Την καταπληκτική λέξη αγρεύω από το απόλυτο επίτευγμα της νέας ελληνικής (θα προτιμούσα των ρωμέικων αλλά οι καιροί πληρώθηκαν με ήττες πανταχόθεν), τη μετάφραση των ομηρικών επών που μας έδωσε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης (α 320)[1]. Παιδωμή, παίδεμα δηλαδή, συμφορή. Και η παιδωμή όντως της παιδείας μας είναι[2]. Πρωτίστως για τα παιδιά. Στη δισεκατονταετή χώρα αυτήν που μεγαλοϊδεάζει και κορδώνεται φαντασιούμενη το κόκκινο κοράλλι (που κι αυτό θα μαραζώσουν οι υδρογονάνθρακες) τής Ανατολικής Μεσογείου, σαν να μην έμαθε τίποτα από την αναζήτηση της «κόκκινης μηλιάς» στο δυσαιώνα που πέρασε.
Ο νους μου στα παιδιά. Όλα. Δίχως βέβαια τη συγγραφική ευφυΐα Θανάση Τριαρίδη να γράψω σαν τα «λευκά Χριστούγεννα» (Ονειρεύτηκα τα λευκά Χριστούγεννα, «Διάπυρον» 2009 —πρώτη δημοσίευση στην εφ. Εποχή (Δεκέμβρης 2000), τελική μορφή στη φιλολογική Βραδυνή [21.12.2003] και στην ιστοσελίδα τού συγγραφέα), το διήγημα που ίσως και θα μπορούσε να αλλάξει την νεοελληνική λογοτεχνία. Για αυτό θα αναφερθώ μίαν ακόμη φορά στην υποχρεωτική εννιαετή φυλάκιση των παιδιών μας στις ειρκτές που λέμε «σχολεία». Εκεί σχολάζουν κάγκελα και εγκλεισμός: ο δάσκαλος οδηγεί τα παιδιά στο κελί-τάξη ξεκλειδώνοντάς το. Μετά από το σαραντάλεπτο, σαρανταπεντάλεπτο φρονηματισμό ή το συναπτό δίωρο εμπειρίας γκουλάγκ το κελί κλειδώνεται πάλι για να οδηγηθούν οι τρόφιμοι στον προαυλισμό τους.
Οι τρόφιμοι, που άλλοτε ήταν παιδιά, καλούνται να συνεχίσουν ιδίοις κόποις συν δε γονεύσι το φρονηματισμό τους και στο σπίτι, για το οποίο παίρνουν άδεια το απόγευμα και το Σαββατοκύριακο. Ο φρονηματισμός αποδεικνύεται εξαιρετικά επιτυχής, καθώς οι πράγματι σκληρότερα εργαζόμενοι μαθητές/τριες τής υφηλίου υπολείπονται σε όλα εν συγκρίσει με τους συνομηλίκους τους των άλλων χωρών, του δυτικού κόσμου τουλάχιστον. Σε αυτό φυσικά, όπως έχουμε ταλαιπωρώντας επί πενταετίας επαναλαμβανόμενοι τους αναγνώστες τού οικείου διαδικτυακού τόπου, συμβάλλει η νεοκαθαρεύουσα των γλωσσικών μαθημάτων, η ανεπιστημοσύνη τής, προαραβικής (!), δημοτικής αριθμητικής, η εκπαιδευτική τεχνοφοβία, η ανά εβδομάδα δις και τρις γραπτή αξιολόγηση των παιδιών τού δημοτικού, τα κάκιστης ποιότητας (ακόμη και εκτυπωτικής) εγχειρίδια του Διόφαντου (έτσι μετονομάστηκε εδώ και χρόνια ο ΟΕΔΒ), η δήθεν διδασκαλία τών αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, τα διπλά θρανία, τα αδιάλειπτα κηρύγματα μίσους, ξενηλασίας και αντιπροόδου, που μακάρι να αφορούσαν αποκλειστικά την «ιστορία».
Έτσι και τα Χριστούγεννα και φέτος: ξενηλασία. Να διοργανώνονται χριστουγεννιάτικες γιορτές σε σχολεία στα οποία δε φοιτούν μονάχα Χ.Ο., να επαναλαμβάνονται πρωινές προσευχές. Φυσικό και αναμενόμενο στην εκπαίδευση του «δε βαριέσαι» (για τους άλλους). Στην εκπαίδευσή μας που δεν αντιστρέφεται απλώς τη διαφοροποίηση, αλλά ενσύνειδα αποσωματώνει την κοινωνία μας. Και με το πρόγραμμα σπουδών (όπως έχουμε πολλάκις δείξει, βλ. και σχετικό άρθρο μας προ δύο μηνών). Όμως και με τη γενική αδιαφορία για τους μαθητές/τριες με αλλόγλωσσο οικογενειακό περιβάλλον και πρωτίστως με την απουσία ειλικρινούς και συστηματικής μέριμνας για ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών και μαθητριών, όσοι/ες γνωρίζουν ελάχιστα ή και καθόλου την ελληνική (ποσοστό που συχνά αυξάνει παρά μειώνεται στο Γυμνάσιο).
Υποτίθεται πως λειτουργούν εγχωρίως «τάξεις υποδοχής». Δειγματοληπτικά ωστόσο και μόνον. Όπου αυτές συναντώνται, αποδεικνύεται ένα μεγαλό ντουλάπι «κλειδώματος» παιδιών, εφόσον τα πάντα διεκπεραιώνονται αμέθοδα και το τραγικότερο από διδάσκοντες/ουσες που αγνοούν ακόμη και τα αλβανικά. Έτσι προετοιμάζονται οι τυχεροί και τυχερές για την πανδαισία τών αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο και για τη διδασκαλίας-κατήχησης, ακόμη και στο μάθημα γεωγραφίας, σχετικά με τα αναφαίρετα ελληνικά δικαιώματα στα τενάγη τής Μεσογείου έως το Λεβάντε.
Άραγε τα παιδιά μας θα ξαναζήσουν τέτοια Χριστούγεννα; Η απάντηση θα ήταν αναφανδόν και αναντίρρητα καταφατική, αφού κανείς δεν νοιάζεται και όλοι/ες μας σιωπούμε. Γιατί φτάσαμε να το ευχόμαστε, αλί, πλέον κι αυτό, καθώς το θηρίο Πούτιν ετοιμάζει (και το λέει ή βάζει άλλους να το πουν) τα πυρηνικά του εις βάρος της ανθρωπότητας —κι ας διαδίδει αλλότρια ο ανεκδιήγητος Όλαφ Σολτς, κι ας κόπτεται για ασφάλειες ο φέρων το όνομα του γεννηθέντος Σωτήρος, ο συγκαιρινός Εμμανουήλ πρόεδρος της Γαλλίας.
[1] Μετάφραση που ματζίρικα και κουτσουρεμένη διαθέτει μέρος της το Υπουργείο Παιδέματος στην Α’ Γυμνασίου στο μάθημα της «Οδύσσειας». Για την Ιλιάδα οι γλωσσαμύντορες προτίμησαν το ακατανόητο μαυσωλείον τής, ας την πούμε, μετάφρασης Πολυλά, προφανώς για να τιμήσουν στο πρόσωπο του εκδότη τού Σολωμού όχι τον τελευταίο αλλά έναν υποστηρικτή τού πογκρόμ των «Εβραϊκών» στην Κέρκυρα του 1891. Άλλωστε ο Ιάκωβος Πολυλάς «μάς ανήκει» πέρα έως πέρα: έκανε την περατζάδα του από όλες τις παρατάξεις μας, και δηλιγιαννικός και τρικουπικός.
[2] Όπως και η περιφρόνηση της γραμματικής τού Τριανταφυλλίδη. Στο τελικό –ν σε ό,τι αφορά το άρθρο τών αρσενικών δυστυχώς και ο μεγάλος Μαρωνίτης (όπως επίσης και ο Φάνης Κακριδής) αγλωσσολογικά υπέκυψε στη μόδα των αντιπάλων του, στο να το διατηρεί, προσφέροντας περιφρόνηση μάλλον στην ομιλουμένη και υποτιμώντας το φαινόμενο της ηχηροποίησης. Ο πεποιημένος (δόκιμος όπως κάθε τί στη λογοτεχνία, άκομψος για την κοινή γλώσσα) αναχρονισμός αυτοαποκαλύπτεται πολύ εύκολα: λέμε «ντομάτα», «μπεχλιβάνης» όμως δε λέμε «νταίμονας», «μπαζιβουζούκος», «γκέρος» ούτε «γκραμματική». Ψιλά γράμματα; Κάθε άλλο, κι ας μάλλιαζε η γλώσσα του του Κριαρά ενώπιον του υβριδίου…