Στις 25 Απριλίου έγινε στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ η παρουσίαση του βιβλίου του ομότιμου καθηγητή ΕΜΠ Κίμωνα Χατζημπίρου «Θερμοκήπια κρίσεων – Βαθύ Πανεπιστήμιο ή αριστεία;». Το βιβλίο περιέχει συλλογή 32 άρθρων μιας δεκαπενταετίας του συγγραφέα για τα πανεπιστήμια, μια εκτεταμένη εισαγωγή και ως επίμετρο ένα άρθρο του ομότιμου καθηγητή του πανεπιστημίου του Maryland Αντώνη Εφραιμίδη. Η αρθρογραφία και η πανεπιστημιακή και ακτιβιστική διαδρομή του Κ. Χατζημπίρου τον έχει κάνει γνωστό στον κόσμο της εκπαίδευσης και γι’ αυτό το κοινό που ήρθε στην παρουσίαση λίγο ή πολύ συντάσσεται με την οπτική γωνία του συγγραφέα. Το κοινό γέμισε τα 2/3 έως ¾ της αίθουσας. Μαζί και οι νυν και τέως υπουργοί της ΝΔ Παναγιώτης Τσακλόγλου και Χάρης Θεοχάρης, και του ΠΑΣΟΚ Γιάννος Παπαντωνίου και Άννα Διαμαντοπούλου στην οποία έγινε αναφορά όλων σχεδόν των ομιλητών, κυρίως λόγω του μεταρρυθμιστικού νόμου της για την ανώτατη εκπαίδευση.
Πιστεύω ότι η προσέλευση ήταν σχετικά μικρή όταν το θέμα της αφορά ένα από τα κυριότερα, αν όχι το κυριότερο, ζήτημα για την επιβίωση του έθνους. «Είμαστε πολύ λίγοι. Είμαστε σχεδόν εξωτικοί» απεφάνθη η καθηγήτρια φιλοσοφίας Βάσω Κιντή, παρουσιάστρια του βιβλίου. Ίσως η μειωμένη προσέλευση στην εκδήλωση δικαιολογείται από το ότι της απαγορεύεται η φιλοξενία στον φυσικό της χώρο, δηλαδή στα πανεπιστήμια, πράγμα που οδήγησε τον συντονιστή της εκδήλωσης Γιάννη Μεϊμάρογλου, εκδότη του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr, να την παρομοιάσει με «κρυφό σχολειό». Με άλλα λόγια, ίσως να είναι δείκτης του πόσο οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων τολμούν να εμφανίζονται σε εκδηλώσεις των ολίγων που έχουν το θάρρος να λένε τα πράγματα με το όνομά τους.
Στην εποχή μας, αυτό το θάρρος είναι το επαναστατικό στοιχείο που πάει κόντρα στο ρεύμα. Δεν είναι επανάσταση οι εκ του ασφαλούς αντιδεξιές ρητορείες που ενσωματώνουν τη μετριότητα, το μίσος, το φθόνο, το φόβο, την ανασφάλεια και τη ραθυμία στο δογματισμό και την ιδεοληψία, σε μια κοινή αριστερή κοίτη. Μια κοίτη που κοντά σ’ αυτούς παρασέρνει και εκείνους που αναθέτουν σε άλλους να σκέφτονται για λογαριασμό τους, αλλά και εκείνους που αντιδρούν μεν, όμως δεν έχουν τη δύναμη να αντισταθούν στα ορμητικά νερά του αριστερού ποταμού που πλημμυρίζει το χώρο της εκπαίδευσης.
Για ποιο λόγο είναι βολικό το έδαφος της εκπαίδευσης για τις αριστερές θεωρίες; Επειδή αυτές προσφέρουν στη ραθυμία το άλλοθι της συλλογικότητας και της ισότητας. Τη «λατρεία της ισότητας κατ’ αντίστιξη προς την ελευθερία», όπως το τοποθέτησε ο παρουσιαστής του βιβλίου, ομότιμος καθηγητής νομικής Νίκος Αλιβιζάτος. Μιας ισότητας που οδηγεί στην ισοπέδωση (Παπαντωνίου). Χρεώνει μάλιστα το φαινόμενο αυτό στα 400 χρόνια της τουρκοκρατίας. Εγώ θα το χρέωνα περισσότερο στην ανατολική χριστιανική θρησκεία μας, επεκτείνοντας τη σκέψη του Max Weber ο οποίος χρεώνει την ανάπτυξη της ατομικής πρωτοβουλίας και του καπιταλισμού στον προτεσταντισμό (έναντι του καθολικισμού). Γεγονός είναι ότι -όπως είπε ο Ν. Αλιβιζάτος- η πρωτοπορία του αντιδικτατορικού αγώνα και του καθ’ ημάς φιλελευθερισμού έφτασε να θεωρεί θεμιτό τα πανεπιστήμια να μην είναι παρά ΝΠΔΔ. Ο δε αριστερός πολιτικός Λεωνίδας Κύρκος, παρ’ ότι φιλο-ευρωπαίος, το πήγε παραπέρα: πρότεινε να καταργηθούν τα ιδιωτικά σχολεία. Οι τολμηρές φιλελεύθερες φωνές που υπερασπίστηκαν την ελευθερία στην έκφραση και στη δημιουργία, με πρωταγωνιστή τον Στέφανο Μάνο, έμοιαζαν με μικρές οάσεις που τις κατάπιε η αφρικανική σκόνη της αριστερής ερήμου.
Το αντιφιλελεύθερο αυτό κλίμα της μεταπολίτευσης εκφράστηκε στην αρχή με την υποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που το 1978 οι κινητοποιήσεις των φοιτητών, με νωπή την αίγλη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον ανάγκασαν να αποσύρει το νόμο 815 για τα ΑΕΙ. Ακολούθησε το 2008 η υπαναχώρηση του «προοδευτικού» ΠΑΣΟΚ στην αλλαγή του Άρθρου 16 του Συντάγματος. Το αντιφιλελεύθερο κλίμα θριάμβευσε με τον νόμο 1268/1982 του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο νόμος αυτός και ο νόμος 4009/2011 της Άννας Διαμαντοπούλου είναι οι δύο βασικοί νόμοι που καθόρισαν την ανώτατη εκπαίδευση στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο πρώτος, όπως τόνισε ο καθηγητής και πρόεδρος ΔΟΑΤΑΠ Ορέστης Καλογήρου στην παρέμβασή του, κυριάρχησε στα πανεπιστήμια 45 χρόνια και έχει εμποτίσει τις λειτουργίες τους. Είχε διατάξεις όπως την αυτόματη απόκτηση της θέσης καθηγητή πανεπιστημίου από όσους βοηθούς είχαν διδακτορικό. Χωρίς κρίση από κάποια επιτροπή, ή έστω από τη διοίκηση των ΑΕΙ. Και για όσους βοηθούς δεν είχαν διδακτορικό, ο νόμος περίμενε μέχρι να αποκτήσουν, μέσω μιας βιομηχανίας διδακτορικών που αναπτύχθηκε. Το πόσοι, λοιπόν, καθηγητές από αυτούς που έτσι δημιουργήθηκαν άξιζαν για αυτή τη θέση και πόσοι ήσαν ανεπαρκείς (και γι’ αυτό φοβισμένοι και ανασφαλείς) ήταν θέμα μιας στατιστικής που δεν έγινε ποτέ. Ο νόμος Παπανδρέου, επίσης, προέβλεπε να μετέχουν στην ανάδειξη πρυτανικών και λοιπών αρχών με ψήφο και οι φοιτητές, δηλαδή οι κομματικές παρατάξεις τους. Δηλαδή προέβλεπε την είσοδο των κομμάτων στα πανεπιστήμια. Ακόμα, όριζε ότι δεν μπορούσε να γίνει καμία επέμβαση αστυνομίας στους χώρους των πανεπιστημίων, με πρόσχημα την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και την ελευθερία της διακίνησης ιδεών. Έτσι, ο νόμος έκανε τον χώρο των πανεπιστημίων άβατο για την αστυνομία, όπου την αστυνομία την αντικατέστησε μια άλλη αστυνομία. Εκείνη των αριστερών και αριστεριστών που καταπολεμούσε οποιαδήποτε διακίνηση ιδεών που δεν της άρεσαν.
Με αυτόν το νόμο δημιουργήθηκε το πελατειακό πανεπιστήμιο, που πελάτες του δεν είναι οι φοιτητές και η κοινωνία, αλλά οι εργαζόμενοι σ’ αυτό. Το περιέγραψε ο παρουσιαστής του βιβλίου Γιάννης Αντωνίου, πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής του υπουργείου Παιδείας επί υπουργίας Νίκης Κεραμέως. Η Ν. Κεραμέως έπρεπε να επανασυστήσει από την αρχή όλους τους θεσμούς που γκρέμισε αργότερα η λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το έργο της δεν περιορίστηκε σ’ αυτό. Η ομιλία του Γ. Αντωνίου επεκτάθηκε σε απολογισμό του έργου του υπουργείου επί Κεραμέως. Νομίζω ότι η ομιλία αυτή αξίζει να δημοσιευτεί ως ιδιαίτερο άρθρο, που παραθέτει το έργο που μπορεί να γίνει σε μια υπουργική θητεία.
Τα ερωτήματα που έθεσε είναι: Μετά από τόση πολλή δουλειά, εξαλείφθηκαν οι παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος; Άλλαξε η καθημερινότητα; Οι διατάξεις για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα οδηγήσουν σε ένα βελτιωμένο εκπαιδευτικό προσωπικό ή θα εκφυλιστούν σε μια ρουτίνα συμπλήρωσης χαρτιών με φόρμες χωρίς ουσία; Και, όπως αναρωτήθηκε η Α. Διαμαντοπούλου, η οποία παρέπεμψε στα συστήματα αξιολόγησης των σκανδιναβικών χωρών, τι νόημα έχει η αξιολόγηση όταν δεν υπάρχει ποινή; Γνώμη μου είναι ότι αυτά τα ερωτήματα δεν απαντώνται με πολιτικούς, αλλά με πολιτιστικούς όρους. Έχουν να κάνουν με την κουλτούρα της κοινωνίας. Η καταπολέμηση του βολέματος απαιτεί χρόνο, εμμονή και επιμονή. Νομίζω ότι το rotation που έγινε στους υπουργούς είναι σε βάρος της εμμονής και επιμονής, όταν καλούνται να την ασκήσουν διαφορετικά πρόσωπα.
Ο νόμος Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ) έδειξε ποια είναι η κουλτούρα και το επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας, αφού, παρά τα παραπάνω (και άλλα) κουσούρια του, έγινε ασμένως δεκτός από όλα τα κόμματα και τις παρατάξεις. Ούτε καν η αντιπολιτευόμενη ΝΔ τον κατήγγειλε. Έμοιαζε η ΝΔ σαν να απολογούνταν επειδή ήρθε η χούντα (Αλιβιζάτος).
Ο νόμος Διαμαντοπούλου (επίσης ΠΑΣΟΚ) ήταν στον αντίποδα του νόμου Παπανδρέου. Εξάλειψε τις τερατώδεις διατάξεις, εξορθολόγησε την κατάσταση στα πανεπιστήμια και προσανατόλισε τους θεσμούς τους προς εκείνους των δυτικών ΑΕΙ. Παρ’ ότι η Άννα Διαμαντοπούλου έκανε υποχωρήσεις στο αρχικό σχέδιο του νόμου, ώστε να πείσει την ΝΔ να τον υπερψηφίσει (υπερψηφίστηκε τελικά από 255 βουλευτές), η κλειστή κοινωνία της καθ’ ημάς Ανατολής δεν τον ανέχτηκε. Έκανε ό,τι μπορούσε, νόμιμο και παράνομο, για να τον εξαφανίσει. Η ίδια η Άννα Διαμαντοπούλου αφηγήθηκε ένα περιστατικό:
- «Όταν παρουσίασα το νόμο στους πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις δεν υπήρχε καμία γυναίκα στην αίθουσα του υπουργείου. Σηκώθηκε λοιπόν ένας αντιπρύτανης -αμπέχονο, μουστάκι, το χέρι στην τσέπη, ενικός και όλα τα γνωστά- και μου λέει: ‘κοίτα να δεις, άμα τον φέρεις αυτό το νόμο θα σε βγάλουν από δω μέσα τέσσερις!’. Δεν αντέδρασε κανένας. Κανένας! Ας αντιδρούσε κάποιος. Όχι γιατί ήμουν γυναίκα. Γιατί ήμουν υπουργός. Άκρα σιωπή στην αίθουσα. Και τότε σκέφτηκα το στίχο: ‘Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος’. Αυτό θα γίνει και με το νόμο».
