Παιχνίδια με τις λέξεις

Παντελής Καψής 11 Μαρ 2015

Ποτέ τόσο λίγοι άνθρωποι δεν έκαναν τόσο πολλά λάθη σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια δίκαιη αποτίμηση του κυβερνητικού «έργου» του ΣΥΡΙΖΑ. Παιχνίδια με τις λέξεις. Προσωπικές προσβολές και απειλές προς την Ευρώπη με τζιχαντιστές ή δημοψηφίσματα. Κωλυσιεργία και κρυφές διαπραγματεύσεις περί όνου σκιάς, για το πού θα συναντηθούν τα τεχνικά κλιμάκια, την ώρα που η πραγματική οικονομία ασφυκτιά. Και στο τέλος άτσαλη υποχώρηση.

Είναι πραγματικά δύσκολο να καταλάβει κανείς την ελληνική στρατηγική στις διαπραγματεύσεις. Θέλει πραγματικά τη συμφωνία ο κ. Τσίπρας ή προσπαθεί να δημιουργήσει μια τόσο αφόρητη κατάσταση που αργά ή γρήγορα η έξοδος από το ευρώ να εμφανίζεται ως η μοναδική «πατριωτική» λύση; Το δεύτερο επιδιώκει σίγουρα ο κ. Λαφαζάνης. Κι όλα όσα γίνονται το τελευταίο διάστημα ευνοούν τα σχέδιά του. Η αναγωγή ιδιαίτερα μιας οικονομικής διαπραγμάτευσης για τη δανειακή σύμβαση σε ζήτημα λαϊκής κυριαρχίας έχει εγκλωβίσει τον πρωθυπουργό. Κάθε συμβιβασμός που -αναγκαστικά- θα περιέχει και μέτρα θα εμφανίζεται σαν εθνική ταπείνωση. Κι όσο θα βουλιάζει η οικονομία στην αβεβαιότητα, τόσο θα πυκνώνουν οι φωνές από το κόμμα του να απαλλαγούμε από τη «γερμανική κατοχή». Αυτοί άλλωστε χαρακτήρισαν τη διαπραγμάτευση πόλεμο.

Το παράδοξο είναι ότι τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να εγκλωβίζουν εξίσου την αντιπολίτευση. Σε κανονικές συνθήκες θα είχε μπροστά της ένα ικανό χρονικό διάστημα να κάνει αυτοκριτική και να διαμορφώσει τη νέα στρατηγική της. Τέτοια πολυτέλεια δεν υπάρχει. Αντιθέτως είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί τις ραγδαίες εξελίξεις με ορατό το ενδεχόμενο είτε της χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ είτε ενός νέου Μνημονίου. Αντί για προτάσεις όμως δείχνει να νοιάζεται περισσότερο για τη δικαίωσή της. Δίνει τις μάχες του χθες και περιορίζεται στην κριτική αντί να διαμορφώνει την προοπτική του αύριο. Ουσιαστικά ζητά από τους πολίτες να μετανιώσουν για την ψήφο τους -κάτι εξαιρετικά δύσκολο σε τόσο σύντομο διάστημα. Και βέβαια, ηθελημένα ή όχι, ταυτίζεται με την προοπτική της αριστερής παρένθεσης, δηλαδή της χρεοκοπίας. Ξεχνά ένα βασικό αξίωμα της πολιτικής: ότι οι πολίτες μπορεί να τοποθετούνται αρνητικά, ψηφίζουν όμως θετικά. Κι όσο δεν διαμορφώνεται εναλλακτική προοπτική θα συνεχίζουν να στηρίζουν την κυβέρνηση.

Προφανώς το πρώτο βήμα για την αντιπολίτευση, ιδίως για την Κεντροαριστερά, θα ήταν η αυτοκριτική. Αυτή απουσιάζει. Για την ώρα φταίει ο λαϊκισμός, η παροχολογία του ΣΥΡΙΖΑ, οι συντεχνίες, άντε και ο ΕΝΦΙΑ. Ετσι υποτιμάται όμως το βάθος της αποξένωσης μεγάλης μερίδας των πολιτών που δύσκολα θα επιστρέψουν στα «κατεστημένα» κόμματα. Κι η αυτοκριτική είναι το εύκολο κεφάλαιο. Το δύσκολο είναι η στρατηγική για το αύριο. Ενα νέο εθνικό αφήγημα που θα ξεπερνά τη διάκριση μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Φυσικά με νέο αφηγητή.