Δεν υπάρχει ούτε ένα ανεπτυγμένο κράτος που να μπορεί να συγκριθεί μαζί του η Ελλάδα χωρίς να συνιστά αυτό καταισχύνη για την ίδια την έννοια της άμιλλας. Ούτε ένα. Όχι, το λέω γιατί διαβάζω πως η Ελλάδα θα είναι το πρώτο ανεπτυγμένο κράτος στην Ευρώπη που θα χρεοκοπήσει και γελάω. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, μήπως θα έπρεπε να γίνω λίγο πιο γενναιόδωρη και να συμπεριλάβω και τα αναπτυσσόμενα σε αυτή τη διαπίστωση, διότι και τα αναπτυσσόμενα —το λέει και η ίδια η λέξη— έχουν μια τάση να… αναπτυχθούν, βρίσκονται σε μια πορεία ανόδου, τέλος πάντων. Από τα κράτη που έχω επισκεφτεί ανά την υφήλιο για τη δουλειά μου, πιο υπανάπτυκτο κράτος από την Ελλάδα θα χαρακτήριζα μόνο την Γκάνα στη Δυτική Αφρική, κι αυτό με αστερίσκο, διότι κι εκεί έβλεπες μια διάθεση για πρόοδο. Καλά, ας μην είμαι υπερβολική, θα υπάρχουν κι άλλα που απλώς δεν έτυχε να επισκεφθώ: είμαι, βέβαιη, ας πούμε, πως η Σομαλία, στην απέναντι ακτή, είναι κατά πολύ χειρότερη.
Πασχίζω να καταλάβω εδώ και χρόνια (τουλάχιστον από τότε που επέστρεψα από σπουδές στο εξωτερικό — ο Θεός να συγχωράει τον πατέρα μου γι’ αυτή την πολυτέλεια που μου προσέφερε) τι ακριβώς είναι αυτό που καθιστά την Ελλάδα ανεπτυγμένη. Μην είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;. Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει; Γιατί κάτι άλλο δεν μπορώ να σκεφτώ, ειλικρινά.
Πιάστε τη ζωή στη χώρα αυτή από την αρχή ώς το τέλος της. Από την κούνια ώς το μνήμα. Βάλτε με το μυαλό σας κάθε στάδιο της ζωής του καθενός μας και κάθε πτυχή της, αφήστε το να κάνει ελεύθερους συνειρμούς: σκεφτείτε τους παιδικούς σταθμούς, τις κούνιες και τα πάρκα, το σχολείο (δημοτικό και γυμνάσιο) και τα βιβλία του, τον τρόπο εισαγωγής και φοίτησης στην ανώτερη εκπαίδευση, το επάγγελμα ή την άσκηση της επιστήμης μας, το εμπόριο, την οδήγηση και τους δρόμους, την καθαριότητα της πόλης, την αρχιτεκτονική και τη ρυμοτομία, τη διαχείριση των σκουπιδιών και την προστασία του περιβάλλοντος, την τοπική αυτοδιοίκηση, την πολιτεία, τις δημόσιες υπηρεσίες και τις δοσοληψίες μας με το κράτος, τη δικαιοσύνη και το —φερόμενο ως— σωφρονιστικό σύστημα, τις συγκοινωνίες, τα μέσα επικοινωνίας, τον Τύπο, την τηλεόραση και την ποιότητα της δημοσιογραφίας, τους γιατρούς και τα νοσοκομεία, τη διαχείριση ζητημάτων όπως η ψυχική ασθένεια, οι εξαρτήσεις και το μεταναστευτικό, και κάντε μια βόλτα μετά και από τους θεσμούς και τις πιο αφηρημένες έννοιες όπως ο γάμος, η τεκνοποίηση, η θέση της γυναίκας, η σχέση μας με το βιβλίο και την τέχνη, με τις μειονότητες και τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, με τη φιλανθρωπία και την εκκλησία, και φτάστε μέχρι την κηδεία και τον (υποχρεωτικό) τάφο. Έχετε προσπαθήσει ποτέ να καθίσετε να καταγράψετε τα προβλήματα που παρουσιάζει καθένα από όλα αυτά; Τον ανορθολογισμό, την ξεκάθαρη τρέλα, σε ορισμένες περιπτώσεις, τις ελλείψεις, τους απίθανους αναχρονισμούς;
Έχω μια φίλη —καλή της ώρα της κοπέλας— Ελληνοαμερικάνα. Ερωτεύτηκε και αποφάσισε να μετακομίσει εδώ από τη Νέα Υόρκη, πριν δεκαπέντε χρόνια. Ζώντας την καθημερινότητά μας, έπαθε σοκ. Μου έλεγε, όταν με συναντούσε, ότι για πράγματα που εγώ θεωρούσα πταίσματα —την απουσία κάδων ανακύκλωσης, ξέρω γω— , εκείνη έκανε διαβήματα επί διαβημάτων σε δημοτικά συμβούλια και υπουργεία. Ο εθελοντισμός και ο ακτιβισμός —για απλά πράγματα, μη φανταστείτε τίποτε μεγάλα οράματα— ήταν μέρος της ζωής της. Εκείνη βέβαια, θα μου πείτε, τα έμαθε αυτά από το νεοϋορκέζικο δημοτικό. Σωστό κι αυτό. Εμείς, από την άλλη, δεν ανοίξαμε ποτέ το στόμα μας, δεν κάναμε το παραμικρό ποτέ για οποιοδήποτε από τα πράγματα που κανονικά συμβαίνουν μόνο σε μπανανίες (και πάλι, ζητώ χίλια συγγνώμη που με αυτό το χαρακτηρισμό μπορεί να θίγω χώρες της Λατινικής Αμερικής που τις μάστιζαν παλιότερα οι δέκα πληγές του φαραώ). Στα σαράντα χρόνια της μεταπολίτευσης, οι δικές μας πορείες, με ή άνευ φασκελωμάτων, έγιναν μόνο για το πορτοφόλι μας: για μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, κλειστά επαγγέλματα, διορισμούς στο δημόσιο, αυτά.
Πού μου ήρθε τώρα και τα γράφω; Γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω για την οικονομική Κρίση που μαστίζει τη χώρα. Καταρχάς, δεν υπάρχει Κρίση που να κρατάει πέντε και έξι χρόνια — άλλο που εμείς τη λέξη την κάναμε σφεντόνα απ’ το ξεχείλωμα. Οι κρίσεις είναι παροδικά φαινόμενα, όχι χρόνιες ασθένειες. Κρίση σημαίνει ήμουν μια χαρά-καλά, τα είχα όλα λυμένα και κάτι αιφνίδιο (πολλές φορές και εξωγενές) συνέβη που με γύρισε πίσω. Τη διαχειρίζομαι και, αργά ή γρήγορα, την ξεπερνώ και επιστρέφω στην τροχιά μου. Στην Ελλάδα δεν έχουμε να κάνουμε με Κρίση. Η Ελλάδα, πολύ απλά, βρέθηκε, για καλή της τύχη, σε ένα κλαμπ όπου κανονικά οι Ελλάδες δεν γίνονται δεκτές. Αυτό έχει να κάνει με τη χρονική περίοδο κατά την οποία έλαβε χώρα, με την ανάγκη εδραίωσης της δημοκρατίας και με ψυχολογικούς, πολιτιστικούς και γεωπολιτικούς λόγους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είχε ποτέ να κάνει με οικονομικούς — όχι, το γράφω για να μην αρχίσει κανείς να μου λέει πάλι ότι μας θέλανε οι Γερμανοί για να μας πουλάνε τις Μερσεντές τους, κάπου έλεος. Τέλος πάντων, με την ελλιπή τους δυνατότητα κατανόησης της νοοτροπίας και των συνθηκών που επικρατούν εδώ, τα άλλα μέλη της λέσχης προσπάθησαν να μας βοηθήσουν να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να διαθέσουμε τα λεφτά της οικονομικής ενίσχυσης στους τομείς όπου υστερούσαμε, να γίνουμε τέλος πάντων μια ανεπτυγμένη χώρα. Στα οικονομικά μεγέθη, υπήρξαν αναλαμπές και χρονικές περίοδοι που δείξαμε να τα καταφέρνουμε. Στην πραγματικότητα, όμως, ούτε οι δομές, ούτε οι νοοτροπίες μας άλλαξαν στο ελάχιστο: το οικοδόμημα ήταν σαθρό σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, και με το πρώτο δυνατό φύσημα του βοριά ήρθε κάτω. Ούτε Κρίση, ούτε τίποτα.
Τι γίνεται τώρα; Δεν ξέρω. Μάλλον έρχονται τα χειρότερα, μάλλον ήρθε η ώρα να φύγουν τα φτιασίδια και να φανεί επιτέλους το άσχημο, γερασμένο πρόσωπο της χώρας που κρύβαμε από κάτω. Έρχονται στιγμές που αναγνωρίζω πως αυτό είναι πλέον μονόδρομος, πως μόνο το σοκ μιας τέτοιας ωμής αποκάλυψης θα μας οδηγήσει κάποτε —μιλάμε για πολύ «κάποτε», όμως— στον δυτικό κόσμο. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα κι εκείνες τις στιγμές εύχομαι βαθιά μέσα μου να γινόταν ένα θαύμα για να το αποφύγουμε. Γιατί θα είναι πολύ φριχτό και δυσβάσταχτο για τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας.