Το γεγονός πως μία από τις υπάρχουσες ετυμολογικές ερμηνείες για τη λέξη Ουκρανία βασίζεται στη σλαβική λέξη για το «άκρο» ή «σύνορο» αποτελεί ιστορική ειρωνεία. Χαρακτηριστικό είναι πως η χρήση του οριστικού άρθρου («the», «l’») που προηγείται του ονόματος της χώρας σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες έχει καταστεί πολιτικά μη ορθή, όπως άλλωστε και ο κατά πολύ παλαιότερος προσδιορισμός της ως «Μικρή Ρωσία». Ωστόσο και οι δύο ονοματολογικές πρακτικές δεν έχουν τις απαρχές τους στη δήθεν προϋπάρχουσα αντιπαλότητα Ρωσίας-Ουκρανίας αλλά στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντίστοιχα. Το μεν «άκρο» αποτελεί αναφορά στο ανατολικό σύνορο της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, ο δε επιθετικός προσδιορισμός «Μικρή» στη διοικητική διχοτόμηση της σλαβικής μητρόπολης («Μεγάλη Ρωσία» και «Μικρή Ρωσία») τον 14ο αιώνα.
Ιστορικά, η προσάρτηση της Ουκρανίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία και η απόσχισή της από την Ε.Σ.Σ.Δ. έλαβαν χώρα, επίσης χάρη σε μια ειρωνεία της Ιστορίας, υπό απολύτως συγκρίσιμες συνθήκες και για παρόμοιους λόγους. Άλλωστε στα 40.000 και πλέον χρόνια ανθρώπινης ιστορίας στις ουκρανικές πεδιάδες, η πλάστιγγα των εμπόλεμων συρράξεων, κατοχής και εξανδραποδισμών γέρνει εμφατικά προς τη Δύση.
Η κατάλυση του πρώτου «ουκρανικού» κράτους (βασίλειο των Ρως) από μία μεγάλη ανατολική δύναμη συνέβη για πρώτη φορά το 1240 όταν οι Μογγόλοι κατέστρεψαν το Κίεβο. Μετά την παρακμή της Μογγολικής Αυτοκρατορίας και τον διαμελισμό των ευρωπαϊκών εδαφών της, η Ουκρανία πέρασε στον έλεγχο της Λιθουανίας (βόρειος, βορειοδυτικός τομέας, Βολυνία), της Πολωνίας (Γαλικία) και της Ουγγαρίας (Ζακαρπάτια). Ακολουθεί μια περίοδος σχετικής γεωπολιτικής σταθερότητας και αύξησης του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η οποία οδηγεί μεγάλους αριθμούς Γερμανών, Πολωνών, Λιθουανών και Εβραίων να μετοικήσουν στα ουκρανικά εδάφη. Καθώς υποχωρεί η επιρροή των Μογγόλων, η Οθωμανική Αυτοκρατορία επεκτείνεται στην περιοχή της Κριμαίας (εκτοπίζοντας τους Γενοβέζους εμπόρους που είχαν εγκατασταθεί εκεί) μέσω του τατάρικου προτεκτοράτου της, ενός ιδιόρρυθμου και ημιαυτόνομου «χανάτου» με κύρια οικονομική δραστηριότητα το δουλεμπόριο.
Αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως «δυτικό» κομμάτι της Ουκρανίας, εκεί δηλαδή που κατοικεί η «δυτικόφιλη» πλειονότητα του πληθυσμού, έχει τις ρίζες του στον 16ο αιώνα. Η Συνθήκη του Λούμπλιν (1569), η οποία στην πραγματικότητα ήταν μια χάρτα για τη θεσμική ένωση της μέχρι πρότινος δυναστικής ένωσης Πολωνίας-Λιθουανίας, ορίζει πως τα εδάφη της Ουκρανίας θα αποτελούν στο εξής κτήσεις του Πολωνικού Στέμματος. Πολωνοί γαιοκτήμονες, αλλά και αγρότες, μετοίκησαν στο νέο «άκρο» της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας προκειμένου να εκμεταλλευτούν τα εύφορα εδάφη ανακουφίζοντας παράλληλα την πίεση στο εσωτερικό της Πολωνίας από την υπερσυσσώρευση εδαφών-λατιφούντιων στα χέρια ελάχιστων ευγενών. Η διαδικασία του εποικισμού συνοδεύτηκε από προσπάθειες «εκπολωνισμού» της Ουκρανίας, οι οποίες είχαν μεικτή επιτυχία – η εισαγωγή του καθολικού δόγματος συνοδεύεται από την ίδρυση της Ουνιτικής Εκκλησίας, η δουλοπαροικία από ιδέες της Αναγέννησης. Έως αυτή τη χρονική στιγμή είναι σαφές πως, εάν εξαιρέσουμε τις χαοτικές συρράξεις μεταξύ αυτόνομων πριγκιπάτων την εποχή των Ρως, το ρωσικό κράτος (σε καμία από τις πρώιμες μορφές του) δεν είχε επεκτατικές βλέψεις προς την Ουκρανία. Αντίθετα η Πολωνία –κομμάτι της οποίας ήταν και η Ουκρανία– ήταν εκείνη που εκμεταλλεύτηκε την αναρχία που επικρατούσε στη Ρωσία τα πέτρινα χρόνια 1557-1613, δηλαδή μεταξύ του θανάτου του Φιόντορ Α΄ και της ενθρόνισης του Μιχαήλ Ρομανώφ προκειμένου να πετύχει εδαφικά κέρδη.
Η πρώτη χρονολογικά πρωτοβουλία ένωσης των δύο κρατών, τουλάχιστον σε διπλωματικό επίπεδο, ήρθε μετά την αποτυχημένη εξέγερση των Κοζάκων του Ζαπορόζιε ενάντια στους Πολωνούς (1648-57) με ηγέτη τον χετμάνο Μπογκντάν Χμελνίτσκι. Οι Κοζάκοι του Ζαπορόζιε –ξεχωριστή ομάδα από τους Κοζάκους του Ντον οι οποίοι είχαν ήδη προσεγγίσει τη Μόσχα και τους Κοζάκους του Κουμπάν που περιήλθαν υπό ρωσική εξουσία το 1783– επιχείρησαν να επαναφέρουν την εξέγερση από τα πρόθυρα της ήττας με τη Συνθήκη του Περεγιασλάβ το 1654, έτος από το οποίο κατά σύμβαση χρονολογείται η πρώτη ένωση Ρωσίας-Ουκρανίας. Η ιστορική εικόνα του κοζάκου χετμάνου στη σύγχρονη Ουκρανία διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, όπως για παράδειγμα και στη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου η κάθε χώρα έχει «οικειοποιηθεί» τον Καρλομάγνο. Οι περισσότεροι κάτοικοι της δυτικής Ουκρανίας, ιδιαίτερα όσοι είναι καθολικοί με πολωνικές καταβολές, εμφανίζονται είτε εχθρικοί (αμφισβητώντας για παράδειγμα την «ουκρανικότητα» του Χμελνίτσκι) είτε απλώς αδιάφοροι. Τον 21ο αιώνα, η Συνθήκη του Περεγιασλάβ αποτελεί το επίκεντρο θερμών ανταλλαγών μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών ιστορικών – με αφορμή κυρίως την προοπτική επαναφοράς του ονόματος «Μικρή Ρωσία». Παρόλο που το κείμενο της Συνθήκης δεν έχει διασωθεί, είναι σχεδόν βέβαιο πως οι προθέσεις του χετμάνου, η εξασφάλιση δηλαδή ενός ισχυρού συμμάχου και της αυτονομίας του κοζάκικου κράτους, ξεπεράστηκαν κατά πολύ από τις εξελίξεις: οι συνέπειες ήταν μακροχρόνιες και εξαιρετικά σοβαρές.
