Και ενώ μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την έναρξη της σταδιακής μείωσης των εξοπλισμών άρχισε να δυναμώνει η ελπίδα για την προώθηση της ειρήνης σε παγκόσμιο επίπεδο, τον Αύγουστο του 2014 το International Institute for Strategic Studies καταγράφει 41 ένοπλες συγκρούσεις σε όλο τον πλανήτη. Αρκεί να αναφερθούν μερικές μόνον από αυτές, όπως είναι η επαναλαμβανόμενη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης καθώς και οι αιματηρές αντιπαραθέσεις στην Ουκρανία, στη Συρία, στο Ιράκ, στην Υεμένη, στη Λιβύη, στη Σομαλία, στη Νιγηρία. Ταυτοχρόνως σε παγκόσμιο επίπεδο είναι εγκατεστημένα 16.300 πυρηνικά οπλικά συστήματα και από αυτά 4000 είναι έτοιμα για άμεση ενεργοποίηση με θύματα εκατομμύρια ανθρώπους και τεράστιες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον.
Φαίνεται, ότι τόσο οι ισχυροί γεωπολιτικοί παίκτες όσο και οι χώρες, οι οποίες κινούνται στην περιφέρεια του παγκόσμιου γίγνεσθαι, αδυνατούν να κατανοήσουν, ότι ο πόλεμος είναι μια καταστροφική διαδικασία, ενώ σε βάθος χρόνου οι επιπτώσεις του πλέον εγγίζουν τους πάντες. Η παγκοσμιοποίηση και οι σχέσεις αλληλεξάρτησης, πάνω στις οποίες στηρίζεται, φροντίζουν γι’αυτό. Σε πρώτη φάση όμως υφίστανται τις καταστροφικές επιπτώσεις των πολεμικών ή εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων οι εμπλεκόμενοι. Στη Σομαλία ο εμφύλιος, που κρατάει από το 1991 τη χώρα στα δεσμά του, έχει καταστρέψει τα πάντα, τόσο κρατικές όσο και κοινωνικές δομές. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Συρία με τις εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών στο δρόμο της μετανάστευσης δείχνουν με εμφατικό τρόπο τις επιπτώσεις της βίας. Το ίδιο ισχύει και για το Ιράκ με τις εθνοτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα αντιπαραθέσεις. Στην Ουκρανία οι πολίτες υφίστανται τις επιπτώσεις μιας αντιπαράθεσης, της οποίας οι αφετηρίες βρίσκονται εκτός συνόρων. Και αυτό ισχύει και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Οι πλανητικών διαστάσεων γεωπολιτικοί παίκτες παρατηρούν τις εξελίξεις, σε μεγάλο βαθμό τις μεθοδεύουν και αρκούνται στην εκτόξευση αλληλοκατηγοριών, χωρίς να αναλαμβάνουν τις ευθύνες, που τους αναλογούν, με στόχο την ειρήνη και όχι την αποκατάσταση σχέσεων εκμετάλλευσης αυτών που δεν έχουν δυναμικό ισχύος είτε σε εθνικό είτε σε υπερεθνικό επίπεδο.
Οι συνθήκες που επικρατούν στην εποχή, την οποία διανύουμε, δείχνουν το αντίθετο. Οι χώρες, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις για την ανάληψη γεωπολιτικού ρόλου, κινούνται ανάλογα με τα βραχυπρόθεσμα ή τα πολύ μεσοπρόθεσμα συμφέροντα τους και τα γεωπολιτικά περιθώρια επιβολής τους, κάτω από την προϋπόθεση βεβαίως ότι διαθέτουν τους απαραίτητους για κάτι τέτοιο μηχανισμούς (στρατιωτική ισχύ, πυρηνικά οπλικά συστήματα, οικονομική ισχύ). Από το άλλο μέρος οι περιφερειακές χώρες με προβλήματα είτε υφίστανται τις επιπτώσεις εσωτερικών αντιθέσεων (εθνοτικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα) είτε κυβερνώνται από διεφθαρμένα καθεστώτα, τα οποία έχουν οδηγήσει τις τοπικές κοινωνίες στη φτώχεια ή και στην πείνα, προσφέρουν όμως «πολύτιμες υπηρεσίες» στις ισχυρές χώρες με την διάθεση των φυσικών τους πόρων. Οι ίδιες παραμένουν στο διηνεκές στο επίπεδο της «αναπτυσσόμενης» χώρας και η ανθρωπότητα πορεύεται προς το μέλλον «ικανοποιημένη» από τις προσπάθειες, που γίνονται στο πλαίσιο της παροχής «αναπτυξιακής βοήθειας». Και αυτό γίνεται την ίδια στιγμή που γνωρίζουν πολύ καλά, με στοιχεία που δημοσιοποιούν υπερεθνικοί οργανισμοί, τους οποίους αποδέχονται, ότι η αναπτυξιακή βοήθεια δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη στις χώρες, στις οποίες παρέχεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία επισημαίνει, ότι πιο πολύ συμβάλλουν στην ανάπτυξη τα εμβάσματα των μεταναστών παρά η παρεχόμενη δημόσια αναπτυξιακή βοήθεια. Αυτή μέσω της κατανάλωσης επιστρέφει στις χώρες προέλευσης τους.
Εύλογα αναρωτιέται ο σκεπτόμενος πολίτης, τι είναι αυτό, που εγγυάται την ύπαρξη ειρήνης; Είναι ο φόβος των επιπτώσεων της χρήσης πυρηνικών όπλων ή η ενεργοποίηση διεθνών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών; Αρκεί άραγε ο φόβος μιας πυρηνικής καταστροφής; Επιτέλους στην εποχή της γνώσης και του ορθολογισμού η λογική και ο διάλογος στο πλαίσιο των αξιών του ανθρωπισμού, για τον οποίο κόπτονται οι κοινωνίες του ανεπτυγμένου τμήματος του πλανήτη, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για την οικοδόμηση ενός κόσμου, στον οποίο θα ισχύουν πράγματι τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν θα αποτελούν έναν απλό διαπραγματευτικό μηχανισμό για την νομιμοποίηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας; Οι κρατικές οντότητες λειτουργούν ως εγγυητές της ελεύθερης βούλησης του πολίτη ή απλά εγγυώνται την λειτουργικότητα του ισχύοντος οικονομικού συστήματος και την προοπτική του, ή την αναπαραγωγή σχέσεων εξουσίας και κυριαρχίας σε εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο. Όσο προχωρούμε δε προς το μέλλον αυξάνεται η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και η δυναμική της εξέλιξης δεν είναι εύκολα προβλέψιμη και σχεδιάσιμη μακροπρόθεσμα. Η συμβολή της ανθρώπινης δραστηριότητας στην δημιουργία του φαινόμενου της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της στην αγροτική παραγωγή και όχι μόνο το επιβεβαιώνει. Αυτό το παράδειγμα δείχνει, ότι η ελεύθερη βούληση χωρίς μια αξιόπιστη προσέγγιση της πραγματικότητας στην εξελικτική προβολή της στο μέλλον δεν είναι πραγματώσιμη και εγγυημένη από κρατικές οντότητες, οι οποίες υποτίθεται εγγυώνται την βιώσιμη πορεία μιας κοινωνίας. Και δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα η κλιματική αλλαγή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έκαναν εισβολή στο Ιράκ, επικαλούμενες μάλιστα ψευδή δεδομένα. Τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματα. Η χώρα σπαράσσεται από εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες έχουν οδηγήσει την κοινωνία στην καταστροφή. Ακόμη και το δικαίωμα στη ζωή δεν είναι εγγυημένο. Πολύ περισσότερο βέβαια η ιδιότητα του πολίτη, ο οποίος με τη σύμφωνη γνώμη και βούληση του θέτει στη διάθεση της πολιτείας, του κράτους, της κυβέρνησης του την δυνατότητα να σχεδιάζει το δικό του μέλλον. Αυτό που τον οδηγεί στην απομάκρυνση από τον τόπο του, χωρίς να μπορεί να οριοθετήσει ο ίδιος ως ένα βαθμό την μελλοντική του ζωή.
Η ανασφάλεια έχει γίνει κυρίαρχο στοιχείο στις παγκόσμιες εξελίξεις. Και αυτό δεν αφορά μόνο στις χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα. Σταδιακά εγγίζει το σύνολο των κοινωνικών και των κρατικών οντοτήτων. Ιδιαιτέρως οι δεύτερες κινούνται σε συνθήκες μεγάλης αστάθειας, διότι ακόμη δεν έχουν συνειδητοποιήσει, ότι πολύ πιο ισχυρό και βιώσιμο όπλο από τα πυρηνικά οπλικά συστήματα και την επίδειξη δύναμης είναι ο συστηματικός διάλογος στο πλαίσιο ενός ανθρωπιστικού αξιακού συστήματος και ενός μοντέλου ισόρροπης ανάπτυξης σε πλανητικό επίπεδο. Οι κοινωνικές οντότητες διαμορφώνουν άποψη και κυρίαρχη στάση ανάλογα με τις πληροφορίες και τις εντυπώσεις, που δημιουργούνται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και κυρίως αυτά που βασίζουν την ενημερωτική τους λειτουργία στην εικόνα. Αρκεί να δει κάποιος είτε την «αποστολή ανθρωπιστικού υλικού» για τους Ουκρανούς από τη Ρωσία με τις δεκάδες φορτηγών σε αντιδιαστολή με τον ισχυρισμό των Ουκρανών, ότι πρόκειται για πολεμικό εξοπλισμό, είτε την παρουσίαση των επιπτώσεων των ρουκετών της Χαμάς στο Ισραήλ ή των βομβαρδισμών στην περιοχή της Γάζας από το Ισραήλ. Η ουσία των εξελίξεων είναι αλλού και η ανικανότητα εξεύρεσης οριστικής λύσης θα επαναφέρει τις εικόνες θανάτου στους τηλεοπτικούς δέκτες ανά την υφήλιο. Και πάλι θα γίνονται συζητήσεις και διαδηλώσεις συμπαράστασης στους μεν ή στους δε. Το πρόβλημα όμως θα παραμένει.
Σίγουρα θα ασχολείται και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών με εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός και την έναρξη διαλόγου. Μόνο που όλα αυτά κινούνται το επίπεδο της κοινωνίας του θεάματος και των επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων, διότι στην πράξη και σε αυτό τον οργανισμό κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι συσχετισμοί δύναμης των ισχυρών ανάλογα με το εκάστοτε θέμα και τη δυνατότητα συγκλίσεων με βάση τα συμφέροντα, που παίζονται κάθε φορά. Πρέπει να ομολογήσει ο αντικειμενικός παρατηρητής, ότι είναι ορατός σε διεθνές επίπεδο ένας πραγματισμός, που «τσακίζει κόκαλα», ο οποίος βασίζεται στο δυναμικό οικονομικής και στρατιωτικής υπεροχής στο γεωπολιτικό πεδίο. Σε βάθος χρόνου όμως οι επιπτώσεις των προβλημάτων, ακόμα και περιφερειακού χαρακτήρα, δεν θα περιορίζονται μόνο στην περιοχή, στην οποία εμφανίζονται. Η ανισορροπία στην ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο και η φτώχια οδηγούν στην μαζική μετακίνηση πληθυσμών από το φτωχό Νότο στον πλούσιο Βορρά. Το αποτέλεσμα είναι να απειλείται στις πλούσιες χώρες η κοινωνική συνοχή, να αυξάνεται η ξενοφοβία και ο ρατσισμός και να ενισχύονται ακροδεξιοί πολιτικοί σχηματισμοί. Αυτά τα φαινόμενα συμβάλλουν στην ανάπτυξη του εθνικισμού και αυτό είναι επικίνδυνο ιδιαιτέρως σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Σε ακραίες μάλιστα αντιπαραθέσεις με έντονα στοιχεία εθνικισμού ή θρησκευτικού φανατισμού οι εξελίξεις δεν είναι ελεγχόμενες. Σε αυτές δε τις περιπτώσεις δεν αποτελούν λύση οι πυρηνικοί εξοπλισμοί και η «αποτρεπτική τους λειτουργία» σε σχέση με εμπλοκή σε πολεμικές συρράξεις, ούτε και η ύπαρξη οργανισμών, όπως αυτός των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίοι ουσιαστικά αναπαράγουν κατεστημένες γεωπολιτικές ισορροπίες. Εξάλλου οι ισχυροί γεωπολιτικοί παίκτες ακολουθούν την πρακτική των περιφερειακών συγκρούσεων για την αποκατάσταση των επιθυμητών ισορροπιών.
Είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενός νέου παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας, το οποίο δεν θα βασίζεται στην «αποτρεπτική λειτουργία των εξοπλισμών» και στην λογική των παρεμβάσεων των ισχυρών για την «επιβολή της ειρήνης», αλλά στην ισόρροπη ανάπτυξη σε πλανητικό επίπεδο και στην αναζήτηση πλανητικής εμβέλειας μορφών διακυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να παγιωθεί η παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια.