχιστον ως προς το σκέλος το «σχολικό» τους σκέλος. Ανερυθρίαστα πλέον συζητούμε μεταξύ μας ότι αυθαίρετα ισορροπούμε ως δάσκαλοι (όσοι θέλουμε να ισορροπήσουμε) με το να βολευόμαστε με ένα 5-10% των εγγεγραμμένων φοιτητών μας να παρακολουθούν τακτικά τα μαθήματά μας, με ένα πιο περιορισμένο 5% να μετέχουν στα σεμινάρια και με ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό να εκπονεί σπουδαστική εργασία με προηγμένη βιβλιογραφική έρευνα. Και οι υπόλοιποι; Έ, αυτούς ίσως τους συναντήσουμε στις εξετάσεις! Έτσι συνεργήσαμε στην διάλυση του πανεπιστημίου για να βολέψουμε την δική μας συνείδηση.

Επαναλαμβάνω. Το ηθελημένο σκοτάδι ως προς την τεκμηριωμένη γνώση της ποιότητας των εκροών αποτελεί τον αμνιόσακο όπου αναπτύσσεται το σημερινό στρεβλό και εκφυλισμένο ελληνικό πανεπιστήμιο. Γιατί, αν τα δεδομένα έβγαιναν στη φόρα με επιστημονική τεκμηρίωση, καμία κοινωνία, όσο στρεβλή κι αν ήταν η ίδια, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί τέτοια κατάντια ενός από τους πολυτιμότερους θεσμούς της. Η συγκάλυψη της πραγματικότητας αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την επιβίωση των κακών πρακτικών διοίκησης.

Πιέζοντας τη φαντασία μου, προσπάθησα να βρω και άλλη αιτιολόγηση για την ανάγκη αξιολόγησης της ποιότητας των εκροών. Έτσι για να αποκλείσω κάθε ενδεχόμενη δικαιολογία της ερευνητικής αβελτηρίας. Σκέφτηκα, ότι η παροχή δωρεάν δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ισοδυναμεί με ένα τεράστιο σύστημα παροχής υποτροφιών για την συμμετοχή σε αυτή, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη ή οικονομική δυνατότητα. Είναι σάμπως να δίνει «εικονικά» το κράτος την αναλογία δαπάνης για την εκπαίδευση στον κάθε φοιτητή και να την εισπράττει ταυτοχρόνως για να μη τον αφήσει να την σπαταλήσει σε άλλες χρήσεις. Οι φοιτητές σε ένα σύστημα δωρεάν δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι όλοι τους οιονεί υπότροφοι του δημοσίου προϋπολογισμού. Αν, όμως, είναι έτσι, με ποια λογική το ταμείο υποτροφιών δεν παρακολουθεί και δεν αξιολογεί την επίδοση των υποτρόφων του, ώστε να βεβαιώνεται ότι δεν σπαταλούνται αδίκως δημόσιοι πόροι; Αν είχε φιλότιμο το ελληνικό δημόσιο, σύμφωνα με μια τέτοια λογική, θα όφειλε να διαθέτει ένα όργανο αξιολόγησης των υποτροφιών, κάτι σαν το Βρετανικό the Commonwealth Scholarship Commission in the United Kingdom. Ο καθένας μπορεί να ιδεί και να μελετήσει την προσπάθεια που καταβάλει ένας τέτοιος ελεγκτικός οργανισμός για να βεβαιωθεί ότι δεν σπαταλά τα χρήματά του. Ούτε, όμως, μια τέτοια λογική δεν φαίνεται να μπορεί να επιβληθεί στη χώρα μας. Και πάλι, ο λόγος είναι απλούστατα ότι έτσι όπως έχουν δομηθεί ως οργανισμοί συντεχνιακών συμφερόντων τα πανεπιστήμιά μας, δεν συμφέρει κανένα η ορθολογική διακυβέρνησή τους. Για να καλυφθεί το χυδαίο στοιχείο της όλης κατάστασης έχει εφευρεθεί ο μύθος του ακαδημαϊκού κοινοτισμού, το διαβόητο δόγμα του «πανεπιστημίου των Ομάδων» που η εθνικολαϊκίστικη κυβέρνηση επαναφέρει δριμύτερα στη ζωή μετά την μερική περιστολή του από την Μεταρρύθμιση Γιαννάκου/Διαμαντοπούλου. Και πάλι, πίσω από τον αδιαφανή μανδύα της έλλειψης γνώσης των τεκταινομένων, επιβιώνει ένα σύστημα που είναι θνησιγενές από τη φύση του. Επιβιώνει, είναι ένας λόγος. Γιατί στην πραγματικότητα, για να επιβιώσει το συγκεκριμένο αυτό σύστημα εξουσίας και διακυβέρνησης, εκφυλίζει το ίδιο το πανεπιστήμιο. Πρόκειται για την τυπική περίπτωση, όπου ο οργανισμός προσαρμόζεται στις ανάγκες του συστήματος εξουσίας αντί το σύστημα εξουσίας και διακυβέρνησης να προσαρμόζεται στη φύση και στην εγγενή λειτουργία του οργανισμού.

Περί αυτού, όμως, σε άλλη ευκαιρία, ελπίζω σύντομα.

Δημοσιεύτηκε και στο e-κύκλος