Ο Ευάγγελος Π. Παπανούτσος, υποστήριξε ότι «ο κίνδυνος για τη χώρα δεν προέρχεται από την δίψα των μεγάλων μαζών να εκπαιδευτούν, αλλά απο το δυσάρεστο γεγονός ότι μισοεκπαιδεύονται». Ως διέξοδο πρότεινε την «πολλή και καλή εκπαίδευση».
Αυτό «το μισό» συνεχίζει να μας ταλαιπωρεί: Μισή οργάνωση, μισή χρηματοδότηση, μισή μεταρρύθμιση.
Επίσης, ο μεγάλος παιδαγωγός Αλέξης Δημαράς, αφιέρωσε δύο τόμους από το τεράστιο έργο του στην «μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης που δεν έγινε».
Στους δύο αιώνες από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, υπήρξαν ελάχιστες ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν άντεξαν παρά ελάχιστο χρόνο, και δεκάδες «ρυθμίσεις» που άλλες αφορούσαν κάποιες προσαρμογές στα νέα δεδομένα, άλλες προωθούσαν επιμέρους ζητήματα στην εκπαίδευση και άλλες ήταν απλώς άχρηστες. Η ιστορία για τη μεταρρύθμιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, είναι η ιστορία της χώρας: δύο βήματα μπροστά ένα πίσω ή, πιο λογοτεχνικά, ένα διαχρονικό γεφύρι της Άρτας.
Πολλές φορές έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να ξεκινούν από το νηπιαγωγείο. Η άποψη μου είναι ότι θα πρέπει να ξεκινούν από το Πανεπιστήμιο, γιατί από αυτό θα προκύψουν οι αυριανοί δάσκαλοι, καθηγητές, επιστήμονες και πολιτικοί.
Το Πανεπιστήμιο είναι φάρος δημοκρατίας και ανάπτυξης για κάθε χώρα. Αυτό ορίζει το μέλλον της, την ευημερία της, τη ζωή των πολιτών της.
Η υπουργός Παιδείας ανέλαβε το συγκεκριμένο υπουργείο, μετά από την καταστροφική απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης για την χωρίς όρους πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ και τη δημιουργία Πανεπιστημίων με απλές τροπολογίες, χωρίς μελέτες, χωρίς προϋποθέσεις. Επίσης, είχε να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα της πανδημίας που δημιουργούσε πρωτόγνωρες προκλήσεις.
Είχε όμως ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και η ίδια, είχαν ανακοινώσει και δεσμευθεί προεκλογικά για την μεταρρύθμιση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και την επαναφορά ενός συναινετικού σχεδίου το οποίο είχε κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως απόλυτα συμβατό με το σύνταγμα, έτοιμο από κάθε άποψη και που η υπουργός θα είχε το έργο και τη «δόξα» της υλοποίησης του.
Πέρασαν τρία χρόνια με κάποιες θετικές επιμέρους αλλαγές, αλλά το ολιστικό σχέδιο μεταρρύθμισης των πανεπιστημίων δεν τέθηκε. Το νομοσχέδιο που πρόκειται να ψηφιστεί, δυστυχώς όπως φαίνεται, μόνο από τη Ν.Δ, παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα πολιτικής.
Η επιλογή τελικά, δεν ήταν η πλήρης και σε βάθος αλλαγή του μοντέλου στα Πανεπιστήμια, αλλά μια ενδιάμεση και, φοβάμαι, καθόλου σύγχρονη λύση.
Το νομοσχέδιο δεν θίγει τις κατεστημένες εξουσίες, την εκτεταμένη διαπλοκή και αναξιοκρατία, τις πελατειακές σχέσεις και το νεποτισμό, αλλά μάλλον τις ενισχύει. Στο μεγάλο ερώτημα αν θέλουμε Πανεπιστήμια εξωστρεφή και αυτοδιοίκητα, με δικαιώματα και ευθύνες ή Πανεπιστήμια εξαρτώμενα από την κυβέρνηση, η απάντηση ήταν σαφώς το δεύτερο.
Στο Ν/Σ υπάρχει περιγραφή δεκάδων σελίδων για την παραμικρή λεπτομέρεια λειτουργίας τους.
Στην ανάγκη οργάνωσης των σπουδών σύμφωνα με διεθνείς κανόνες, με προσδιορισμό του χρόνου φοίτησης, της υποχρεωτικής παρακολούθησης των μαθημάτων και της οργάνωσης των εξετάσεων, η κατάσταση παραμένει αναχρονιστικά στάσιμη.
Η συζήτηση και αυτή τη φορά, δεν χαρακτηρίστηκε απο νηφαλιότητα και εθνική ευθύνη. Τα κλισέ του παρελθόντος από την αντιπολίτευση ξαναζωντάνεψαν:«ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ», «αντιδημοκρατικό, αυταρχικό, νεοφιλελεύθερο νομοσχέδιο» κλπ. Το απαρχαιωμένο δηλαδή λεξιλόγιο, που χρησιμοποιείται σε οποιαδήποτε προσπάθεια εκσυγχρονισμού όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και που συνοδεύεται απο ηρωικά «no passaran», καταδίκες και γενικολογίες. Η ιδιοτελής, δήθεν προοδευτική επαναστατικότητα, που μας οδήγησε όχι απλώςσε στασιμότητα, αλλά σε διαρκή οπισθοδρόμηση, κατοικεί ακόμα εδώ.
Η χυδαία προσωπική επίθεση στην υπουργό και η γενική έλλειψη προτάσεων, δεν επιτρέπουν αισιοδοξία.
Η γενναία και αναγκαία για το παρόν και το μέλλον της χώρας μεταρρύθμιση, που αρκετοί περιμέναμε, δεν έγινε. Και για μια ακόμα φορά, όπως λέει ο ποιητής Μ. Αναγνωστάκης, θα μετράμε «μικροζημιές και μικροκέρδη».
Πηγή: www.tanea.gr