Παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας και Ευρώπη

Χρίστος Αλεξόπουλος 12 Μαϊ 2013

Στο φετινό σύνεδριο για θέματα ασφάλειας του Μονάχου στις αρχές του 2013 αναδείχθηκαν με τον πιο καθαρό τρόπο τα προβλήματα, τα οποία θα απασχολήσουν τον ευρωπαπαϊκό χώρο σε σχέση με την πολιτική σε θέματα ασφάλειας. Οι εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο τρέχουν κυριολεκτικά με μεγάλη ταχύτητα σε ό,τι αφορά τις γεωστρατηγικές προτεραιότητες και η Ευρώπη απλά τις παρακολουθεί, χωρίς η ίδια να διαθέτει ένα στρατηγικό σχέδιο. Είναι πλέον εμφανές, ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί την μεγάλη ταχύτητα των εξελίξεων, όχι μόνο ευρύτερα έξω από τους υπάρχοντες μηχανισμούς ασφάλειας όπως είναι το ΝΑΤΟ, αλλά και στο εσωτερικό τους. Σε αυτό το συνέδριο έγινε εμφανές, ότι το ΝΑΤΟ ψάχνει να βρει νόημα για την ύπαρξη του, ως έχει, μετά την μετατόπιση του κέντρου βάρους της αμερικανικής πολιτικής προς ανατολάς λόγω των μεγάλων αλλαγών στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς μετά την ανάδειξη της Κίνας και άλλων ασιατικών χωρών σε πλανητικού επιπέδου δυνάμεις .

Αυτή η κατάσταση εγκυμωνεί κινδύνους, ιδιαιτέρως όταν η μεγάλη ταχύτητα της δυναμικής της εξέλιξης δεν είναι ακόμη διαχειρίσιμη με ασφάλεια, διότι σύμφωνα με επισημάνσεις στρατιωτικών του ΝΑΤΟ είναι δύσκολο να αναγνωρισθεί, πότε ένας κίνδυνος μετατρέπεται σε απειλή.

Ο πρόεδρος του συνεδρίου για θέματα ασφάλειας μάλιστα Wolfgang Ischinger πρότεινε να διαχειρίζονται μόνοι τους οι Ευρωπαίοι τις κρίσεις στην Ευρώπη, μετά την στροφή των Αμερικανών προς ανατολάς. Αυτό βεβαίως θα σήμαινε, ότι θα έπρεπε να αναπτυχθεί τέτοιου επιπέδου στρατιωτική συνεργασία, η οποία θα προϋπέθετε και παραίτηση ως ένα βαθμό από την λογική της εθνικής κυριαρχίας. Μπορεί κανείς να φαντασθεί, τι σημαίνει αυτό σε μια Ευρώπη, η οποία δυσκολεύεται να προωθήσει την πολιτική και οικονομική ενοποίηση. Ενισχυτικά δε προς την ίδια κατεύθυνση οδηγεί και η οικονομική κρίση χρέους και όχι μόνο, την οποία αντιμετωπίζουν σχεδόν όλες οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, οι οποίες προβαίνουν σε περικοπές στρατιωτικών δαπανών έως και 30 %. Στον αντίποδα αυτών των περικοπών είναι η ανάπτυξη της λογικής της «έξυπνης άμυνας», η οποία βασίζεται στην προσπάθεια προώθησης της συνεργασίας με στόχο την εξοικονόμηση κονδυλίων, όπως είναι η από κοινού απόκτηση και χρήση οπλικών συστημάτων. Ακόμη βέβαια δεν υπάρχουν μετρήσιμα αποτελέσματα σε σχέση με αυτή την προσπάθεια.

Εκείνο όμως που διαφαίνεται στον ορίζοντα και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την μεγαλύτερη έξαρση του ευρωσκεπτικισμού και ακόμη πιο αρνητική διάθεση απέναντι στις πολιτικές, οικονομικές και μιντιακές ελίτ της Ευρώπης, είναι το περιεχόμενο του διαλόγου σε σχέση με τον επαναπροσδιορισμό του ΝΑΤΟ μετά την σταδιακή απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτείων από τον ηγετικό τους ρόλο.

Ήδη ακούγονται απόψεις για την αναγκαιότητα διαμόρφωσης ενός ηγετικού πολιτικού σχήματος αποτελούμενου από την Γερμανία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, το οποίο θα αναλάβει το ρόλο των ΗΠΑ, οι οποίες σταδιακά θα αποσυρθούν. Στη Γερμανία μάλιστα έχει μπει στο δημόσιο διάλογο και πρόταση για ύπαρξη και γερμανικής υποψηφιότητας τον επόμενο χρόνο σε σχέση με τη θέση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ (Markus Kaim, Claudia Major „Nicht ohne uns“, Zeit online, 21.04.2013.)

Παραλλήλως προτείνεται οι προτεραιότητες της συμμαχίας να οριοθετούνται από τη διαχείριση κρίσεων στο πλαίσιο των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών και το κέντρο βάρους να είναι ο ευρωπαϊκός χώρος. Αυτό σημαίνει απαγκίστρωση από τη λογική ενός ΝΑΤΟ με μέλη από όλο τον πλανήτη, το οποίο παρεμβαίνει επίσης σε όλο τον κόσμο.

Τέλος στο πλαίσιο της λογικής της «έξυπνης άμυνας» και της συνεργασίας που αυτή συνεπάγεται, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η παραίτηση απ΄τοην εθνική κυριαρχία σε σημαντικό βαθμό. Οι τρρεις ηγέτιδες δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) θα εγγυώνται την λειτουργικότητα αυτού του μοντέλου και την ακεραιότητα των ευρωπαϊκών συνόρων. Οι υπόλοιπες χώρες θα πρέπει να τις εμπιστευθούν.

Όλες αυτές οι διεργασίες αναδεικνύουν με πολύ φανερό τρόπο την μείωση των δημοκρατικών αντανακλαστικών στον ευρωπαϊκό χώρο. Όπως επίσης έδειξε και η οικονομική κρίση και η πολιτική, η οποία ακολουθείται για την αντιμετώπιση της, τον αποφαστικό ρόλο στην Ευρώπη τον έχουν χώρες, οι οποίες φέρουν ισχυρό οικονομικό και πολιτικό δυναμικό. Οι υπόλοιπες καλούνται να ακολουθήσουν. Δεν συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων αλλά σε διαδικασίες νομιμοποίησης ειλημμένων αποφάσεων. Εάν αυτό συμβαίνει στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος, είναι αρκετά εύκολο να φαντασθεί κανείς, πως αντιμετωπίζονται ο ευρωπαίος πολίτης και οι κοινωνίες αναφοράς του σε ό,τι αφορά την ενημέρωση τους και την θετική τους στάση απέναντι σε επιλογές, οι οποίες θα καθορισουν την μελλοντική τους πορεία. Μια πορεία, η οποία δεν θα βασίζεται στη γνώση των παραμέτρων, οι οποίες θα διαμορφώνουν την πραγματικότητα, αλλά στην υπόθεση, ότι οι επιλογές σε πολιτικό, οικονομικό επίπεδο καθώς και στο σύστημα ασφάλειας, που προωθείται, είναι λειτουργικές και βιώσιμες. Όσο περισσότερες πληροφορίες δίδονται στους πολίτες – ψηφοφόρους, τόσο πιο σκεπτικοί θα γίνονται, διότι η πραγματικότητα θα παίρνει στα μάτια τους πολύπλοκες διαστάσεις. Γι΄αυτό στο επίπεδο της πολιτικής επκοινωνίας είναι καλύτερα να καλλιεργούνται η αίσθηση της ασφάλειας, η θετική σκέψη και προ πάντων η ελπίδα. Αυτά θέλουν οι πολίτες – ψηφοφόροι για να λειτουργεί το σύστημα στο πλαίσιο μιας τυπικής και όχι ουσιαστικής δημοκρατικής λειτουργίας. Αν μάλιστα αυτά δεν αρκούν, τότε μπορεί να καλλιεργείται και λίγος φόβος σε σχέση με το μέλλον, εάν δεν γίνονται αποδεκτές από τους πολίτες οι όποιες προτάσεις και επιλογές των ελίτ των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων (πολιτικό, οικονομικό, μοντιακό κλπ.).

Ιδιαιτέρος δε όταν στον ευρωπαϊκό χώρο δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός στρατηγικός σχεδιασμός, αλλά προωθούνται στους διάφορους τομείς, όπως του συστήματος ασφαλείας, τριπολικά ηγετικά σήματα, οι προοπτικές δεν θα συμβαδίζουν με το όραμα για μια Ενωμένη Ευρώπη χωρίς εθνικού τύπου διαστρωματώσεις. Εξάλλου πως να γίνει ευρωπαϊκός στρατηγικός σχεδιασμός, όταν η ακολουθούμενη πολιτική έχει εθνικές αφαετηρίες, των οποίων η δυνατότητα επιβολής εξαρτάται από το εκτόπισμα του πολιτικού και οικονομικού βάρους της χώρας αναφοράς τους και όχι από τη συμβολή τους στην προώθηση της ασφάλειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η κατάταση που επικρατεί σε σχέση με την αντιμετώπιση του προβλήματος της μετακίνησης πληθυσμών από τις αναπτυσσόμενες χώρες προς την Ευρώπη. Η Ελλάδα αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα. Δέχεται πολύ μεγάλη πίεση και είναι αναγκασμένη να φιλοξενεί πολύ μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών από αυτόν που είναι σε θέση να ενσωματώσει λειτουργικά στην κοινωνία. Είναι όμως υποχρεωμένη να υφίσταται τις επιπτώσεις, διότι δεν επιτρέπεται η χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων, αν και η πλειοψηφία των μεταναστών έχει άλλες ευρωπαϊκες χώρες ως προορισμό.

Στη σύγχρονη πραγματικότητα το πρόβλημα της ασφάλειας σε παγκόσμιο επίπεδο δεν λύνεται στρατιωτικά με βιώσιμο τρόπο. Αρκετά έχει υποφέρει η ανθρωπότητα στο σύνολο της αλλά και το φυσικό περιβάλλον. Πολύ περισσότερο μάλιστα έχουν υποστεί τις καταστροφικές συνέπειες οι χώρες του Νότου. Δεν διαλύονται μόνο οι τοπικές κοινωνίες από τη φυγή των νέων κυρίως ανθρώπων, αλλά γίνονται και αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης με την κλοπή ουσιαστικά των πλούσιων φυσικών πόρων που διαθέτουν οι χώρες τους.

Εάν η Ευρώπη επιθυμεί να κάνει στρατηγικό σχεδιασμό στον τομέα της ασφάλειας θα πρέπει να απαλλαγεί από τις εθνικές λογικές των κυβερνήσεων των κρατών-μελών αλλά και του συνόλου του πολιτικού συστήματος και να προωθήσει με ταχείς ρυθμούς την ευρωπαϊκή ενοποίηση χωρίς τις τριπολικές ή όποιες άλλες ηγεσίες. Και σε δεύτερο χρόνο να ξεκινήσει μεθοδικά και με αποφαστιστικότητα η διαμόρφωση άλλων συσχετισμών σε πλανητικό επίπεδο. Πρέπει να υπάρξει ισόρροπη ανάπτυξη σε όλο τον πλανήτη. Ειδάλλως ο ανεπτυγμένος και γηράσκων Βορράς, στον οποίο ανήκει και η Ευρώπη, θα πλημμυρίσει από νόμιμους και παράνομους μετανάστες από τις χώρες του Νότου.

Επίσης σύμφωνα με τις σύγχρονες προσεγγίσεις οι αντιπαραθέσεις του μέλλοντος δεν θα γίνονται στα πεδία των στρατιωτικών συγκρούσεων. Οι πόλεμοι θα αποκτήσουν άλλα χαρακτηριστικά είτε με τη μορφή ανάληψης δράσης από ειδικές μονάδες και ανταρτοπόλεμου είτε με την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας (τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη κ.λ.π.) είτε με την αποσταθεροποίηση του κοινωνικού ιστού και την ανάπτυξη της εσωτερικής βίας.

Στρατηγικός σχεδιασμός στον τομέα της ασφάλειας στη σύγχρονη εποχή σημαίνει συνεργασία και ισόρροπη ανάπτυξη σε πλανητικό επίπεδο. Με αυτό τον τρόπο μάλιστα θα μειωθεί και προϋπολογισμός για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και σταδιακά θα μηδενισθεί. Αυτό θα πρέπει να είναι ο στόχος.

Η Ενωμένη Ευρώπη μπορεί να αποτελέσει το όχημα για την παγίωση ενός λειτουργικού συστήματος ασφαλείας. Σε αυτή την προσπάθεια μπορεί και πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο και η κοινωνία πολιτών. Αυτό μπορεί να γίνει τόσο με την ενεργοποίηση της στο πλαίσιο της αναπτυξιακής βοήθειας προς τις χώρες του Νότου όσο και με την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής όχι μόνο στη χώρα προέλευσης αλλά σε πλανητικό επίπεδο. Βασικό εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια θα είναι η εξωστρεφής λειτουργία και η δικτύωση των δομών της κοινωνίας πολιτών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ιδιαιτέρως η Ελλάδα θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο σύστημα ασφάλειας και το ρόλο της Ευρώπης στην πορεία προσαρμογής του στα νέα πλανητικά δεδομένα. Και τούτο διότι πλήττεται ιδιαιτέρως από τις επιπτώσεις της μετακίνησης πληθυσμών αλλά και την ανάδειξη νέων περιφερειακών δυνάμεων, όπως είναι η Τουρκία, η οποία έχει μεγάλες ανάγκες πλέον σε σχέση με την εκμετάλευση φυσικών πόρων και κυρίως ενεργειακών. Μέχρι τώρα πάντως ούτε ο κυβερνητικός χώρος ούτε και η αντιπολίτευση έχουν καταθέσει έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό σε αυτό τον τομέα. Η πιθανή δικαιολογία, ότι είναι άλλες οι προτεραιότητες αυτή την περίοδο της οικονομικής κρίσης, παραπέμπουν σε τριτοκοσμικές χώρες. Τα θέματα ασφαλείας έχουν άμεση σχέση τόσο με την οικονομική προσπάθεια της χώρας όσο και με την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.