Πελατειακό κράτος!
Αδιαφάνεια!
Λαϊκισμός!
Νομίζω ότι μόνο οι φανατικοί και οι εγκάθετοι θα διαφωνήσουν με τις παραπάνω διαπιστώσεις, σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στις θέσεις ευθύνης σε αρκετούς φορείς του δημόσιου τομέα. Νέο προκλητικό χτύπημα της ιδιότυπης εθνικο-αριστερίστικης διακυβέρνησης σημειώθηκε πρόσφατα στο θεσμικό πλαίσιο επιλογής στελεχών εκπαίδευσης. Εσπευσμένα, με τροπολογία, λίγες ώρες πριν ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τους βοσκότοπους (!!!) προκειμένου ο Υπουργός να επιλέξει νέα διευθυντικά στελέχη της αρεσκείας του πριν αναγκαστεί να αλλάξει ξανά το σύστημα επιλογής σύμφωνα με τις οδηγίες Κοστέλο.
Έχει ενδιαφέρον να εστιάσουμε καλύτερα στα στοιχεία που αλλάζουν. Τι αφαιρείται και τι προστίθεται; Εδώ και 35 χρόνια το θεσμικό αυτό πλαίσιο αλλάζει αδιάκοπα κάθε φορά σχεδόν που αλλάζει η ηγεσία στο Υπουργείο Παιδείας. Έτσι κι αυτή τη φορά ο νυν Υπουργός άλλαξε τις διαδικασίες και τη μοριοδότηση που είχε θεσπίσει ο τέως και ομοτράπεζός του κ. Μπαλτάς.
Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις η μοριοδότηση των υποψηφίων γίνεται σε τρία κριτήρια: α)επιστημονική κατάρτιση (τίτλοι σπουδών και επιμόρφωσης), β)επαγγελματική δράση (υπηρεσιακή κατάσταση και διοικητική εμπειρία) και γ)προσωπικότητα – συμβολή στο εκπαιδευτικό έργο. Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις διαφέρουν πολύ σε σχέση με όσα προβλέπονταν από τον προηγούμενο Ν.3848/2010 (επί Διαμαντοπούλου).
Ευνοιοκρατία: Η αποτίμηση του κριτηρίου της προσφοράς του υποψηφίου στο εκπαιδευτικό έργο δε γίνεται πια μέσα από τις αξιολογικές εκθέσεις (οι οποίες μπήκαν στο ψυγείο από τον κ. Μπαλτά περιμένοντας την απόψυξή τους μέσα από τρίτο μνημόνιο), αλλά με τη μυστική ψηφοφορία. Όπως έχουμε αποδείξει ως κοινωνία και με άλλους θεσμούς (κοινοβούλιο, τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικαλιστικό κίνημα) θα επιλεγούν «όχι οι άριστοι αλλά οι αρεστοί». Αν η πολιτική ηγεσία ήθελε να ενισχύσει τη δημοκρατία θα ζητούσε από τους διοικούμενους (εκπαιδευτικούς, μαθητές) και τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών (γονείς κ.λπ.) να εκφράσουν τεκμηριωμένα την άποψή τους για κάθε υποψήφιο.
Αδιαφάνεια: Η συνέντευξη των υποψηφίων πραγματοποιείται ενώπιον συμβουλίων επιλογής (ένα σε κάθε Περιφέρεια), τα μέλη των οποίων είναι ουσιαστικά επιλογή του Υπουργού. Ο Ν.3848/2010, αντίθετα, προέβλεπε συνέντευξη από ένα κεντρικό συμβούλιο επιλογής, του οποίου τον Πρόεδρο πρότεινε στον Υπουργό η επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής και μέλη που προτείνονταν από αυτόνομους φορείς (Πανεπιστήμια, Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής). Καταργείται επίσης η τράπεζα θεμάτων, μέσα από την οποία επιλέγονταν οι ερωτήσεις προς τους υποψηφίους και η οποία διασφάλιζε ένα ελάχιστο βαθμό αντικειμενικής σύγκρισης μεταξύ τους.
Λαϊκισμός: Τέλος πρέπει να γίνει μια σύγκριση στη μοριοδότηση των κριτηρίων από το νέο και το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο. Ο πίνακας δείχνει τις αλλαγές που έγιναν, καθώς και στο ποσοστό που αντιπροσωπεύει κάθε κριτήριο στο σύνολο της μοριοδότησης:
|
Νόμος Διαμαντοπούλου |
Ρυθμίσεις Φίλη |
Κριτήριο |
μονάδες |
ποσοστό |
μονάδες |
ποσοστό |
Επιστημονική κατάρτιση |
24 |
37% |
11 |
21% |
Επαγγελματική δράση 1 (διδακτική προϋπηρεσία) |
8 |
12,5% |
11 |
21% |
Επαγγελματική δράση 2 (διοικητική κ.λπ. εμπειρία) |
6 |
9% |
4 |
7% |
Συμβολή στο εκπαιδευτικό έργο
μέσω: |
12
αξιολόγησης |
18,5% |
12
ψηφοφορίας |
28% |
Προσωπικότητα-γενική συγκρότηση |
15 |
28% |
15 |
23% |
Σύνολο |
65 |
100% |
53 |
100% |
Από τον πίνακα αυτό δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι, σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, ο Διευθυντής Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε σύγκριση με τους απερχόμενους θα είναι λιγότερο καταρτισμένος επιστημονικά και λιγότερο έμπειρος σε διοικητικά καθήκοντα. Λένε ότι ενισχύεται ο μάχιμος εκπαιδευτικός (ο λαϊκισμός σε όλο του το μεγαλείο) χωρίς να αναγνωρίζουν ότι πριμοδοτείται η διδακτική υπηρεσία, η οποία δεν έχει αξιολογηθεί προηγουμένως.
Δυστυχώς, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, η ευκαιρία που δίνει η περίοδος της κρίσης για αναστοχασμό και επαναπροσδιορισμό των αρχών και των αξιών μας ως κοινωνία δεν αξιοποιήθηκε στο ελάχιστο. Δυστυχώς, αυτό που βλέπουμε ως τώρα είναι η επανασυγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια της κεντρικής κυβέρνησης και η επιστροφή στα μοντέλα της περιόδου του «αυριανισμού».