Συρρικνώνεται ραγδαία ο κύκλος εργασιών της τρόικας στην Ευρώπη. Μετά την πλήρη υποχώρησή της από την Ιρλανδία, αυτή τη βδομάδα, παραμονές της Επανάστασης των Γαρυφάλων, κάνει τον τελευταίο έλεγχό της στην Πορτογαλία. Κι όλα δείχνουν ότι ετοιμάζει τις βαλίτσες της κι από την Ελλάδα.
Η έξοδος της Πορτογαλίας δεν είναι ακόμα βέβαιο αν θα είναι το ίδιο οριστική με της Ιρλανδίας, αλλά σίγουρα θα αποτελέσει πυξίδα και για τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Στις όχθες του Τάγου είχαν εξίσου σύνθετο αλλά πιο ύπουλο πρόβλημα από εμάς, με μια οικονομία που δεν υπήρξε ποτέ σπάταλη αλλά και ποτέ ιδιαίτερα ανταγωνιστική. Η κυβέρνηση που έπρεπε να πάρει τις αποφάσεις υπό την πίεση των αγορών ήταν κι αυτή «σοσιαλιστική» (υπό τον Ζοζέ Σόκρατες), προσπάθησε κι αυτή να αποφύγει την υπαγωγή στο μηχανισμό στήριξης (όχι όμως γιατί δεν είχε καταλάβει το πρόβλημα, αλλά γιατί, αντιθέτως, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πού οδηγούσε η «λύση»), αλλά, όταν συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχαν περιθώρια, αναζήτησε την κάθαρση μέσα από την εξήγηση, τις εκλογές και την (αρχική τουλάχιστον) ομόνοια: όλοι αυτοί οι παράγοντες εξηγούν γιατί, τρία χρόνια μετά, το σοσιαλιστικό κόμμα δεν είναι ημιθανές, όπως στην Ελλάδα, αλλά διεκδικεί εκ νέου την εξουσία.
Οι Πορτογάλοι δανείστηκαν πολύ λιγότερα χρήματα (78 δις), με σχεδόν παρόμοιους όρους. Έμειναν, όμως, στο πρώτο Μνημόνιο, το οποίο προσπάθησαν από την αρχή να εκτελέσουν όσο καλύτερα μπορούσαν. Τους έφερε, όπως παντού, ανεξέλεγκτη ύφεση, με διαφορετικά από της Ελλάδας χαρακτηριστικά: η Πορτογαλία είναι πιο φτωχή χώρα, με καλύτερο κράτος αλλά και λιγότερες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες. Δεν έζησε ποτέ τις ελληνικές «δόξες» της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, γι’ αυτό και η πτώση ήταν λιγότερο θεαματική: ανεργία κοντά στα επίπεδα του 10%, πάγωμα και όχι μείωση μισθών, αλλά σημαντικές κι εδώ περικοπές του κοινωνικού κράτους. Άλλη διαφορά από την Ελλάδα: το συνταγματικό δικαστήριο κήρυξε τρεις σειρές «μνημονιακών» νόμων αντισυνταγματικές (ιδίως σε σχέση με το κατώτατο επίπεδο διαβίωσης), όμως το πρόγραμμα δεν εκτροχιάστηκε. Όπως δεν διερράγη και ο κοινωνικός ιστός, παρά τη μεγαλύτερη δύναμη (και σοβαρότητα) των συνδικάτων και παρά τα πολιτικότερα (και αξιοπρεπέστερα) χαρακτηριστικά της πορτογαλικής «αγανάκτησης».
Η συνεργασία των κυβερνήσεων με την τρόικα (με θύμα έναν ζηλωτή Υπουργό Οικονομικών και παραλίγο και τον κυβερνητικό συνασπισμό), η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών (δια της σκληρής οδού, όπως και στις άλλες χώρες), η άνοδος των εξαγωγών, η μείωση της ανεργίας, το γενικότερο κλίμα στην Ευρώπη κατέστησαν δυνατή την αποχώρηση της τρόικας. Στις αρχές Μαΐου αναμένεται να οριστικοποιηθεί και στα μέσα Μαΐου να αποφασιστεί η συνέχεια της περιπέτειας: με μικρό δίχτυ ασφαλείας (τη λεγόμενη πιστωτική γραμμή, προς χρήση σε περιπτώσεις ανάγκης) ή χωρίς καθόλου δίχτυ, με κατευθείαν έξοδο στις αγορές, όπως έκανε η Ιρλανδία. Η ποιοτική διαφορά δεν είναι ασήμαντη, όχι τόσο από πλευράς προγράμματος επιτήρησης (η συνέχιση της επιτήρησης για τις πρώην μνημονιακές χώρες είναι δεδομένη, παρόλο που αλλάζει η ένταση και ο χαρακτήρας της), όσο για το πολιτικό σήμα που θα εκπέμψει: μπορεί ο ευρωπαϊκός Νότος να ξανασταθεί μόνος στα πόδια του;
Και να ξανασταθεί, τίποτα δεν θα έχει οριστικά κερδηθεί. Θα μπορούμε όμως ακόμα πιο εύκολα να λέμε πως «είμαστε όλοι Πορτογάλοι».