H ετήσια Παγκόσμια Διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα που ολοκληρώθηκε την Κυριακή στη Μαδρίτη δεν κατάφερε να εκπέμψει μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας ότι οι ισχυρές χώρες του πλανήτη – και μεγαλύτεροι ρυπαντές – θα παραμερίσουν σύντομα τις διαφορές τους και θα ανοίξουν το δρόμο για την υιοθέτηση νέων φιλόδοξων δεσμευτικών στόχων μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου όπως η Συνθήκη του Παρισιού επιτάσσει.
Αν και οι εθνικές κυβερνήσεις ήταν αυτές που βρίσκονταν στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων βδομάδων, μία σημαντική παράμετρος που αναδείχτηκε για άλλη μια φορά στις συζητήσεις της Μαδρίτης ήταν ο κρίσιμος ρόλος που διαδραματίζουν στη μάχη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οι διεθνείς μη κυβερνητικοί οργανισμοί, οι τοπικές και περιφερειακές αρχές, η επιστημονική κοινότητα αλλά και οι νέοι ακτιβιστές που έδωσαν ισχυρό παρόν στις επιμέρους συζητήσεις και εκδηλώσεις παρουσιάζοντας τις δράσεις και τα πορίσματα τους, αναδεικνύοντας τις φιλόδοξες στρατηγικές τους και καλώντας τους ηγέτες να λάβουν τολμηρές αποφάσεις.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο ρόλο των πόλεων που εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία προωθούν σημαντικές δράσεις για το κλίμα και αποδεικνύουν ότι μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην επίτευξη της Συμφωνίας του Παρισιού. Πόλεις, στις οποίες ήδη κατοικεί το 55% του πληθυσμού του πλανήτη – ποσοστό που αναμένεται να ανέλθει στο 70% το 2030 – και επομένως όχι μόνο «φιλοξενούν» τις ανθρώπινες δραστηριότητες που κυρίως συνδέονται με την κλιματική αλλαγή αλλά – με τις κατάλληλες δράσεις στους τομείς αρμοδιότητας τους – διαθέτουν σημαντικά περιθώρια μείωσης των εκπομπών. Άλλωστε οι πόλεις είναι αυτές που σε μεγάλο βαθμό βιώνουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής με τις ακραία υψηλές θερμοκρασίες, τις πρωτοφανείς πλημμύρες και τις καταστροφικές πυρκαγιές, φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα ολοένα και συχνότερα προκαλώντας απώλειες ζωών, ανυπολόγιστες ζημιές και διαλύουν βασικούς πνεύμονες πρασίνου. Σαν αποτέλεσμα, οι δημοτικές αρχές κηρύσσουν η μία μετά την άλλη κατάσταση έκτακτης κλιματικής ανάγκης (climate emergency) σηματοδοτώντας τη βούληση τους για ενίσχυση των προσπαθειών για την προστασία των πόλεων τους και την ανάπτυξη τους με τρόπο βιώσιμο και φιλικό προς το περιβάλλον.
Όπως προαναφέρθηκε, η επικαιροποίηση των εθνικών στόχων και στρατηγικών και εναρμόνιση τους με τη Συμφωνία του Παρισιού και ειδικότερα με την επίτευξη του στόχου συγκράτησης της ανόδου της θερμοκρασίας στους 1,5°C κυριαρχούν σήμερα στην παγκόσμια συζήτηση. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, είναι λιγότερο γνωστό ότι δεκάδες πόλεις σε όλον τον κόσμο έχουν ήδη αναλάβει ακριβώς αυτή τη δέσμευση και βρίσκονται σε φάση κατάρτισης των νέων φιλόδοξων τοπικών στρατηγικών για το κλίμα ενώ μερικές τις έχουν κιόλας ολοκληρώσει. Παράλληλα, όμως δεν αρκούνται στον σχεδιασμό αλλά επικεντρώνουν τις δράσεις τους στους τομείς όπου οι εκπομπές αεριών θερμοκηπίου είναι μεγαλύτερες:
- στο κτιριακό απόθεμα με δράσεις πρωτίστως για την ενεργειακή αναβάθμιση δημοτικών κτιρίων αλλά και ρυθμίσεις με στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας όλων των κτιρίων – δημόσιων και ιδιωτικών,
- στα απόβλητα με πρωτοβουλίες για τη μείωση της παραγωγής τους αλλά και τη βιώσιμη διαχείριση μέσω προγραμμάτων ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης,
- στις μεταφορές με υιοθέτηση στρατηγικων βιώσιμης αστικής κινητικότητας, ηλεκτροκίνησης και περιορισμού της χρήσης ρυπογόνων αυτοκινήτων στο κέντρο των πόλεων.
Οι μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο έχουν αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης αλλά και τα πολλαπλά – κοινωνικά, οικονομικά – οφέλη που απορρέουν από την δράση κατά της κλιματικής αλλαγής. Οι δήμαρχοι λαμβάνουν τα μηνύματα των νέων ανθρώπων που διαδηλώνουν και ζητούν δραστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και το μοντέλο ανάπτυξης, και αναλαμβάνουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί. Όμως κανείς μόνος δεν μπορεί να σώσει τον πλανήτη. Χρειάζεται συνεργασία όλων των πλευρών αλλά και αποφασιστικότητα, υπευθυνότητα και ισχυρή πολιτική βούληση. Ό,τι δηλαδή έλειψε από μερικές εθνικές κυβερνήσεις τις τελευταίες 2 βδομάδες στην Μαδρίτη.