Στις επερχόμενες εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ, το Ποτάμι και σε μικρότερο βαθμό και τα υπόλοιπα κόμματα, πλην ΚΚΕ, προτάσσουν στους ψηφοφόρους τη διάκριση παλιό-νέο. Ιδίως ΣΥΡΙΖΑ και Ποτάμι διατρανώνουν αμφότερα: «ξεμπερδεύουμε με το παλιό». Η «παλιά» διάκριση δεξιά-αριστερά φαίνεται, αίφνης, να χάνεται στα βάθη της πολιτικής προϊστορίας και το δίπολο παλιό – νέο μοιάζει να αποτελεί τη μήτρα των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Ως ένα βαθμό, είναι εύλογο. Οι διαπιστώσεις που συνηγορούν υπέρ του είναι αρκετές.
Πράγματι, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης διασποράς των κινδύνων και των ευκαιριών τα πράγματα αλλάζουν. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, τις προηγούμενες δεκαετίες, άμβλυνε τις ταξικές αντιθέσεις και «εξάντλησε» το ρόλο και την αποστολή των συλλογικών φορέων αντιπροσώπευσης, όπως τα κόμματα και τα συνδικάτα.
Πράγματι, η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας αποδιοργάνωσε την πυρηνική οικογένεια και αποσυντόνισε την κοινωνική κανονικότητα της καθημερινής ζωής. Εκεί που ο ανταγωνισμός για μια θέση εργασίας διεξαγόταν στο χώρο του εργοστασίου, στην εποχή της ημιαπασχόλησης και της μείωσης των θέσεων (σταθερής) εργασίας, ο εργασιακός ανταγωνισμός μεταφέρεται εντός του σπιτιού, ανάμεσα στο ίδιο το ανδρόγυνο, ανάμεσα στα δύο φύλα.
Πράγματι, στις κοινωνίες των παγκόσμιων τηλεπικοινωνιακών διασυνδέσεων και των ισότιμων δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες, οι κοινωνικοί ρόλοι διευρύνονται. Κανείς πλέον δεν είναι μόνο εργάτης ή αστός, αλλά αντίθετα ο διαζευκτικός αποκλεισμός του «ή το ένα ή το άλλο» μετατρέπεται στο συμπεριληπτικό «και το ένα και το άλλο», δηλαδή και άνεργος και μορφωμένος, και νοικοκυρά και εργαζόμενη. Η ίδια η επιτυχία του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος (η μόνη «ουτοπία» που πέτυχε η αριστερά στη σοσιαλιστική – σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της) ενείχε τους σπόρους του ίδιου του ξεπεράσματός της. Η υλική, κοινωνική και πολιτισμική χειραφέτηση του ατόμου που κατέστη εφικτή λόγω της συλλογικής δράσης, έφτασε στο σημείο να αυτονομηθεί τόσο ώστε να θέτει στο επίκεντρο το χειραφετημένο άτομο και όχι τη συλλογικότητα. Και αυτό ήταν μια σπουδαία κατάκτηση.
Ταυτόχρονα όμως, το έργο της νεωτερικότητας έμεινε ημιτελές, όπως έδειξε σχετικά ο Χάμπερμας. Παρά το ότι οι υλικές και οργανωτικές προϋποθέσεις της χειραφέτησης άρχισαν να οπισθοχωρούν από τη δεκαετία του ’80 και εντεύθεν, εν τούτοις τόσο οι πολιτισμικές παρακαταθήκες της υποχώρησης της -οργανωμένης και συλλογικής- πολιτικής όσο και το αίτημα για αυτονομία παρέμειναν. Ενώ η οικονομία γινόταν παγκόσμια και η απορρύθμιση περιόριζε το κράτος στον παλιό του ρόλο ως «νυχτοφύλακα», τα δεσμά του προμηθεϊκού ήρωα, που μόλις πριν λίγες δεκαετίες είχαν διαρραγεί, αντικαθίστανται τώρα από νέα: αυτά της «ελεύθερης επιλογής» εντός της αγοράς. Το «στυλ» αντικατέστησε την κοινωνική τάξη, έτσι ώστε ο νέος άνεργος με το ακριβό iphone να μην ξεχωρίζει εύκολα από τον αντίστοιχο πλούσιο συνομήλικό του. Ο σύγχρονος άνθρωπος «ξεκρεμάστηκε» από τις συλλογικότητες και βρέθηκε μετέωρος στις «κρεμάστρες» της αγοράς. Με βάση αυτά, είναι λογικό το δίλημμα να στρέφεται γύρω από το παλιό – νέο. Το παλιό και το νέο, σε αυτή την περίπτωση, σημαίνουν ό,τι ακριβώς και οι νέες εκδόσεις του iphone 3, 4, 5, 6 και πάει λέγοντας. Ποιος από εμάς θέλει να έχει την παλιά έκδοση; Και εδώ υπεισέρχεται ο λαϊκισμός, ο οποίος περιορίζει το πρόβλημα αποκλειστικά και μόνο σε μια παλιά και «ανήθικη» ελίτ, ισχυριζόμενος ότι εάν απαλλαγούμε από αυτή, δηλαδή «το σάπιο πολιτικό κατεστημένο» (και όχι από τις δομές του προβλήματος) τα πράγματα θα αλλάξουν.
Το νέο λοιπόν σημαίνει ευθυγράμμιση με τις εξελίξεις της τεχνολογίας, της οικονομίας, της μόδας κ.ο.κ. (που δεν είναι βέβαια αμελητέο, διότι ο λουδισμός και ο κοινοτικός απομονωτισμός μόνο σαν γραφικές προτροπές ακούγονται). Και αυτό είναι βέβαια μέρος της χειραφέτησης, ωστόσο δεν είναι το παν. Διότι ναι μεν οι επιλογές μπορεί να βρίσκονται στα χέρια των ίδιων των πολιτών, εν τούτοις το πλαίσιο των σημασιοδοτήσεων και η κατασκευή της κοινωνικής ιεραρχίας ανήκουν ξεκάθαρα στα παγκόσμια δίκτυα (κοινωνικά και ενημέρωσης) και φυσικά στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους οίκους αξιολόγησης. Από τους τελευταίους περιμένουν όλοι να ακούσουν εάν η οικονομία τους χαρακτηρίζεται σαν σκουπίδι ή βαθμολογείται με ΑΑΑ!
Από την άλλη, το δίπολο δεξιά-αριστερά είναι συνυφασμένο με το «εξαντλημένο» εθνικό κράτος, με την έννοια της αδύναμης πλέον κυβέρνησης (αντί της νέας δια-κυβέρνησης), τον «σπάταλο» κεϋνσιανισμό και τον «παρωχημένο» οργανωμένο κορπορατισμό. Παρόλα αυτά, περιέχει κάτι το ουσιαστικό, που δεν υπάρχει στο παλιό- νέο. Αυτό είναι η δυνατότητα της αξιακής νοηματοδότησης των κοινωνικών δραστηριοτήτων, πέρα από τους κυρίαρχους ιδεολογικούς αυτοματισμούς. Για παράδειγμα, ο φετιχισμός της μόνης «χρήσιμης» εργασίας, που περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο επικαθορισμένο πλαίσιο της αγοράς εργασίας, υπονοεί ότι κάθε τι πέρα από αυτό είναι «άχρηστο», «ανορθολογικό». Ταυτόχρονα, η εθελοντική εργασία διακορεύεται και η κοινωνία των πολιτών χρησιμοποιείται σαν μορφή βιο -ελέγχου για τους «εν αναμονή» εργαζομένους.
Έτσι λοιπόν, το παλιό-νέο μπορεί πράγματι να περιγράφει εναργέστερα τη σύγχρονη ρευστή κοινωνική πραγματικότητα, πλην όμως η περιγραφή αυτή είναι απλά εξωτερική. Μοιάζει με τη διάκριση του Πλάτωνα στην Πολιτεία, που διακρίνει τις τέχνες σε αυτές που αξιοποιούν τα πράγματα, αυτές που τα παράγουν και αυτές που τα αναπαράγουν. Το παλιό-νέο απλώς «μιμείται» (αναπαράγει) τις κοινωνικές αλλαγές, δεν μπορεί να συλλάβει το πραγματικό περιεχόμενό τους. Είναι χρήσιμο στο βαθμό που διαθέτει «ορθότητα», δηλαδή αποτυπώνει «αρμονικά» τις εξελίξεις. Εν τούτοις, σύμφωνα και πάλι με τον Πλάτωνα, η τέχνη εκτός της αρτιότητας πρέπει να διαθέτει ηθική ωφελιμότητα.Αν μεταφέρουμε και αυτό το κριτήριο στην πολιτική, το συμπέρασμα είναι ότι πέρα από την εξωτερική περιγραφή είναι απαραίτητη καιη σύγκλιση των δύο διπόλων, αλλιώς η εμμονή αποκλειστικά στο παλιό-νέο οδηγεί σε παγίδευση και δημιουργεί φενάκες.