Παρ’ όλα αυτά, η άνοδος της Ρωσίας ως αυτοκρατορικής δύναμης, η οποία χρονολογείται από το 1721, δεν επηρεάζει ουσιαστικά τις ρωσοουκρανικές σχέσεις σε επίπεδο πληθυσμών. Ακόμα και η προσάρτηση εδαφών ανατολικά του Δνείπερου από τη Ρωσία το 1667 δεν κατοχυρώνεται οριστικά παρά μετά τη νίκη επί των Σουηδών στην Πολτάβα το 1709. Συνέπεια των ρωσοοθωμανικών πολέμων, το τατάρικο χανάτο της Κριμαίας θα απορροφηθεί και στη συνέχεια θα διαλυθεί οριστικά από τη Μεγάλη Αικατερίνη το 1783. Ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός της Ρωσίας με την Πολωνία-Λιθουανία και αργότερα την Οθωμανική και την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία είχε όντως ως αποτέλεσμα την απορρόφηση ολόκληρης της σημερινής Ουκρανίας, μια διαδικασία που ολοκληρώνεται όμως μόλις το 1812 με την προσάρτηση της Βεσσαραβίας. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι στις συρράξεις που μεσολάβησαν μεταξύ της Συνθήκης του Περεγιασλάβ και της Συνθήκης του Βουκουρεστίου ο γηγενής πληθυσμός της Ουκρανίας συντάχθηκε σύσσωμος με τη ρωσική πλευρά ή την πλευρά του εκάστοτε αντιπάλου της. Η κληρονομιά του Περεγιασλάβ έγκειται στο ότι στάθηκε τροχοπέδη στη διαδικασία εκπολωνισμού των Ουκρανών και αποτέλεσε έναυσμα για την περισσότερο πλήρη και μακροχρόνια διαδικασία εκρωσισμού τους. Η ονομασία «Μικρή Ρωσία» –σε αντιστοιχία με τη «Μεγάλη» και τη «Λευκή» Ρωσία– επανέρχεται στο προσκήνιο με τη ρωσική κατάκτηση τον 18ο αιώνα.
Αντίστοιχα, ο Πόλεμος της Κριμαίας (1853-56), όπως και η πλειονότητία των ένοπλων συγκρούσεων του 19ου αιώνα, δεν οφείλεται σε φυλετικές ή πολιτισμικές διαφορές παρά στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η εσωτερική πολιτική της Ρωσίας στην Ουκρανία φαινομενικά συνεχίζει να είναι αυτή του επιθετικού εκρωσισμούς: καταργείται ο ουκρανικός νομικός κώδικας, το 1876 απαγορεύεται η χρήση της γλώσσας, ενώ ταυτόχρονα καταπιέζεται η Ουνιτική Εκκλησία. Τα γεγονότα αυτής της ιστορικής περιόδου είναι εκείνα που σήμερα αναφέρονται συχνότερα ως ενδεικτικά μιας διαχρονικής ρωσικής προσπάθειας για την καταστολή της ουκρανικής ταυτότητας. Όμως το 1818 η ουκρανική γλώσσα αποκτά την πρώτη της Γραμματική (την οποία ο συγγραφέας χαρακτήρισε, ίσως με μια δόση υπερβολής, μια Γραμματική «διαλέκτου υπό εξαφάνιση») και το 1823 το πρώτο της λεξικό. Η σημαντικότερη ίσως εξέλιξη είναι η ανάδειξη μιας «εθνικής ταυτότητας» χάρη στην πρωτοπόρα προσπάθεια της ανερχόμενης ιντελιγκέντσιας, εκπρόσωποι της οποίας στην Ουκρανία –όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας– κάνουν χρήση της λαογραφίας και συγκεκριμένα της λαογραφίας του αγροτικού πληθυσμού για να τεκμηριώσουν μία εθνικιστική προσέγγιση στην Ιστορία. Η διασημότερη τέτοια προσωπικότητα στην Ουκρανία ήταν ο ποιητής Τάρας Σεβτσένκο (1814-1859). Προκειμένου να υποδείξουν διαφορετικότητα («εμείς», «οι άλλοι»), οι εθνικιστές διανοούμενοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο Ουκραΐνα, λέξη που απαντάται σε μερικά από τα ελάχιστα κείμενα των Ρως του Κιέβου που διασώζονται. Εξού και η κατηγοριοποίηση της λέξης Ουκρανία ανάμεσα στους νεολογισμούς του 19ου αιώνα, εφόσον έως τότε οι κάτοικοί της αυτοπροσδιορίζονταν ως μουζίκοι ή ως ορθόδοξοι ή απλώς ως τουτέσνι (γηγενείς). Στη Γαλικία των Αψβούργων, γύρω δηλαδή από το Λβοφ, το ουκρανικό εθνικιστικό κίνημα είχε μεγαλύτερη επιτυχία καθώς ίδρυσε δικό του πανεπιστήμιο και νόμιμους πολιτικούς σχηματισμούς. Οι Αυστριακοί ήταν λιγότερο αυταρχικοί, εν μέρει λόγω της πολυπολιτισμικής φύσης της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, αλλά κυρίως επειδή ήθελαν να ενθαρρύνουν μια ισχυρή ουκρανική ταυτότητα ως αντίβαρο στην πολωνική.
Με την κατάρρευση της Αυστροουγγρικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι Ουκρανοί κατάφεραν να εγκαθιδρύσουν βραχύβιες κυβερνήσεις στο Λβοφ και το Κίεβο – όμως όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξανασχεδίασαν τον ευρωπαϊκό χάρτη στις Βερσαλλίες και τον Άγιο Γερμανό τούς αγνόησαν. Η καταστροφή και η ερήμωση που υπέστη η Ουκρανία στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε μόνο η απαρχή της χειρότερης περιόδου στην ιστορία της περιοχής. Τα μεταπολεμικά χρόνια, η αντίστιξη μεταξύ των Πολωνών, οι οποίοι εξαπέλυσαν αιματηρές διώξεις ενάντια στους Ουκρανούς εθνικιστές και των Σοβιετικών, οι οποίοι αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Ουκρανίας και ενθάρρυναν την αναβίωση του ουκρανικού πολιτισμού, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα μια νέα προσέγγιση Ουκρανίας-Ρωσίας. Είναι αλήθεια πως η εξόντωση της ιντελιγκέντσιας και οι συνέπειες της κολεκτιβοποίησης επηρέασαν την Ουκρανία σε μεγαλύτερη αναλογία από πολλές άλλες περιοχές της Ε.Σ.Σ.Δ. Ωστόσο, ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε υπερδιπλάσιες απώλειες στον πληθυσμό –έμμεσες και άμεσες– λόγω της καταναγκαστικής εργασίας και βέβαια της συστηματικής εξολόθρευσης των Εβραίων της Ουκρανίας από τα S.S. και τους συνεργάτες τους. Εντέλει, το κράτος της Ουκρανίας κέρδισε εδάφη μετά τον πόλεμο. Συγκεκριμένα προσάρτησε τη Γαλικία από την Πολωνία, την «ουρά» της Τσεχοσλοβακίας καθώς και εδάφη από τη Ρουμανία. Το 1954 οι τελευταίοι Τάταροι της Κριμαίας εκδιώχθηκαν από τον Χρουστσόφ εξαιτίας της συνεργασίας τους με τις κατοχικές δυνάμεις των ναζί και η Κριμαία πέρασε και αυτή υπό τον έλεγχο της Ουκρανίας. Η χώρα απέκτησε και έδρα στον Ο.Η.Ε, μαζί με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, χάρη στους διπλωματικούς ελιγμούς της Ε.Σ.Σ.Δ.
Είναι λοιπόν σαφές πως η εμπειρία της Ουκρανίας στην Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν συνολικά θετική, τουλάχιστον όσον αφορά τα εθνικά της θέματα και την πολιτισμική αναβίωση. Για τον λόγο αυτό, η αυτονόμησή της μετά τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. το 1991 δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση νομοτελειακό γεγονός. Σε αυτή τη φάση της ιστορίας της, η Ουκρανία ήταν σε μεγάλο βαθμό εκρωσισμένη, με μεγάλη συγκέντρωση μελών του Κ.Κ. Από την άλλη, το ατύχημα στο Τσερνομπίλ το 1986 είχε υποσκάψει την εξουσία της Μόσχας, ενώ στην καθολική Ουκρανία –απηχώντας την πολωνική «Αλληλεγγύη»– είχε ξεκινήσει ένα αυτονομιστικό κίνημα με την ονομασία Ρουχ. Όταν απέτυχε το πραξικόπημα ενάντια στον Γκορμπατσόφ το 1991, οι κομμουνιστές της Ουκρανίας –που είχαν ακόμα την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο– προσπάθησαν να διασωθούν επιλέγοντας ανεξαρτησία και κλείνοντας έτσι τον ιστορικό κύκλο που άνοιξε ο Χμελνίτσκι στο Περεγιασλάβ. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, η Ουκρανία, μέχρι πρότινος ο σιτοβολώνας της Ε.Σ.Σ.Δ. και κέντρο της βαριάς σοβιετικής βιομηχανίας, ταλανίστηκε από ύφεση, στασιμοπληθωρισμό και πολιτική αδιαφορία. Ο υπερπληθωρισμός την ανάγκασε να αποκτήσει δικό της νόμισμα, ενώ η δημόσια περιουσία κατατεμαχίστηκε και ιδιωτικοποιήθηκε, περνώντας όπως και στη Ρωσία στα χέρια της νομενκλατούρας-ανερχόμενης ολιγαρχίας.
Το 2004 η Πορτοκαλί Επανάσταση χαιρετίστηκε, δεκατρία χρόνια μετά τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ., από Δυτικοευρωπαίους αναλυτές ως κίνημα «πραγματικής ανεξαρτησίας», κορύφωση του οποίου ήταν η νίκη του Γιουστσένκο στις επαναληπτικές εκλογές. Όσοι πρέσβευαν τις απόψεις αυτές, δεν έλαβαν υπόψη πως ο μισός περίπου πληθυσμός είναι ρωσόφωνος, μεγάλο μέρος των ορθόδοξων Ουκρανών αναγνωρίζουν τον Πατριάρχη της Μόσχας ως πνευματικό ηγέτη και η πλειονότητα του πληθυσμού στο Ντονμπάς και την Κριμαία είναι φυλετικά Ρώσοι. Ταυτόχρονα, μια οικονομικά και στρατιωτικά αναζωογονημένη Ρωσία με επικεφαλής τον Πούτιν επιχείρησε να ανατρέψει τους συνεχείς εξευτελισμούς της τελευταίας εικοσαετίας. Την ίδια στιγμή, η Ε.Ε. ακολουθεί μεικτή εξωτερική πολιτική και φαίνεται αναποφάσιστη για το πώς θα διαχειριστεί «το Ουκρανικό». Ιστορικά, ο ρωσικός/σοβιετικός επεκτατισμός προς δυσμάς είχε απώτερο στόχο τη δημιουργία ουδέτερων ζωνών μεταξύ Ρωσίας και Δυτικής Ευρώπης. Μήπως στην προσπάθειά της να ακολουθήσει την αντίστροφη στρατηγική η Ε.Ε. άναψε τη θρυαλλίδα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου;
Η Ιστορία είναι με το μέρος της σύνθετης Ουκρανίας. Οι διαδοχικοί διαμελισμοί, ο εποικισμός και η κατοχή από ισχυρούς γείτονες έχουν αφήσει μια πολυπολιτισμική κληρονομιά, ένα ανεκμετάλλευτο πλεονέκτημα της χώρας την εποχή που το Συμβούλιο της Ευρώπης ακολουθεί πιστά το δόγμα «όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι». Τα αστικά κέντρα της Ουκρανίας εδώ και αιώνες αποτελούν το καθένα «Μέκκα» πολυπολιτισμικότητας. Οι γλωσσικές και οι θρησκευτικές μειονότητες στην Ουκρανία είναι πολυποίκιλες και πολυπληθείς. Μπορούν να αναφέρονται σε μία κοινή ταυτότητα με βάση τον «σομπόρνιστ» ανατολικορθόδοξο χριστιανισμό, που πρώτος εισήγαγε την έννοια της «ψυχής του λαού», μια μη ατομικιστική, ισονομιστική ιδεολογικοποίηση του κοινωνικού συνόλου. Σε αντίθεση με την ιστορική ανάπτυξη της Ρωσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την εκλογίκευση της απόλυτης κρατικής εξουσίας, του imperium, η Ουκρανία έχει την ιστορία ενός λαού που συνειδητοποιεί ποια είναι τα εθνικά συμφέροντά στο πλαίσιο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι ιστορικές συνθήκες επέβαλλαν στην Ουκρανία τη διεθνιστική λογική, τη λογική της ανεκτικότητας και της πολιτισμικής προσέγγισης. Αυτή η φαινομενικά λεπτή ισορροπία διήρκεσε για δεκατρία χρόνια, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη Γιουγκοσλαβία ή την Τσεχοσλοβακία. Η νομοθεσία «καλής γειτονίας» με την Ε.Ε. την ανέτρεψε και επήλθε η κρίση. Το κατά πόσο το φιλοδυτικό κίνημα του 2013-14 είναι αντιπροσωπευτικό της ουκρανικής ιστορικής παράδοσης αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη.