«Πάμε γυάλα» ή πάμε γι’ άλλα;

Γιάννης Παπαθεοδώρου 17 Απρ 2015

Τα δεδομένα είναι γνωστά. Όλες οι προηγούμενες συζητήσεις, ιδέες, κινήσεις και  πρωτοβουλίες για την περίφημη «κεντροαριστερά» ναυάγησαν. Μαζί τους, ναυάγησαν και τα κόμματα που προσπάθησαν να εκφράσουν τις διαφορετικές εκδοχές της. Η ΔΗΜΑΡ, κουβαλώντας το συμβολικό φορτίο της Ανανεωτικής Αριστεράς, επέλεξε την πολιτική της αυτοκτονία, ζαλισμένη από τα πολλά «σλάλομ». Το ΠΑΣΟΚ, που κάποτε εξέφρασε το ιστορικό προοδευτικό κέντρο, οδηγήθηκε στην συρρίκνωση της κοινωνικής του βάσης και, συνακόλουθα, στην εκλογική του απαξίωση, εγκαταλείποντας την ηγεμονική συμμαχία του με τη μεσαία τάξη. Το μικρό κομμάτι των «Μεταρρυθμιστών», γοητευμένο αρχικά από την ιδέα της «μεγάλης κεντροαριστεράς», πλέει σήμερα μέσα στο Ποτάμι, χωρίς να μπορεί να μπολιάσει ουσιαστικά το νέο κόμμα με τις ευαισθησίες του. Το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών μέτρησε ανεπιτυχώς τις διασπαστικές δυνάμεις του, με αφορμή ένα μάλλον προσωπικό καπρίτσιο. Όλα δείχνουν πως ο χώρος της λεγόμενης «κεντροαριστεράς» βρίσκεται μπροστά σε ένα ιστορικό αδιέξοδο.

Ευτυχώς όμως που υπάρχει και ο ΣΥΡΙΖΑ για να μας θυμίζει ότι η επανεκκίνηση του προοδευτικού χώρου και η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού φορέα είναι πιο επείγουσα παρά ποτέ. Εξηγούμαι. Μπροστά στα άδεια ταμεία και στην πλήρη ασυμβατότητα του προεκλογικού προγράμματος με το υπάρχον πλαίσιο του δανεισμού, οι μαξιμαλιστικές ψευδαισθήσεις και ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ δεν επαρκούν πια για να καλύψουν το πολιτικό κενό της προοδευτικής διακυβέρνησης. Η κυβερνητική αρρυθμία είναι εμφανής : έλλειψη οργανωμένου σχεδίου, εθνολαϊκιστικές αναδιπλώσεις, συνδικαλιστικοί ελιγμοί, διαχειριστική ανεπάρκεια, ρητορική της «ρήξης» και αργόσυρτες διαπραγματεύσεις που προετοιμάζουν τελικά έναν ακόμη επώδυνο συμβιβασμό : το «Μνημόνιο 3».

Η χώρα φλερτάρει διαρκώς με ένα πιθανό ατύχημα, που εκτροχιάζει τη δημοσιονομική της σταθερότητα και αποδυναμώνει την ευρωπαϊκή της πορεία. Προς το παρόν, «η πολιτική της ελπίδας» εξελίχτηκε σε ένα καινούργιο «μαρτύριο της σταγόνας, συνοδευμένο με «ψεκασμένες» δηλώσεις, με πατριωτικό κιτς, με απειλές για αλλαγή γεωπολιτικής στρατηγικής της χώρας, με χαοτικά φαινόμενα στο πεδίο της ασφάλειας των πολιτών, με πάγωμα του επενδυτικού κλίματος, με παλαιοκομματικά «πελατολόγια» και αναχρονιστικούς μηχανισμούς κυβερνητικής προπαγάνδας. Ακόμα και η προβεβλημένη λαϊκή υποστήριξη στην κυβέρνηση εμπεριέχει την παθητική αποδοχή του μύθου της περίφημης «πολιτικής διαπραγμάτευσης», στην οποία, όπως λένε διάφορα θυμόσοφα στελέχη της κυβέρνησης, «δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνουν πίσω οι εταίροι». Πολύ φοβάμαι, ωστόσο, πως η οριστική διάλυση και αυτού του μύθου δεν θα συμπαρασύρει μόνο τις θυμόσοφες αναλύσεις, αλλά θα θέσει τη χώρα σε μια ιδιάζουσα και μακρά πολιτική ομηρία. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση νεκρανάστησε το «δημοψήφισμα» για να ολοκληρώσει τη φαντασιακή απειλή απέναντι στους εταίρους με τον γραφικό εκβιασμό του «ιδανικού αυτόχειρα».

Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, το πολιτικό κενό της προοδευτικής διακυβέρνησης δεν μπορεί να καλυφθεί παρά μόνο με την ίδρυση ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού φορέα, που θα ανακοινωνικοποιήσει τη βάση του, θα επαναπολιτικοποιήσει τον ιδεολογικό πυρήνα του, και θα αποδεχτεί βέβαια τα βάρη μιας μελλοντικής κυβερνητικής ευθύνης. Στην κατεύθυνση αυτή, πράγματι, το ΠΑΣΟΚ διαθέτει σήμερα τη μοναδική, κοινοβουλευτικά εκπροσωπούμενη, δύναμη αυτού του χώρου. Κανείς δεν πρέπει να υποτιμά την ιστορία του και τη δύσκολη επιβίωσή του. Το ΠΑΣΟΚ όμως «δεν αρέσει πια», η ΔΗΜΑΡ «τρεμοσβήνει», οι Μεταρρυθμιστές «στριμώχτηκαν», το ΚΙΝΗΜΑ εκφυλίστηκε. Η πολιτική γεωγραφία του προοδευτικού χώρου έχει πλέον αλλάξει δραματικά. Όπως σωστά επισήμανε πρόσφατα ο Γιώργος Σιακαντάρης,[1] σήμερα χρειάζεται ένας νέος σοσιαλδημοκρατικός πόλος που να σηματοδοτεί την υπέρβαση των υπαρχόντων κομματικών σχηματισμών με σεβασμό στην ιστορικότητα και την ιδιαιτερότητά τους.

Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει ερήμην της κοινωνίας και της πολιτικής. Κυρίως όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς να επανακαθοριστεί η έννοια της σύγχρονης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Πολλοί ζητούν να συζητηθούν όλα από «μηδενική βάση». Ως προς το αίτημα της συνολικής ανανέωσης, δεν έχουν άδικο. Στην πολιτική όμως δεν υπάρχει «μηδενική βάση». Υπάρχουν ρήξεις και συνέχειες που αντιστοιχούν σε ιστορικά πολιτικά υποκείμενα, σε πραγματικούς συσχετισμούς, σε υπαρκτές ιδεολογικές και κοινωνικές διεργασίες. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν ενδεχομένως πιο παραγωγική η συζήτηση όχι για την «αυτοδιάλυση» και τον «ενταφιασμό» των υπαρχόντων κομμάτων που συνθέτουν το μωσαϊκό αυτού του χώρου, αλλά για τη γρήγορη μετεξέλιξη, διεύρυνση και ανανέωση τους.

Το πρώτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία είναι να ξεκαθαριστεί η στάση αυτού του χώρου απέναντι στην κυβέρνηση. Αντί για τον χαιρέκακο πειρασμό της «αριστερής παρένθεσης», θα πρέπει να αναδεικνύεται διαρκώς το πραγματικό περιεχόμενο της προοδευτικής διακυβέρνησης, με μια προγραμματική αντιπολίτευση «εθνικής ευθύνης», που δεν θα ποντάρει στην αποτυχία και στην καταστροφή. Καμιά προοδευτική αλλαγή άλλωστε δε ρίζωσε πάνω στα ερείπια. Επίσης, αντί για τη νοσταλγική απολογία της προηγούμενης κυβέρνησης, θα πρέπει σήμερα να τεθούν τα θεμέλια μιας ριζικής διαφοροποίησης του προοδευτικού χώρου από όλες εκείνες τις πολιτικές πρακτικές, που επέτειναν την κρίση της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Και τέλος, αντί για την «κεντροαριστερή καθαρότητα», θα πρέπει να επιδιωχτούν ευρύτερες συμμαχίες και μεγαλύτερα «ομόσπονδα σχήματα».

Ο διάλογος για έναν αυτόνομο φορέα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να ξαναρχίσει χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος. Η ευρωπαϊκή άλλωστε εμπειρία δείχνει πως σήμερα η σοσιαλδημοκρατία είναι ξανά στο προσκήνιο, επινοώντας νέα πολιτικά εργαλεία (το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης») διεκδικώντας μια νέα πολιτική παρουσία (π.χ. Ιταλία, Ισπανία), και κυρίως προτείνοντας ένα νέο μοντέλο κοινωνικής συνοχής, με βάση το τρίπτυχο : «Μεταρρύθμιση- Αλληλεγγύη- Ανάπτυξη». Στην Ελλάδα, η συζήτηση αυτή βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Αλλά πρέπει οπωσδήποτε να ξεκινήσει και να μπολιάσει όλες τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του προοδευτικού χώρου, μέρος των οποίων αποτελεί προφανώς και το φιλοευρωπαϊκό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, που σταδιακά ίσως εγκαταλείψει τις παλαιότερες εμμονές του, προκειμένου να κυβερνήσει με ρεαλιστικό πραγματισμό.

Στην κατεύθυνση της ανασύνταξης όλων των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, το πρώτο πράγμα που πρέπει να αξιοποιηθεί είναι το ίδιο το πραγματικό «πολιτικό κενό» του ΣΥΡΙΖΑ : οι ιδεολογικές του αντιφάσεις, η απουσία μιας επεξεργασμένης πρότασης για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους, η έλλειψη ενός συνολικού εθνικού σχεδίου για τη μεταμνημονιακή εποχή. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ κομπάζει ακόμη αφελώς για το ότι η χώρα δεν οδηγήθηκε ακόμη – αλήθεια, για πόσο ακόμη ;- «στα βράχια», η προοδευτική αντιπολίτευση πρέπει να επανέλθει άμεσα στο προσκήνιο με μια ολοκληρωμένη κοινή πρόταση γύρω από αυτά τα σημεία, ζητώντας άμεσα τη δημιουργία μιας Εθνικής Ομάδας Διαπραγμάτευσης. Τα σενάρια άλλωστε είναι γνωστά. Η ρήξη θα είναι καταστροφή, ο επώδυνος συμβιβασμός θα επιτείνει τη μνημονιακή κρίση και θα εξαντλήσει τις αντοχές της ήδη δοκιμαζόμενης κοινωνίας.

Σε ό,τι αφορά την επανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας, η μόνη λύση είναι η συνεκτική και συνθετική πρόταση που προκρίνει την ουσιαστική μεταρρύθμιση ως συστατικό στοιχείο της προοδευτικής διακυβέρνησης. Αλλά μεταρρύθμιση χωρίς μεταρρυθμιστές δεν υπάρχει. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε λοιπόν είναι να επινοήσουμε ξανά τους εαυτούς μας, αναζητώντας μια θετική προοπτική για τη χώρα, για την Ευρώπη, για τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία. Ο προοδευτικός χώρος δεν πρέπει να «μπει στη γυάλα». Αυτό που χρειάζεται να αποφασίσουμε όλοι μαζί είναι πως πρέπει να «πάμε γι’ άλλα».

[1] http://www.ananeotiki.gr/el/readText.asp?textID=8229&catID=0