Το Μακεδονικό ήρθε ξανά στην επιφάνεια λόγω της πολιτικής αλλαγής στη γειτονική χώρα. Η απομάκρυνση των ακραίων λαϊκιστών του Γκρουέφσκι από την εξουσία και η νίκη του Ζάεφ δημιούργησε ευνοϊκό κλίμα προς την κατεύθυνση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης. Ενεργοποιήθηκαν αυτομάτως τα ευρωπαϊκά και νατοϊκά αντανακλαστικά που επιδιώκουν σταθερά και επίμονα να κλείσουν τα όποια κενά ανοίγουν την όρεξη του Πούτιν και του Ερντογάν.
Στη χώρα μας δεν έχει υπάρξει, μετά τη χαμένη ευκαιρία του πακέτου «Πινέιρο» το ‘92, ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη οριστική αντιμετώπιση της εκκρεμότητας αυτής στα βόρεια σύνορά μας. Η πλήρης απραξία – και σε αυτόν τον τομέα – αποτελεί την διακομματικά βολική γραμμή που εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τις ψευδαισθήσεις του θύματος μιας παγκόσμιας συνωμοσίας ανάδελφου έθνους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε μια καλή ευκαιρία να ανανεώσει επί το προοδευτικότερον το κυβερνητικό του προφίλ εν όψει των επερχόμενων εκλογών. Η εξεύρεση προοδευτικών αντικαταστατών των ΑΝΕΛ ήταν απαραίτητη σε περίπτωση ατυχήματος. Και στο πίσω μέρος του μυαλού φυσικά η ναρκοθέτηση της επόμενης διακυβέρνησης.
Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν χρειάστηκε ιδιαίτερες διαδικασίες για να απορρίψει κάθε συζήτηση για τη συμφωνία. Δεν είναι ώρα για τέτοια όταν ο μοναδικός σου στόχος είναι να πάρεις την εξουσία. Αλλά και μετεκλογικά τα πράγματα δεν φαίνονται ιδιαίτερα αισιόδοξα. Ο αρχηγός της δεν φαίνεται αποφασισμένος να επαναλάβει τα «λάθη» που στέρησαν την πρωθυπουργία από τον πατέρα του. Η στάση των υπολοίπων κομμάτων υποτάχθηκε στις κομματικούς πατριωτισμούς και σκοπιμότητες, ακόμα και το «τιμημένο ΚΚΕ» έκανε στο θέμα αυτό μια εντυπωσιακή ιστορική κωλοτούμπα. Ο εθνολαϊκισμός αλώνισε ξανά τις πλατείες της χώρας.
Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι τα εθνικά θέματα δεν επιλύονται με εκλογικούς εμφυλίους. Χρειάζεται διάλογος, εθνική συναίνεση και υπευθυνότητα από τις πολιτικές δυνάμεις μιας χώρας που είναι αποφασισμένη να ζήσει μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια.