Επί δεκαετίες ολόκληρες η Ιερουσαλήμ αποτέλεσε το μεγάλο αγκάθι για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Ακόμα και όταν, στα τελευταία της προεδρικής θητείας του Κλίντον επί Αραφάτ ακόμα, οι δύο πλευρές είχαν φτάσει στο παραπέντε της συμφωνίας, το ζήτημα της Ιερουσαλήμ στάθηκε μέχρι και την τελευταία στιγμή ανυπέρβλητο εμπόδιο. Οι συνομιλίες έχουν διακοπεί για αρκετά χρόνια, κυρίως λόγω της εποικιστικής πολιτικής του Ισραήλ.
Το μεγάλο αυτό και κρίσιμο πρόβλημα αποφάσισε να το λύσει, με το γνωστό του ανεύθυνο τρόπο, ο Ντόναλντ Τραμπ. Προχώρησε στην αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ μεταφέροντας μάλιστα σ’ αυτήν και την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αδιαφορώντας τόσο για την κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας όσο και για τις άμεσες επιπτώσεις που θα έχει η αναγνώριση αυτή σε μια πολυδοκιμασμένη από τη βία περιοχή του πλανήτη. Η επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών απομακρύνεται, ενισχύονται οι δυνάμεις που επιδιώκουν τη λύση μέσω της αντιπαράθεσης και της τυφλής βίας.
Ο Τραμπ δικαιώνει, για μια ακόμα φορά, την επιλογή του Πούτιν να βάλει πλάτη για την εκλογή του αλλά και όσους πιστεύουν ότι ο Κιμ βρήκε τον κατάλληλο Αμερικανό πρόεδρο για να παίξει πόλεμο. Και δεν έχει ακόμα κλείσει χρόνο…