Η έννοια «παγκοσμιοποίηση» εμφανίζεται συχνά σαν νέο στοιχείο στην Ιστορία και μάλιστα σαν ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη νεωτερικότητα και τη μετα-νεωτερικότητα. Στην πραγματικότητα η ιστορία των τελευταίων δύο χιλιετιών χαρακτηρίζεται από τις εναλλαγές σε εποχές διεθνοποίησης των διακρατικών σχέσεων και απομονωτισμού.
Οταν οι ΗΠΑ θέλησαν να επιστρέψουν στην αυτάρκεια μετά την εμπλοκή τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανακάλυψαν ότι ο ρόλος τους ως πιστωτές της Ευρώπης είχε δημιουργήσει δίκτυα οικονομικών σχέσεων που δεν θα τους επέτρεπαν πλέον την πολυτέλεια της απομόνωσης. Η κατάρρευση του αμερικανικού χρηματιστηρίου μεταδόθηκε στους Ευρωπαίους σαν πανδημία. Το ένα μετά το άλλο τα ευρωπαϊκά κράτη ανακάλυψαν πόσο στενές σχέσεις είχαν συνάψει με την παγκόσμια αγορά.
Τα δίκτυα των διεθνών σχέσεων επαναφέρουν και εντατικοποιούν την ισχύ της αγοράς, η οποία ρυθμίζει τις οικονομικές σχέσεις των κρατών και πραγματοποιεί αστραπιαία τις εμπορικές τους συναλλαγές. Το 1947 το σύνολο του διεθνούς εμπορίου ανερχόταν σε 57 δισεκατομμύρια δολάρια. Πενήντα τρία χρόνια αργότερα ο όγκος του διεθνούς εμπορίου είχε ξεπεράσει τα έξι τρισεκατομμύρια δολάρια. Αν οι πόλεμοι αποτελούν εμπόδιο στην εμπορική παγκοσμιότητα, η παρατεταμένη μεταπολεμική ειρήνη που γνώρισε η ήπειρός μας, οφείλει αρκετά στη διάχυση του πλούτου που προκάλεσαν οι αγορές.
Η κίνηση των κεφαλαίων από τις δυτικές πολυεθνικές προς τον Τρίτο κόσμο, ακολουθεί τη λογική του χαμηλού κόστους παραγωγής των προϊόντων ώστε να αυξάνεται η ανταγωνιστικότητά τους. Η κίνηση αυτή βέβαια στερεί την ευρωπαϊκή οικονομία από πολύτιμες επενδύσεις και συμβάλλει στους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της Ευρώπης. Οι διαμαρτυρίες κατά της παγκοσμιοποίησης σε μεγάλες δυτικές πόλεις προέρχονται από την εργατική τάξη των ανεπτυγμένων χωρών που παρακολουθεί τις θέσεις εργασίας να μεταφέρονται στον Τρίτο κόσμο. Τις τελευταίες δεκαετίες χώρες με τον μεγαλύτερο πληθυσμό του πλανήτη, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Μαλαισία και η Βραζιλία πέρασαν από την άκρα πενία σε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Η αλλαγή αυτή του επενδυτικού τοπίου άλλαξε την εικόνα των αριστερών ευρωπαϊκών κομμάτων. Από την κομμουνιστική διεθνή, η οποία ενστερνιζόταν τη μεταφορά πλούτου στις φτωχές χώρες και τον αναδιανεμητικό διεθνισμό, οδηγούμαστε τώρα σε έναν αριστερό εθνικισμό με σκοπό την προστασία της εργασίας.
Στο μεταξύ, νέα μετακίνηση πλούτου με άντληση υδρογονανθράκων από πετρώματα που ήταν στο παρελθόν απρόσιτα από την τεχνολογία που διέθετε ο κόσμος, καθιστούν δύο οικονομικούς γίγαντες, τις ΗΠΑ και τον Καναδά ενεργειακούς κόμβους του μέλλοντος.
Το πρόσφατο ταξίδι του Αμερικανού προέδρου στην Ασία σκοπό είχε την αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή εκείνη του κόσμου. Οι νέες αυτές κινήσεις των ΗΠΑ είναι πιθανό να θεωρηθούν από την Κίνα ως ανταγωνιστικές του δικού της προγράμματος ασφάλειας στις νοτιοανατολικές θάλασσες που περιβάλλουν τις ακτές της. Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προαναγγείλει τις κινήσεις του στην Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες και την Ταϊβάν. Οι χώρες αυτές αναζητούν τη σταθεροποιητική παρουσία των ΗΠΑ χωρίς όμως να προκαλέσει ανταγωνισμό με την Κίνα.
Ομως οι δύο χώρες πάνω στις οποίες στηρίζεται η αμερικανική παρουσία στον Ειρηνικό, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, διατηρούν σχέσεις κακές μεταξύ τους. Ανάλογη καχυποψία διέπει και τις σχέσεις Κίνας – Ιαπωνίας. Παράλληλα, οι κινήσεις Ομπάμα στην Ασία δημιουργούν την εντύπωση στους Κινέζους ότι οι Αμερικανοί θέλουν να οικοδομήσουν έναν δικό τους αποκλειστικό χώρο ασφάλειας στην ανατολική Ασία.
Μια νέα γεωπολιτική εξέλιξη αφορά τον αρκτικό κόσμο. Η τήξη των πάγων προσφέρει στους ενδιαφερόμενους μεγαλύτερες ευκαιρίες για την άντληση πετρελαίου και αερίου. Η Ρωσία βέβαια είναι ο πλησιέστερος διεκδικητής, όμως και άλλες χώρες ανταγωνίζονται για μια παρουσία στην Αρκτική.
Ο ανταγωνισμός αυτός συμπίπτει με την επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας και ΝΑΤΟ. Η κατάσταση άρχισε από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στο Κόσοβο. Την εποχή εκείνη ο συγγραφέας του άρθρου αυτού προσπαθούσε να πείσει Αμερικανούς συνέδρους σε βαλκανικές συναντήσεις ότι η περίπτωση του Κοσόβου δεν ήταν μοναδική και ότι δημιουργούσε προηγούμενο για άλλη ανάλογη επέμβαση. Οταν η Ρωσία επενέβη στη Νότια Οσετία και την ίδια τη Γεωργία, οι παλιοί σύνεδροι με θυμήθηκαν. Πιστεύω ότι, όπως σημειώνει η Nadia Arbatova, το ΝΑΤΟ και οι Ρώσοι θα πρέπει να οργανώσουν ένα νέο συνέδριο τύπου Ελσίνκι για να αντιμετωπίσουν τα νέα προβλήματα του πολυπολικού μας συστήματος.