Ούτε η Χρυσή Αυγή ούτε η κρίση ήρθαν το 2009

Εύη Δεληπέτρου 22 Οκτ 2012

Στο διάλογο που αναπτύσσεται τις τελευταίες εβδομάδες γύρω από το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής (Χ.Α.) και της εκδήλωσης ακραίων μορφών αντιδημοκρατικών και ρατσιστικών συμπεριφορών, διατυπώνονται συχνά δύο αλληλοεξαρτώμενοι ισχυρισμοί, που είναι κατά τη γνώμη μου ανιστορικοί και λαθεμένοι.

Σύμφωνα με τον πρώτο ισχυρισμό, αίτιο των συμπεριφορών αυτών είναι η παρούσα κρίση. Επιχειρείται, δηλαδή, μια οικονομική και υλιστική εξήγηση, που δεν αναγνωρίζει ιδεολογικό και πολιτισμικό υπόβαθρο και παραγνωρίζει το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία ήταν σε κρίση πριν από το 2009, κρίση πολιτισμική, κρίση αξιών, κρίση προσανατολισμού. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης συχνά αναφέρουν διάφορες κοινωνικές κατηγορίες, που είτε έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση, είτε λόγω της κρίσης δεν πρόλαβαν να γευτούν τους καρπούς της πλασματικής ευημερίας των προηγούμενων ετών. Λησμονούνται, όμως, κάποια κοινά χαρακτηριστικά των κοινωνικών αυτών ομάδων, που σήμερα ριζοσπαστικοποιούνται είτε προς αριστερά, είτε προς τα δεξιά: Η βαθιά «πίστη» στο πελατειακό σύστημα και στον εναγκαλισμό κράτους – κοινωνίας, η εναντίωση σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση και ενδυνάμωση μιας πραγματικής κοινωνίας πολιτών και πάνω απ’ όλα, ένα κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, αυτό του εθνοκεντρισμού. Κοινό, παρά τις επιμέρους αποχρώσεις. Αποχρώσεις που μπλέκονται τόσο πολύ, ώστε σε μερικές περιπτώσεις να μην είναι σαφή τα όρια μεταξύ εθνοκεντρισμού και εθνικισμού, που έτσι κι αλλιώς αποτελούν συγγενείς αντιλήψεις.

Σύμφωνα με τον δεύτερο ισχυρισμό, που δρα συμπληρωματικά με τον πρώτο, δεν υπάρχει ιδεολογικό και πολιτισμικό υπόβαθρο εθνικισμού και ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία και άρα η άνοδος της Χ.Α. είναι απλώς συγκυριακή. Οι υποστηρικτές του ασπάζονται ακόμα την ιδιαίτερα διαδεδομένη – ειδικά πριν από κάποια χρόνια – άποψη για την «ανεκτικότητα» της ελληνικής κοινωνίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι η ανεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας, ήταν πλασματική. Όταν οι νεοέλληνες περηφανεύονταν για την ανεκτικότητά τους και λοιδωρούσαν άλλες κοινωνίες για τη συζήτηση που μετά επιτάσεως άνοιγαν για την πολυπολιτισμικότητα, απλώς έκλειναν τα μάτια μπροστά σε άσχημες αλήθειες και απέστρεφαν το πρόσωπο, αρνούμενοι να βάλουν στο επίκεντρο την πολιτισμική σημασία των γεγονότων, ακόμα κι όταν σχεδόν σε κάθε εθνική επέτειο ξεσπούσαν επεισόδια για την εθνικότητα του μαθητή ή της μαθήτριας που θα κρατούσε τη σημαία. Να υπενθυμίσουμε ότι τα επεισόδια αυτά λάμβαναν χώρα στα χρόνια της ευημερίας. Να πούμε επίσης ότι η απαράδεκτη αντίδραση του κ. Στυλιανίδη δεν ήταν καινοφανής, αλλά ήρθε ως συνέχεια και κατάληξη τέτοιων συμπεριφορών. Εδώ όμως τίθεται ένα καίριο ερώτημα: Εκτός από τη «φιλοξενία» του Ξένιου Δία, η ανάγκη της πολυπολιτισμικής διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας, θα μπει κάποτε στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου;

Η Χ.Α. δεν ήρθε συγκυριακά. Δεν ήταν μόνο η οικονομική κρίση και η κατάρρευση του συστήματος που συνέβαλαν στην άνοδό της. Οι παράγοντες αυτοί είχαν τη δράση του καταλύτη στη χημεία: Επιτάχυναν και διευκόλυναν τη χημική αντίδραση. Το έδαφος ήταν πρόσφορο και γόνιμο, προσεκτικά οργωμένο και επιμελώς λιπασμένο, όχι μόνο από τη δράση του πελατειακού συστήματος (που χρειαζόταν ιδεολογικές νομιμοποιήσεις και δικαιολογίες), αλλά και από τη δράση των κυρίαρχων πολιτικών, κοινωνικών και πνευματικών ελίτ και την απήχηση των παραδειγμάτων που αυτές πρόσφεραν.

Την Χ.Α. δεν την έφερε ούτε μόνο η βία του άλλου άκρου, της άκρας αριστεράς, που βέβαια και αυτή -πάνω απ’ όλα απόλυτα καταδικαστέα- διαδραματίζει όχι μόνο το ρόλο του καταλύτη που ανέφερα παραπάνω, αλλά και δίνει εύκολες προφάσεις και δικαιολογίες εκτός από έντονο παράδειγμα προς αποφυγή.

Ο ελληνοκεντρισμός αποτέλεσε το θεμελιώδες ιδεολόγημα πάνω στο οποίο η νεοελληνική κοινωνία στήριξε την αυτοσυνειδησία της και το ιδεολογικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο αρθρώθηκαν τα πολιτικά μορφώματα. Απέναντι σ’ αυτό το ιδεολόγημα, δεν υπήρξε σοβαρός αντιπολιτευτικός λόγος. Η ουσία του μεταπολεμικού ορισμού του έθνους -η ευθύγραμμη ανάπτυξη από τους αρχαίους Έλληνες μέσω της ελληνιστικής εποχής και του κύρια ελληνορθόδοξου Βυζαντίου προς μια σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα- δεν τέθηκε σε ουσιαστική αμφισβήτηση ούτε κατά τη μεταπολίτευση, ούτε καν με την ευρωπαϊκή πρόκληση. Η έλλειψη ουσιαστικού αντιπολιτευτικού λόγου στο κυρίαρχο ιδεολόγημα της συνέχειας μετά τη μεταπολίτευση, ήταν η ουσιαστική προϋπόθεση για την επαναδιατύπωση του εθνικιστικού λόγου, στο τέλος της δεκαετίας του ’80. Η επανεμφάνιση του εθνικισμού ως πολιτικού λόγου και συλλογικού αισθήματος κατά τα τελευταία χρόνια, δεν είναι τυχαία, αντίθετα προετοιμάστηκε τόσο από διάφορες διαδικασίες εθνογένεσης (nation- building) από το ’74 και μετά, όσο και από την οπορτουνιστική τακτική πολιτικών, κοινωνικών και πνευματικών ελίτ, κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Η χωρίς προηγούμενο αύξηση του επιπέδου ευημερίας, έδωσε στην ελληνική κοινωνία μια νέα αυτοπεποίθηση, που παραβλέποντας την έλλειψη εκσυγχρονισμού των ανορθολογικών κοινωνικών και πολιτικών δομών, άρχισε να φαντασιώνεται με τις νέες «δυνατότητες του έθνους». Στη συγκυρία αυτή, ο ελληνοκεντρισμός, αφενός γίνεται σχεδόν εθνικισμός -αποθεώνει την «ιδιαίτερη ελληνική ψυχή», παρεμποδίζει την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση με την ετερότητα, προβάλλει τη διαφορά και παρακωλύει την προσπάθεια της εύρεσης των κοινών χαρακτηριστικών με τον Άλλον, στην ουσία προβάλλοντας μια νωθρή ιδιαιτερότητα- και αφετέρου καθίσταται το κυρίαρχο πολιτισμικό ιδίωμα, συνοψίζει και κολακεύει την εθνική αυτοπεποίθηση. Το ιδίωμα αυτό ήταν σε αγαστές και αρμονικές σχέσεις με το πελατειακό σύστημα -το οποίο η επισφαλής ευημερία ενδυνάμωσε- και εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο την ομοιογένεια στις αξίες που επέφερε ο γρήγορος πλουτισμός και η εσπευσμένη κατανάλωση.

Αν λοιπόν θέλουμε να δώσουμε ικανές και αποτελεσματικές απαντήσεις στην άνοδο της Χ.Α. και στους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί, θα πρέπει να ανοίξουμε μέτωπο μ’ αυτό το βαθύτερο πολιτισμικό πλέγμα. Το μέτωπο αυτό, όμως, για να είναι αποτελεσματικό, χρειάζεται ειλικρίνεια, συνέπεια, τόλμη και απόφαση να αντικρίσουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη της πραγματικότητας και όχι σ’ εκείνον τον παραμορφωτικό που χρησιμοποιούσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.

Καταλήγω δηλαδή, ότι η Χ.Α. αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής. Με ριζικό εκσυγχρονισμό και βαθιές πολιτισμικές τομές, γιατί κυρίως αυτές αποτελούν τους οδοδείκτες της κοινωνικής αλλαγής. Γιατί η Χ.Α. είναι γνήσιο παιδί της πορείας, των τρόπων, των πρακτικών και των ιδεολογημάτων που μας έφεραν εδώ. Για την αλλαγή των κοινωνιών είναι απαραίτητες και οι πολιτισμικές προϋποθέσεις, μόνο οι υλικές δεν αρκούν. Αυτός είναι κι ένας από τους κύριους λόγους που προηγούμενα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα απέτυχαν.

Εκσυγχρονισμός σημαίνει τη διαμόρφωση των όρων για μια ανοιχτή κοινωνία, που θα είναι σε θέση να διαλέγεται, να κρίνει, να επικρίνει, να αμφισβητεί, να δέχεται και να απορρίπτει. Για να είναι σε θέση να το κάνει αυτό, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να κρίνει και να αποτιμήσει με ειλικρίνεια τον εαυτό της, ώστε να καταλήξει στις δυνατότητες και στις αδυναμίες της, να διασαφηνίσει τις ανάγκες της, να καθορίσει τις ευκαιρίες και να αντιληφθεί τις απειλές. Η μονομερής αναζήτηση της ταυτότητας σ’ ένα αποκαθαρμένο παρελθόν, δεν αρκεί. Πέρα από το «είμαστε απόγονοι των…», χρειάζεται να συζητήσουμε επίσης το «είμαστε εκείνοι που ως στόχο έχουν…». Ο Κώστας Αξελός, έγραψε : «Για να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική, θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τη δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει, αν όχι προς το μοντερνισμό, τουλάχιστον προς τη νεωτερικότητα.»