Ο νόμος Διαμαντοπούλου πολεμήθηκε λυσσασμένα από την Αριστερά, αλλά όχι μόνο. Ροκανίστηκε από τους επόμενους υπουργούς παιδείας (Μπαμπινιώτης, Αρβανιτόπουλος, Λοβέρδος) μέχρι που θάφτηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, έμεινε ο σπόρος. Ο νόμος ξαναφύτρωσε από την Ν. Κεραμέως και συζητείται ως σημείο αναφοράς ακόμη και σήμερα.
Το περιστατικό που αφηγήθηκε η Α. Διαμαντοπούλου δε δείχνει μόνο την αντίθεση των διοικήσεων των πανεπιστημίων στο νόμο της. Δείχνει και το επίπεδο των ακαδημαϊκών. Καθιστά βάσιμη την υποψία μου ότι ο εν λόγω αντιπρύτανης δεν ήταν από αυτούς που εξελέγησαν καθηγητές, αλλά ένας από τους βοηθούς που έγιναν καθηγητές με το νόμο του Α. Παπανδρέου.
Το επίπεδο των ακαδημαϊκών σχολίασε και ο παρουσιαστής του βιβλίου καθηγητής ιατρικής Αχιλλέας Γραβάνης. Εκτίμησε ότι ο λόγος που το πρόβλημα των πανεπιστημίων δεν λύνεται είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των πανεπιστημιακών ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να αλλάξει το πανεπιστήμιο. Ο ομιλητής δεν έκανε αναφορά στην κληρονομιά του νόμου Παπανδρέου, αλλά τόνισε ότι αυτοί που δεν θέλουν ν’ αλλάξει το πανεπιστήμιο μοιράζονται σε όλο το πολιτικό φάσμα με μια υποδόρια συμμαχία. Πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, παραπέμπει στον τρόπο δημιουργίας αυτής της συντεχνίας πανεπιστημιακών: τους φύρδην μίγδην καθηγητές του νόμου Παπανδρέου.
Και πώς να θέλουν αυτοί οι καθηγητές ν’ αλλάξει το πανεπιστήμιο, όταν η αλλαγή του σημαίνει και μετατροπή του σε φορέα επίλυσης πολύπλοκων σύγχρονων προβλημάτων, αλλά και σε επιχείρηση που χρειάζεται μάνατζερ και οικονομικό διευθυντή; Είπε ακόμη ότι πολλοί φοβούνται, πράγμα που επεσήμανε τόσο ο Κίμων Χατζημπίρος στην παρέμβασή του, όσο και η Βάσω Κιντή, η οποία μας θύμισε ότι τα ονόματα των πανεπιστημιακών που συνέβαλαν στην επεξεργασία του νόμου Διαμαντοπούλου δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ, από το φόβο των προπηλακισμών. Η Β. Κιντή αναγνώρισε στο νόμο Κεραμέως ότι συνέβαλε στη διεθνοποίηση των πανεπιστημίων, αλλά του καταλόγισε ότι είναι ασφυκτικά λεπτομερής. Συνεπώς, κατά την άποψή της, το ζήτημα της βίας στα πανεπιστήμια και το ζήτημα της οργάνωσης των ΑΕΙ εκκρεμούν. Βλέπει ότι τα πανεπιστήμια θα αλλάξουν μόνο από εξωτερικές αιτίες και αυτές είναι α) το αρνητικό δημογραφικό, που οδηγεί σε συγχώνευση των πανεπιστημίων, β) η τεχνολογία και γ) ο ρόλος των πανεπιστημίων που πιθανόν δεν θα είναι στο μέλλον τόσο κομβικός όσο σήμερα.
Η Β. Κιντή έθιξε ένα θέμα που έθεσε ο Ν. Αλιβιζάτος: είναι δυνατόν το επίπεδο των πανεπιστημίων μιας χώρας να είναι υψηλότερο από το επίπεδο της χώρας; Ως απάντηση αναφέρθηκε στην πτώση της απόδοσης των αμερικανικών πανεπιστημίων έναντι των πανεπιστημίων της Ασίας. Πράγμα που επιβεβαίωσε στην παρέμβασή του ο Γιάννος Παπαντωνίου από την πείρα του. Είπε ότι πανεπιστήμια όπως του Ισλαμαμπάντ και της Λαχώρης, στα οποία έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής, είναι πολύ καλύτερα από τα ελληνικά πανεπιστήμια σε οργάνωση, σε επίπεδο λειτουργίας, σε συμμετοχή φοιτητών και γενικά νιώθεις ότι το πρότυπό τους είναι καλύτερο απ’ τους ίδιους, πράγμα που δεν νιώθεις στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Πάντοτε λόγος της Άννας Διαμαντοπούλου είναι αφ’ ενός απαύγασμα της πείρας της και αφ’ ετέρου καινοτόμος. Από τούτη τη μικρή παρέμβασή της κράτησα δυο πράγματα.
Το ένα είναι κάποιες θέσεις για το εκπαιδευτικό μας σύστημα:
α) Αποκέντρωση. Έχουμε το πιο συγκεντρωτικό σύστημα της Ευρώπης Χρειάζεται μια βαθιά τομή αποκέντρωσης όλης της παιδείας.
β) Για το εθνικό απολυτήριο που έχει εξαγγελθεί: δεν θα λειτουργήσει αν δεν έχει τη συναίνεση όλων των κομμάτων.
β) Για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων: «Να κρίνονται με βάση τις αποδόσεις τους. Να κρίνονται με βάση τις επιδόσεις των φοιτητών τους, το τι κάνουν οι απόφοιτοί τους στην αγορά εργασίας. Αυτά θα είναι οδηγοί για την επιλογή των παιδιών. Αυτά όμως δεν έχουν μπει ποτέ σε δημόσιο διάλογο».
Το άλλο αναφέρεται στους μέντορές της και είναι σημαντικό. Το μεταφέρω με τα λόγια της:
- Όταν ξεκίνησα υπήρχαν δυο άνθρωποι που θα τους θυμάμαι. Ο ένας ήταν ο Πάαβο Λιπόνεν, ο πρωθυπουργός της Φινλανδίας. Μου είπε: τώρα που είστε μέσα στην κρίση κοίτα να κάνεις τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που μπορείς στην παιδεία. Εμείς αυτό κάναμε (σ.σ. και είναι γνωστά τα επιτεύγματα της Φινλανδίας στην παιδεία).
Ο δεύτερος άνθρωπος, ίσως σας φανεί παράξενο, ήταν ο Στέφανος Μάνος (σ.σ. από το αντίπαλο κόμμα, αλλά με τη στόφα του ευπατρίδη πολιτικού). Δεν τον ήξερα παρά μόνο από μακριά. Τις πρώτες μέρες [της υπουργίας μου] ζήτησε να με δει, και μου λέει: «εσένα σε παρακολουθώ και είσαι καλούτσικη. Θέλω να σου πω ένα πράγμα. Στην παιδεία, ή θα κάνεις κάτι πολύ βαθύ, που θα έχει χρόνο στην ιστορία. Θα καταστραφεί, δεν θα μείνουν πολλά πράγματα. Όμως θα μείνει ένα αποτύπωμα. Ή θα κάνεις αυτά που θέλουν όλοι. 180.000 κόσμος οι εκπαιδευτικοί. Ό,τι θέλουνε. Θα είσαι στον αφρό. Κανένα πρόβλημα. Διάλεξε ένα απ’ τα δυο».
Και η Άννα Διαμαντοπούλου εξομολογήθηκε: «Στην πολιτική δε μένει τίποτε άλλο εκτός από την θετική γνώμη των ανθρώπων που εκτιμάς. Και είναι μια πολύ μεγάλη περιουσία».
Κλείνω τούτη την περιήγηση σε μια από τις πιο μεστές συζητήσεις που έχω παρακολουθήσει σε παρουσίαση βιβλίου, με ένα περιστατικό που μου θύμησε.
Τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, που όλοι οι φίλοι γελάγαμε με ανακούφιση, βλέπω για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν αλητάκο να πηγαίνει με το παπάκι του σε μονόδρομο, αντίθετα στο ρεύμα.
- «Ε, πού πας;» του φωνάζω. «Απαγορεύεται».
- «Τώρα έχουμε δημοκρατία», μου απαντάει.
Κοίτα πόσο λάθος έχει ο αλητάκος, σκέφτηκα. Ταυτίζει τη δημοκρατία με την ασυδοσία. Η ζωή απέδειξε ότι εκείνος που είχε λάθος ήμουν εγώ, όχι ο αλητάκος. Ελπίζω προσωρινά.