Με βάση στοιχεία της τελευταίας τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ (3Ο τρίμηνο 2022) για την ελληνική οικονομία που παρουσιάστηκε στις 24-1-2023 η παγκόσμια οικονομία συρρικνώνεται ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης, ο δε πληθωρισμός υποχώρησε οριακά αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα (10,3%). Από την άλλη, η ετήσια εγχώρια ανάπτυξη άγγιξε το 2,8%, υστέρηση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο λόγω οριακής μείωσης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Στην εκτέλεση του προϋπολογισμού καταγράφεται υπέρβαση των ταμειακών στόχων και ετήσια άνοδος των δημοσίων εσόδων (+10,2%), η δε ανεργία σημείωσε μείωση 11,6% από 13% για το 3ο τρίμηνο του 2022.
Επιπλέον ο ρυθμός μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή άγγιξε το υψηλό ποσοστό 9,6% σε όλη την προηγούμενη χρονιά κυρίως λόγω ενεργειακών επιβαρύνσεων. Τα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ίδιο τρίμηνο καταγράφουν εντυπωσιακή αύξηση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης κατά 12,7% στα 36,7 δις ευρώ από 32,6 δις ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, οι δε ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μη συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών επενδυτικών εταιρειών ανήλθαν στα 3,8 δις ευρώ.
Η εξελικτική όμως πορεία της παγκόσμιας οικονομίας αποτέλεσε και το βασικό θέμα συζητήσεων στην πρόσφατη σύνοδο του παγκόσμιου οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται, την ενεργειακή κρίση και την εκτίναξη του πληθωρισμού να έχουν προκαλέσει σωρεία αρρυθμιών και προβλημάτων στις περισσότερες οικονομίες του κόσμου, υπάρχει και μια συγκρατημένη αισιοδοξία για την επόμενη μέρα εξαιτίας αφενός, της ισχυρής ανθεκτικότητας που έχει επιδείξει η Ευρωπαϊκή οικονομία και αφετέρου, της τελευταίας ενθαρρυντικής επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης των τιμών φυσικού αερίου. Προφανώς οι φόβοι και οι ανησυχίες δεν έχουν αρθεί αλλά το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας και η διαφαινόμενη μείωση του πληθωρισμού αφήνουν κάποια περιθώρια αισιοδοξίας, κάτι που ενισχύεται και από τις προβλέψεις του ρυθμού ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία στο 2,7%. Αξίζει βέβαια να υπογραμμισθεί εδώ ότι όσον αφορά το κόστος εξυπηρέτησης του χρεόυς των ευρωπαΐκών οικονομιών , αυτό έχει αποκλιμακωθεί καθώς ο πληθωρισμός κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά των επιτοκίων.
Από την άλλη, ο διεθνής οργανισμός ενέργειας στην τελευταία έκθεσή του προβλέπει σημαντική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου κατά 1,9 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2023 φθάνοντας στο ρεκόρ των 101,7 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως με τα μισά από αυτά να προέρχονται από την Κίνα. Η ανταγωνιστικότητα ως εκ τούτου για πρόσθετες επενδύσεις προκειμένου να ενισχύσουν τις χωρητικότητες τροφοδοσίας της αγοράς είναι μια πραγματικότητα. Η τιμή λοιπόν του αργού αναμένεται να επανακάμψει σε τριψήφιο νούμερο το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Όσον αφορά τώρα την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για το 2023, αυτή θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη δύο (2) δυναμικών παραμέτρων που σε αντίθετη όμως περίπτωση είναι πιθανό να πυροδοτήσουν και αρνητικές εξελίξεις !
Πρώτον, από την εξέλιξη και πιθανή συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση των τιμών φυσικού αερίου που από τα 340 ευρώ/μεγαβατώρα έχει κατέλθει στα 54 ευρώ (με πρόβλεψη τιμών στον κρατικό προϋπολογισμό στα 120 ευρώ). Πιθανή πτώση του ενεργειακού κόστους θα διαχυθεί διακλαδικά στην οικονομία, θα φρενάρει τυχόν ανατιμήσεις και θα επηρεάσει την πορεία του πληθωρισμού κόστους σε βασικά αγαθά και πρώτες ύλες και Δεύτερον, από την πορεία του τουρισμού και των εσόδων που αναμένονται, ο οποίος το 2023 δεν θα έχει την ίδια δυναμική που παρουσίασε το 2022 κυρίως λόγω της επιβράδυνσης των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών.
Επιπρόσθετα , αν ο πληθωρισμός ανακόψει στο 3,5% από την πρόβλεψη του 9,5% και αν επιτευχθεί η προοπτική πρωτογενούς πλεονάσματος γύρω στο 2% για τις επόμενες χρονιές, αυτά αποτελούν ενθαρρυντικά σημάδια για την επόμενη μέρα. Ιδιαίτερη προσοχή ωστόσο χρειάζεται στα δομικά συστατικά του πληθωρισμού και στο εμπορικό ισοζύγιο που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας καθώς συνιστούν χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας.