Στον πολύ επίκαιρο διάλογο που εξελίσσεται για την Κεντροαριστερά έχω την εντύπωση ότι πολύ συχνά η έλλειψη επιχειρημάτων και δυνατότητας επανακαθορισμού των αξιακών σημείων αναφοράς του χώρου αυτού συγκαλύπτεται από μια φανατική αντι-ΣΥΡΙΖΑ συνθηματολογία (καταγγελία γενικώς και αορίστως εθνικολαϊκισμού-καθεστωτισμού) είτε σε μια στάση αποϊδεολογικοποιημένης ουδετερότητας που δεν κάνει άλλο παρά να αναπαράγει μια άνευρη κεντρώα εκδοχή του προοδευτικού-δημοκρατικού χώρου.
Για να καλυφθεί το πολιτικό κενό εντατικοποιείται η επίκληση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν στη χώρα. Ωστόσο εδώ προκύπτουν σημαντικά ερωτήματα:
-Σε τι είδους μεταρρυθμίσεις αναφέρεται η πλειοψηφία του χώρου της Κεντροαριστεράς;
-Στη σημερινή κατάσταση πολυεπίπεδης κρίσης υπάρχουν ακόμη δυνατότητες για διαδρομές ατομικής και συλλογικής χειραφέτησης;
Νομίζω ότι δύσκολα κανείς θα μπορούσε να εναντιωθεί στην ιστορικά εμπεδωμένη σοσιαλδημοκρατική μεταρρύθμιση σαν σύνθετη στρατηγική που ευνόησε τη μείωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Οι περίοδοι της σοσιαλδημοκρατικής ακμής (χαρακτηριστική η σουηδική εμπειρία, η διακυβέρνηση Χ. Γουίλσον στην Βρετανία, η πρώτη περίοδος Πρόντι στην Ιταλία) φαίνεται ότι έχουν κυριολεκτικά συρρικνωθεί δίνοντας χώρο σε μια νέα δήθεν μεταρρυθμιστική ρητορική που υποστηρίζει παρεμβάσεις νεοφιλελεύθερης λιτότητας.
Πρόκειται για μια ρητορική που κυριολεκτικά σαρώνει εγκαθιδρυμένες κοινωνικές πολιτικές στην καρδιά της Ευρώπης και προωθεί με έναν τρόπο ιδιαίτερα βίαιο έναν κοινωνικό δαρβινισμό όπως τον παρατηρήσαμε μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 στις χώρες των PIGS. Αυτή η κρίση ανέδειξε βαθιές αλλαγές στις γεωπολιτικές ισορροπίες. Μερικά μεγάλα γεωπολιτικά φαινόμενα που σημάδεψαν την τελευταία 15ετία μεταξύ των οποίων οι πόλεμοι της ΕΕ και των ΗΠΑ για τον έλεγχο του πετρελαίου παρήγαγαν μια αυξανόμενη συστημική σύγκρουση μεταξύ του δυτικού και του ισλαμικού κόσμου, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στην ριζοσπαστικοποίηση των ισλαμικών κινημάτων και στην ανάδυση ενός ειδεχθούς τρομοκρατικού κινήματος από τα κάτω, το οποίο δεν είναι πλέον ελέγξιμο από τα πάνω. Οι μεγάλες πλανητικές αλλαγές γέννησαν το τεράστιο μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα και ανέδειξαν την πολιτική και ηθική ανικανότητα της Ευρώπης να το διαχειριστεί.
Η παρακμή της σοσιαλδημοκρατικής κουλτούρας έδωσε χώρο στην ανάδειξη μιας νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά ταυτόχρονα στην ακροδεξιά, σε εθνικιστικές εξάρσεις, σε ξενοφοβία και στην ενίσχυση κάθε είδους συντηρητικής και προστατευτικής πολιτικής.
Ισως μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε μια ιδιαίτερα ανησυχητική οικονομική και κοινωνική παρακμή που τροφοδοτεί την οπισθοχώρηση της υπεράσπισης των δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης, της κουλτούρας της ανοχής, της ενεργού συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών απέναντι σε πολιτικές και κοινωνικές δυσπλασίες.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι και τα άτομα και οι τοπικές κοινωνίες απέναντι σε κάθε φαινόμενο αβεβαιότητας και οπισθοδρόμησης απαντούν με αμυντικές στρατηγικές στο αίσθημα της πολιορκίας από έξω με τείχους, με κλείσιμο των συνόρων, με ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας και με κατηγοριοποίηση αυτών που εύκολα μπορούν να γίνουν αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Ο συνδυασμός λαϊκισμού και εθνικισμού είναι απαράλλαχτος και απλός από την εποχή της γέννησης του φασισμού στην Ευρώπη: Είναι ένοχος αυτός που κυβερνά (ελίτ) και είναι ταυτόχρονα ένοχος από τα κάτω αυτός που απειλεί την «καθαρότητα» της ταυτότητάς μας (μετανάστες). Η βία αυτού του πολιτικού λόγου βρίσκει μέσα σ αυτές τις συνθήκες τους πραγματικούς στόχους της: τους κοινωνικούς θεσμούς, τους διαφορετικούς (πρόσφυγες, τσιγγάνους, τρελούς, εξαρτημένους, μειονότητες) που πολιορκούν τις βεβαιότητές μας και τις σταθερές αξίες μας (πατρίδα, έθνος, θρησκεία) όπως και την οικονομική μας ασφάλεια (εργασία, ιδιοκτησία, καταθέσεις). Η συσσώρευση όλων αυτών των προβλημάτων μπορεί να αποκτήσει μια εκρηκτική διάσταση και να οδηγήσει την ουσία του διαλόγου της Κεντροαριστεράς σε μια απολίτικη συρρίκνωση της αντίθεσης Αριστεράς-Δεξιάς.
Είναι μια μέθοδος που αναδεικνύει ως πρωτεύουσα αντίθεση τον μεταρρυθμισμό/εκσυγχρονισμό απέναντι στον λαϊκισμό ή την προσήλωση στο ευρωπαϊκό ιδεώδες απέναντι σε μια πολιτισμική και κοινωνική καθυστέρηση με χαρακτηριστικά επαρχιωτισμού.
Ωστόσο, όσο αποφεύγουμε να μιλήσουμε καθαρά γι αυτό που υπήρξε ο πυρήνας της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης, δηλαδή για τη μείωση των ανισοτήτων, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και την ανάδειξη καινοτόμων κοινωνικών πολιτικών τότε φτωχαίνουμε δραματικά την όποια δομημένη αντίθεση ανάμεσα στον διπολισμό. Πολιτική χωρίς νέες πολιτικές ιδέες και συγκροτημένη ιδεολογία δεν υφίσταται.
Αν μια ενότητα του χώρου συγκροτείται με έναν τρόπο απολίτικο όπου δεν ισχύει η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς, με έναν άνευρο προσδιορισμό του προοδευτικού “κέντρου”, τότε ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για να αναβιώσει ιδεολογικά και κυρίως φαντασιακά σε μαζικό επίπεδο η “γραμμή” του ιδρυτή του ισπανικού φασιστικού κινήματος Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά: “ο φασισμός υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι υπεράνω των κομμάτων και των κοινωνικών τάξεων, κάτι σταθερό, υπερβατικό, υπέρτατο που προσδιορίζεται από την ιστορική ενότητα την οποία ονομάζουμε πατρίδα”.
Εδώ ξαναβρίσκουμε μετά από έναν σχεδόν αιώνα το ψέμα εκείνων των ακροδεξιών κινημάτων που εκμεταλλεύονται την κοινωνική αδικία προάγοντας στην πραγματικότητα μια διφορούμενη “ιδέα” του λαού η οποία λειτουργεί σαν υπερβατικό υπνωτικό πρόταγμα των οργισμένων μαζών. Εξάλλου, ο ίδιος ο Αντόνιο Γκράμσι είχε καταλάβει πολύ καλά από τη δεκαετία του 30 τον κίνδυνο και την αυταπάτη της λαϊκιστικής ψευδοδημοκρατίας.
Στην Ευρώπη, στο τέλος του Β παγκόσμιου πολέμου, η φτώχεια, τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα, η καταστροφή του αστικού ιστού, η παράλυση της βιομηχανικής δραστηριότητας, η διάλυση της παιδείας, της εργασίας και της δημόσιας υγείας αποτελούσαν δραματικές διαστάσεις αυτής της εποχής με μία βασική διαφορά με το σήμερα: Ολες αυτές οι επώδυνες κοινωνικές συνθήκες εγγράφονταν στο εσωτερικό ενός πλαισίου ελπίδας, ενός νέου κοινωνικού σχεδίου και συμβολαίου, ενός οράματος και ενός ονείρου για το μέλλον μέσα σε ένα περιβάλλον ειρήνης. Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία ανέδειξε την δημόσια παιδεία, την προστασία της εργασίας, την στήριξη των ασθενέστερων στρωμάτων μέσα από ένα αποτελεσματικό σύστημα δημόσιας υγείας και πρόνοιας σαν ισχυρούς πυλώνες του κράτους δικαίου.
Στο πλαίσιο της οικοδόμησης αυτού του κράτους αναπτύχθηκαν κοινωνικά κινήματα απελευθέρωσης των ιδρυματοποιημένων και κοινωνικά αποκλεισμένων πληθυσμών, των περιθωριακών, των φτωχών, των “καταραμένων” αυτής της γης. Η κουλτούρα του αποϊδρυματισμού και της κριτικής αντιμετώπισης των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου και εγκλεισμού της διαφορετικότητας άνοιξε δρόμους κοινωνικής χειραφέτησης στα πεδία της υγείας, της εκπαίδευσης και των δικαιωμάτων. Η ταύτιση της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας με την νεοφιλελεύθερη λογική και κουλτούρα κάνει ώστε οι απόλυτες αξίες του κράτους δικαίου και των πεδίων κοινωνικής χειραφέτησης να μετατρέπονται σε απλές μεταβλητές που εξαρτώνται από τις παραμέτρους ενός προϋπολογισμού, στάση που αυτοανακηρύσσεται ως οικονομικός ρεαλισμός ενώ κρύβει έναν βαθύ πολιτικό κυνισμό.
Η κρίση του κράτους πρόνοιας για τους επικριτές του είναι τριπλή: Χρηματοδότησης, αποτελεσματικότητας, νομιμοποίησης των δημόσιων δαπανών.
Όπως εύστοχα παρατηρεί η Ρεβώ ντ’Αλλόν στο πρόσφατο βιβλίο της «Γιατί δεν αγαπάμε τη Δημοκρατία», ο νέο-φιλελευθερισμός επιχειρεί ,ακριβώς, «να πλήξει τους τρόπους υποκειμενοποίησης που αφορούν το είναι των πολιτικών υποκειμένων». Με άλλα λόγια αυτή η ιδεολογία προσπαθεί να συρρικνώσει, αν όχι να αδρανοποιήσει, το αίτημα για ελευθερία και χειραφέτηση του ατόμου μέσα από την αύξηση της χρήσης των τεχνικών και των εργαλείων της πολιτικής ορθολογικότητας, ώστε να πραγματοποιήσει μια μετάβαση από το «φυσιολογικό» στο «παθολογικό» στο κοινωνικό σώμα.
Κατά συνέπεια, το ερώτημα που μας αφορά είναι κατά πόσο με αυτές τις επικρατούσες πολιτικές στην Ευρώπη παράγονται αποτελέσματα μέσα από την ύφεση αξιών που καταργούν τους δρόμους της κοινωνικής χειραφέτησης.
Στον αντίποδα κινητοποιούνται νέοι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου του περιθωρίου μέσα από τον δια-ιδρυματισμό (μεταφορά εγκλείστων από μια ιδρυματική δομή σε άλλη), την κατάρρευση όλων των αποτελεσματικών μέχρι τώρα θεσμικών λύσεων επανένταξης των μειονοτήτων και του κοινωνικά «παθολογικού».
Οι προτάσεις που θα ήθελα να καταθέσω απέναντι σε αυτή τη συρρίκνωση της σοσιαλδημοκρατικής ταυτότητας προκειμένου να συναντηθεί εκ νέου με τις διαδρομές κοινωνικής χειραφέτησης είναι οι εξής:
-Η ανάδειξη στην πολιτική ατζέντα νέων καινοτόμων πολιτικών αναδιοργάνωσης των κατακερματισμένων πεδίων της υγείας, της πρόνοιας, της παιδείας, εναλλακτικών μορφών εργασίας και κοινωνικής ένταξης, όπως οι δράσεις της κοινωνικής οικονομίας.
-Η ανανέωση και χρησιμοποίηση της καινοτομίας και της τεχνολογίας σε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και χειραφέτησης. Για παράδειγμα, οι λογικές της ιατρικοποίησης, ψυχιατρικοποίησης, προσφυγής σε νέες μορφές εγκλεισμού ομάδων του κοινωνικού περιθωρίου πρέπει να σταματήσουν και να αντικατασταθούν με μια νέα κουλτούρα και πολιτικές όπου εμπλέκονται οι ίδιοι οι χρήστες των υπηρεσιών στο σχεδιασμό και τη λειτουργία τους. Το αναδυόμενο Ευρωπαϊκό κίνημα για μια Δημοκρατία της Υγείας μπορεί να μεταφερθεί και στους άλλους χώρους ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Οι πρακτικές της φιλοξενίας και της φροντίδας δεν μπορούν να είναι απλές φιλανθρωπικές δράσεις αλλά δραστηριότητες που εγγράφονται συνολικά στους βασικούς πυλώνες και πολιτικές στήριξης ενός κράτους δικαίου.
-Η χρήση της “ουτοπικής σκέψης”: Αυτό που έμαθα μέσα από τη μακροχρόνια εμπλοκή μου στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση και την αλλαγή της ασυλικής κουλτούρας και θεσμών είναι ότι η σκέψη και η πρακτική “του αδύνατου που γίνεται δυνατό” (Μπαζάλια) αποτελούν έναν μηχανισμό διαφύλαξης των διαδικασιών απελευθέρωσης και κοινωνικής χειραφέτησης. Η ευρηματικότητα, ο κοινωνικός πειραματισμός, η δημιουργικότητα, πρέπει να αποτελέσουν τους τρόπους αντιμετώπισης της κοινωνικής παλινδρόμησης σε λόγο και τεχνικές κοινωνικού ελέγχου του διαφορετικού.
Συνοψίζοντας, χρειαζόμαστε έναν λόγο οραματικό, έναν λόγο συγκεκριμένης ουτοπίας, με νέες κοινωνικές συμμαχίες και δικτύωση και όχι απλά μια πρόταση ορθολογικής διαχείρισης της κρίσης. Ας αφήσουμε το νοικοκύρεμα στους πραγματικούς εμπνευστές του, που είναι η Δεξιά και οι ποικίλλες νέο-φιλελεύθερες εκδοχές της.