Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε άδικο όταν προέβλεψε ότι σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται το πρόβλημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Ο ορθολογισμός του δεν τον άφησε να καταλάβει την ένταση της θυμικής διάστασης της συλλογικής μνήμης. Θυμόμαστε το σκοπιανό 25 χρόνια μετά από τη δραματική κλιμάκωσή του στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ενώ έχει διαμορφωθεί μια πραγματικότητα που δεν θέλουμε να ξέρουμε (περισσότερες από 130 χώρες έχουν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως Δημοκρατία της Μακεδονίας, καταδικαστήκαμε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας λόγω του βέτο στο Βουκουρέστι).
Οπως συνήθως συμβαίνει με τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, η παθολογία είναι περίπλοκη: Τον μεγαλύτερο θόρυβο τον κάνουν οι περισσότερο άσχετοι, οι πολιτικοί αισθάνονται την ανάγκη να αποδεικνύουν συνεχώς τον πατριωτισμό τους, ακόμη και όσοι υπερασπίζονται την ανάγκη να γίνει συμφωνία λένε λιγότερα από αυτά που πιστεύουν για να μην επικριθούν ως ενδοτικοί, συσκοτίζεται η πραγματικότητα και δεν εξηγείται στην κοινή γνώμη τι έχουμε να κερδίσουμε (αναβάθμιση διεθνούς θέσης της χώρας, ανάκτηση διπλωματικού κεφαλαίου μεταξύ εταίρων και συμμάχων, αποτροπή νέων αναγνωρίσεων της ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία, έλεγχος του αλυτρωτισμού των Σκοπίων κοκ) και τι θα χάσουμε από έναν συμβιβασμό (τίποτα). Ο τρόπος που διεξάγεται η δημόσια συζήτηση καλλιεργεί την καχυποψία, τη συνωμοσιολογία και την ασυναρτησία, ψάχνουμε να βρούμε το δράκο στο παραμύθι και την κρυφή παγίδα που μας στήνουν ξένοι και εχθροί.
Οι έννοιες του πολιτικού κόστους, του λαϊκισμού και του βραχυπροθεσμισμού που καθορίζουν τη λειτουργία της πολιτικής ελίτ κριαρχούν στη διαχείριση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και τώρα του σκοπιανού. Γιατί εμείς και όχι οι επόμενοι, γιατί μια κόντρα με την Εκκλησία, πώς θα σαγηνεύσουμε τη βόρεια Ελλάδα, πώς θα φανεί ότι είμαστε περισσότερο πατριώτες από τους άλλους.
Σε ό,τι αφορά τη δική μας χώρα, το αν θα επιτευχθεί συμφωνία για το πρόβλημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ εξαρτάται από τις δημοσκοπήσεις. Αν φανεί ότι υπάρχει ρεύμα υπέρ της λύσης αυτό θα επηρεάσει κόμματα και βουλευτές ώστε να συμπεριφερθούν σοβαρά και υπεύθυνα. Αν αναδειχθεί σκεπτικισμός και αρνητισμός τότε τον τόνο θα δώσουν τα συλλαλητήρια και οι ιεράρχες.
Είμαστε εκεί που είμασταν πάντα. Υπάρχει μια ευνοϊκή ιστορική συγκυρία αλλά δεν είναι βέβαιο ότι υπάρχουν οι πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να την αξιοποιήσουν. Ισως δεν υπάρχουν ούτε οι κοινωνικές. Αλλά πάντα μια μειοψηφία δεν ήταν που έσπρωχνε τα πράγματα μπροστα από τα κάτω;