Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ντέρμπυ, η πόλωση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ κλιμακώνεται και η ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης διολισθαίνει διαρκώς σε καβγάδες τηλεοπτικής κατανάλωσης που δεν έχουν καμία σχέση με τις εθνικές ανάγκες και τις κοινωνικές αγωνίες. Τα βλέμματα είναι ήδη στραμμένα στο ντιμπέιτ της Δευτέρας μεταξύ των δύο διεκδικητών της εκλογικής νίκης, παρόλο που δεν αναμένεται να μάθουμε κάτι περισσότερο σχετικά με το σχέδιό τους (;) για την επόμενη μέρα.
Και οι δύο υιοθετούν ένα προεκλογικό αφήγημα που αναφέρεται στο παρελθόν και συνοψίζεται στο «κοίτα τι έκαναν» (τους προηγούμενους επτά μήνες λέει η ΝΔ, τα προηγούμενα χρόνια λέει ο ΣΥΡΙΖΑ). Με αυτή την έννοια δεν έχει σημασία μόνο ποιο κόμμα θα βγει πρώτο αλλά και ποιο κόμμα θα βγει τρίτο. Γιατί ούτε ο Α. Τσίπρας ούτε ο Ευ. Μεϊμαράκης έχουν ισχυρή μεταρρυθμιστική βούληση για να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές. Και οι δύο θα δεχτούν σοβαρές πιέσεις από τις λαϊκιστικές δυνάμεις των κομμάτων τους για να συντηρήσουν τις πελατειακές δομές, ενώ δεν δείχνουν διάθεση αλλαγής νοοτροπίας σε ό,τι αφορά το παράδειγμα διακυβέρνησης και νομής της εξουσίας.
Εάν δεν υποχρεωθούν από έναν αποφασισμένο μικρότερο αλλά ισχυρό κυβερνητικό εταίρο να ακολουθήσουν το μονοπάτι του εκσυγχρονισμού και του ουσιαστικού εξευρωπαϊσμού της χώρας, δεν πρόκειται να το κάνουν με δική τους πρωτοβουλία – σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δείγματα γραφής. Για αυτό έχει σημασία να σκεφτεί κανείς πολλές φορές πριν ψηφίσει αν έχει σημασία μόνο το ποιος θα πάρει την πρώτη διερευνητική εντολή ή και ποιος θα επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις σε αυτούς που αποδεδειγμένα δεν τις πιστεύουν.