Το πιο κομβικό πρόβλημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στη σημερινή συγκυρία είναι ο χειρισμός των εξελισσόμενων διαπραγματεύσεων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων μας. Η γενική εντύπωση του κόσμου είναι πως τελικά οι δύο πλευρές θα τα βρουν. Τα εμπόδια όμως για μια λύση κοινής αποδοχής είναι μεγάλα. Αυτό σημαίνει πως η πιθανότητα μιας grexit δεν είναι τόσο απίθανη όσο πολλοί πιστεύουν. Οι Βρυξέλλες επιμένουν στη συνέχιση του Μνημονίου μέχρι το τέλος της αξιολόγησης. Η ελληνική πλευρά από την άλλη μεριά ζητάει μια «γέφυρα» υπό τη μορφή ενός δανειακού προγράμματος που δεν θα συνδέεται ούτε με νέα μέτρα λιτότητας ούτε με έλεγχο από την τρόικα. Αν υποχωρήσει η κυρία Μέρκελ, αυτό θα οδηγήσει στην παραπέρα κινητοποίηση των πολιτικών δυνάμεων στην ευρωζώνη που επιθυμούν ή και απαιτούν το τέλος της λιτότητας – λιτότητα στην οποία η γερμανίδα καγκελάριος επιμένει. Αν υποχωρήσει ο Αλέξης Τσίπρας, αυτό θα θεωρηθεί μια θεαματική «κωλοτούμπα» που θέτει υπό αμφισβήτηση τις κεντρικές προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Από αυτή την άποψη, η βασική διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών είναι λιγότερο οικονομική ή γραφειοκρατική (σεβασμός των κοινών κανόνων) και περισσότερο πολιτική. Είναι θέμα κυριαρχίας. Η γερμανίδα καγκελάριος θέλει «να βάλει στη θέση τους» αυτούς που αρχίζουν να αμφισβητούν όχι μόνο τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της λιτότητας, αλλά και τη γερμανική ηγεμονία στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Οσο για τον έλληνα πρωθυπουργό, μια υποχώρηση θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα μέσα στο κόμμα, αφού η «λαφαζανική κομματική αντιπολίτευση» θα θεωρούσε κάθε υποχώρηση προδοσία. Βέβαια υποχωρήσεις έχει ήδη κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές όμως δεν είναι για τη στιγμή πολύ ορατές ή άμεσες. Υποχώρηση όμως στο πλαίσιο των τωρινών διαπραγματεύσεων είναι κεντρικής σημασίας, αφού θα καθορίσει αν η Ελλάδα θα μείνει ή θα φύγει από την ευρωζώνη. Είναι επίσης κεντρικής σημασίας γιατί αν ο Αλέξης Τσίπρας υποχωρήσει το κόμμα και ο ίδιος θα χάσουν την πρωτοφανή σημερινή δημοτικότητά τους. Θα χάσουν το συμβολικό τους κεφάλαιο.
Με άλλα λόγια, και οι δύο πλευρές έχουν εμπλακεί σε ένα παιχνίδι που φαίνεται να είναι μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ό,τι κερδίζει ο ένας χάνει ο άλλος. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως μια κοινά αποδεκτή συμφωνία είναι αδύνατη. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολη, αφού θα πρέπει να ικανοποιεί αντιτιθέμενα συμφέροντα. Πάντως θέλω να τονίσω εδώ πως θα είναι κρίμα αν δεν βρεθεί τρόπος να επωφεληθούμε από την κίνηση του Ντράγκι που είναι ένα πρώτο βήμα για την άμβλυνση της μερκελικής λιτότητας.
Δεν θα ασχοληθώ με το πρόβλημα του τι θα συμβεί αν βρεθούμε εκτός ευρωζώνης. Απλά θα παρατηρήσω πως στην περίπτωση μιας grexit η Ελλάδα, η οποία έχει παίξει σημαντικό ρόλο ως καταλύτης σημαντικών εξελίξεων στην ευρωζώνη, μπορεί να βρεθεί εκτός της ευρωζώνης πριν αυτές οι εξελίξεις οδηγήσουν στο πέρασμα από τη λιτότητα στην ανάπτυξη, από τον ανταγωνισμό στην αλληλεγγύη.
Από την άλλη μεριά, αν επιτευχθεί συμφωνία, οι δυσκολίες μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δεν πρόκειται να αμβλυνθούν. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τον στόχο της μείωσης της ανεργίας. Αυτός ο στόχος είναι βέβαια κοινός σε όλα τα μέλη της ευρωζώνης. Είναι όμως πολύ πιο δύσκολος να επιτευχθεί στη χώρα μας. Μιας χώρας όπου, πέρα από τον τουρισμό, το παρωχημένο οικονομικό μοντέλο της δεν μπορεί να δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας. Οσο για ξένες επενδύσεις, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης η πρωτοφανής κινητικότητα του κεφαλαίου τού δίνει τη δυνατότητα να κατευθύνεται σε χώρες όπου η εργασία είναι πολύ φτηνή και τα εργασιακά δικαιώματα ανύπαρκτα.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιοριστικό πλαίσιο, οι δομικές αδυναμίες της Ελλάδας θα μπορέσουν να ξεπεραστούν μόνο όταν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μέσα στη χώρα (όπως ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η πάταξη της διαφθοράς, η μείωση των ανισοτήτων, η δύναμη της ολιγαρχίας κ.τ.λ.) συνδυαστούν με αναγκαίες αλλαγές στο επίπεδο της ευρωζώνης. Οπως έχει συχνά ειπωθεί, η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης ήταν από την αρχή βασισμένη στη λανθασμένη ιδέα πως είναι δυνατόν να έχεις περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες (ο Βορράς) και λιγότερο ανταγωνιστικές (ο Νότος) χωρίς σοβαρούς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς που πάνε πολύ πιο πέρα από τη «βοήθεια» τύπου ΕΣΠΑ. Η ανισορροπία μεταξύ των συνεχώς διογκούμενων γερμανικών πλεονασμάτων και των συνεχώς αυξανόμενων ελλειμμάτων του Νότου απαιτεί μια ουσιαστική βοήθεια τύπου Μάρσαλ. Οσο η τωρινή πολιτική λιτότητας συνεχίζεται και όσο η συστηματική μεταφορά πόρων από τον Νότο στον Βορρά δεν αντιστρέφεται, σύντομα οι γερμανικές ελίτ θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν το εξής δίλημμα:
– ή μια ριζική αλλαγή της δομής της ευρωζώνης, καθώς και μια αλλαγή της νεοφιλελεύθερης, καταστροφικής πολιτικής της λιτότητας,
– ή τη διάλυση της ευρωζώνης.
Αν συμβεί το πρώτο, οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα θα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας και η χώρα για πρώτη φορά θα αποκτήσει εντός της ευρωζώνης ουσιαστική αυτονομία. Αν συμβεί το δεύτερο, η αυτονομία μας, αντίθετα με αυτό που πολλοί πιστεύουν, θα αμβλυνθεί, αφού θα είμαστε στο έλεος της δικτατορίας των παγκόσμιων αγορών – μια δικτατορία που είναι πιο επώδυνη από αυτήν της κυρίας Μέρκελ. Γιατί μια οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά ενωμένη Ευρώπη θα μπορεί να αντισταθεί πιο αποτελεσματικά στον παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό-καζίνο.
Τα εμπόδια της ομαλής ευρωπαϊκής πορείας της χώρας δεν είναι μόνο αυτά που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει στις τωρινές διαπραγματεύσεις. Αν τελικά αποφύγουμε την grexit, η Ελλάδα εντός της ευρωζώνης θα έχει να αντιμετωπίσει εξίσου δύσκολα προβλήματα προσαρμογής μεσο- και μακροπρόθεσμα. Θα μπορέσει να τα χειριστεί πιο αποτελεσματικά αν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις γίνουν στο πλαίσιο μιας ευρωζώνης όπου η λογική της ανάπτυξης και της αλληλεγγύης υπερισχύει.
Τέλος, κλείνω με την ευχή όλα τα ελληνικά δημοκρατικά κόμματα να στηρίξουν στη δύσκολη αυτή στιγμή την κυβέρνηση χωρίς «ναι μεν αλλά», χωρίς αστερίσκους. Είναι τέτοια η κατάσταση που χωρίς καμία αμφιβολία η κομματική λογική πρέπει να μπει σε παρένθεση.