Ουδέν κακόν αμιγές καλού: οι προϋποθέσεις της εθνικής υπέρβασης

Ευάγγελος Βενιζέλος 04 Σεπ 2015

Αν δεν μεσολαβούσε το επτάμηνο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ, τι θα είχε συμβεί στη χώρα;

Είναι εύλογο να υποθέσει κάποιος ότι θα ολοκληρωνόταν η τελευταία αναθεώρηση του προγράμματος που έληγε στις 31/12/2014 και είχε παραταθεί ώς τις 28/2/2015. Η προηγούμενη κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να εισηγηθεί και η προηγούμενη Βουλή να ψηφίσει μια δέσμη μέτρων, ο δημοσιονομικός στόχος των οποίων θα βρισκόταν κοντά στο περιβόητο «μέιλ Χαρδούβελη».

Θα υπήρχαν βεβαίως τεράστιες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις. Η προηγούμενη κυβέρνηση θα είχε κατηγορηθεί και πάλι για υποχωρητικότητα, προδοσία και δωσιλογισμό, παρ’ ότι μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου κατηγορήθηκε γιατί δεν συνήψε τη συμφωνία πριν από τις εκλογές!

Η υιοθέτηση των μέτρων αυτών θα οδηγούσε στην καταβολή των εκκρεμών τελευταίων δόσεων του δεύτερου ευρωπαϊκού δανείου που είχε χορηγηθεί το 2012 από το EFSF με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, θα επέτρεπε στο ΔΝΤ να καταβάλει τις δόσεις του δικού του δανείου που ίσχυε ώς τα τέλη Μαρτίου 2016 και στην ΕΚΤ, μαζί με τις κεντρικές τράπεζες των κρατών – μελών της ευρωζώνης, να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα κέρδη από τα χαρτοφυλάκια τους ελληνικών ομολόγων.

Ταυτοχρόνως η Ελλάδα –σύμφωνα με την απόφαση που είχε λάβει το Eurogroup ήδη από το Νοέμβριο του 2014– θα εισερχόταν στο καθεστώς της ενισχυμένης προληπτικής πιστωτικής γραμμής (ECCL) έχοντας στη διάθεσή της τα 11 δισ. που είχαν μείνει αδιάθετα στο ΤΧΣ από το δεύτερο δάνειο λόγω μικρότερων –μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου– αναγκών για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Δεν θα υπήρχε κλίμα αβεβαιότητας που ωθεί προς τη διαρροή καταθέσεων. Δεν θα χρειαζόταν η συνεχής αύξηση της εξάρτησης των τραπεζών από την ΕΚΤ και τον ELA. Δεν θα υπήρχε συνεχής διόγκωση των μη εξυπηρετουμένων δανείων.

Η αγορά θα βρισκόταν στον ρυθμό και το κλίμα του Δεκεμβρίου 2014. Ενίσχυση της αισιοδοξίας, προσδοκία θετικού ρυθμού ανάπτυξης, διατήρηση και βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Ο ΟΔΔΗΧ θα συνέχιζε σιγά σιγά, σε συνεργασία με τους εταίρους, το πρόγραμμα έκδοσης νέων ομολόγων με αποδεκτά επιτόκια στο πλαίσιο που επιτρέπει το μικρό μέσο επιτόκιο του συνόλου του δημοσίου χρέους, όπως διαμορφώθηκε με την αναδιάρθρωση του 2012.

Οι τράπεζες θα έβλεπαν τη χρηματιστηριακή τους αξία να αυξάνει και, μαζί με αυτήν, να ενισχύεται το χαρτοφυλάκιο του ΤΧΣ που ανήκε στο Δημόσιο και είχε φτάσει τα 25 δισ. τον Μάιο του 2014. Δεν θα υπήρχε βεβαίως ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης μέσω του ΤΧΣ με τη λήψη νέου δανείου που επιβαρύνει το δημόσιο χρέος. Άλλωστε, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε ήδη προσελκύσει από το 2012 ιδιωτικά κεφάλαια περίπου 8,5 δισ.

Θα είχε ταυτοχρόνως φτάσει η στιγμή για την εφαρμογή των δεσμεύσεων του Eurogroup του 2012 για περαιτέρω παραμετρικές αλλαγές στο χρέος, κυρίως δηλαδή στους όρους του δανείου του EFSF. Οι όροι του δανείου αυτού, όπως διαμορφώθηκαν το 2012, συνεπάγονταν μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους σε καθαρή παρούσα αξία ίση προς το 49% του ελληνικού ΑΕΠ του 2013, δηλαδή περίπου 100 δισ. (annual report 2014 του ESM, σ. 29-30). Η σταθεροποίηση των κυμαινόμενων επιτοκίων, η επιμήκυνση της περιόδου χάριτος και της ήδη μεγάλης περιόδου αποπληρωμής θα οδηγούσε σε πρόσθετο κούρεμα σε όρους παρούσας αξίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε βεβαίως σημαία του τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για ένα γενναίο ονομαστικό κούρεμα του χρέους, ερήμην προφανώς των δανειστριών χωρών – μελών της ευρωζώνης, των λαών και των Kοινοβουλίων τους. Θα επέμενε στην πρότασή του για μονομερή άρνηση εξυπηρέτησης του χρέους. Αρκετοί θα πίστευαν ότι όλα αυτά είναι σοβαρά και τα εννοεί. Όπως θα πίστευαν ότι η «γερμανόδουλη» κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται σκληρά και δεν χρησιμοποιεί την απειλή του Grexit ως μέσο πίεσης και εκβιασμού των εταίρων, που έντρομοι θα υποχωρούσαν και θα έδιναν δάνειο χωρίς όρους και ονομαστικό κούρεμα χρέους, που κουρεύτηκε το 2012 κατά 126 δισ. ονομαστικά και κατά περίπου 200 δισ. σε παρούσα αξία (NPV).

Οι ιδιωτικοποιήσεις θα είχαν συνεχιστεί, χωρίς κενό επτά μηνών, χωρίς απειλές για ακυρώσεις και διώξεις. Αλλά και χωρίς να επιβληθεί η ίδρυση ταμείου στο οποίο να μεταφερθούν, ως εγγύηση προς τους δανειστές, περιουσιακά στοιχεία αξίας 50 δισ.

Το ισοζύγιο απασχόλησης θα εξακολουθούσε να είναι θετικό και δειλά δειλά να καταγράφεται μείωση της ανεργίας.

Το πιλοτικό στάδιο του εγγυημένου επιπέδου διαβίωσης που εφαρμοζόταν σε 13 δήμους, ένα ανά περιφέρεια, θα είχε ολοκληρωθεί και θα είχε αρχίσει η φάση της καθολικής του εφαρμογής. Με την αντιπολίτευση να ισχυρίζεται βεβαίως ότι τα δικά της μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση θα είναι πολύ πιο γενναιόδωρα.

Οι ψηφισμένες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου ρυθμίσεις για τις εκατό δόσεις και τα κόκκινα δάνεια θα εφαρμόζονταν χωρίς την αναστολή λόγω των εκλογών του Ιανουαρίου. Η προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς θα βρισκόταν στο επίπεδο του Δεκεμβρίου 2014, που τους επτά τελευταίους μήνες δεν βελτιώθηκε ουσιαστικά σε τίποτα. Αλλά η αντιπολίτευση θα υποσχόταν πολύ πιο φιλικές ρυθμίσεις και θα επαναλάμβανε τις συνήθεις καταγγελίες για την «ταξική σκληρότητα» της κυβέρνησης.

Ο ΕΝΦΙΑ θα είχε διατηρηθεί μέχρι το προβλεπόμενο χρονικό σημείο, αλλά το κίνημα τού «δεν πληρώνω» θα ήταν ένα από τα βασικά εργαλεία της αντιπολίτευσης.

Ούτε λόγος, φυσικά, για αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ, κατάργηση του ειδικού καθεστώτος των νησιών ή κατάργηση του αγροτικού πετρελαίου και αύξηση της φορολογίας των αγροτών. Το ίδιο ως προς την εισφορά αλληλεγγύης που είχε ήδη μειωθεί.

Οι ρυθμίσεις για το γάλα, τα αρτοποιεία, τα φαρμακεία θα ήταν casus belli όχι μόνο για τις ενδιαφερόμενες ομάδες, αλλά για όλη την αντιμνημονιακή αντιπολίτευση.

Από την άλλη μεριά, η ελληνική κοινωνία δεν θα είχε βιώσει την «υπερήφανη και σκληρή» διαπραγμάτευση.

Δεν θα είχε ζήσει τον κ. Γιάνη Βαρουφάκη ως υπουργό Οικονομικών, ούτε την κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου ως Πρόεδρο της Βουλής .

Δεν θα είχε συναφθεί η συμφωνία της 20/2 και δεν θα είχε υπογράφει η παράταση της δανειακής σύμβασης στις 27/2 ερήμην της Βουλής. Δεν θα είχαν επιστραφεί άνευ όρων τα 11 δισ. του ΤΧΣ στον EFSF.

Δεν θα είχε καθυστερήσει –όπως έγινε τον Ιούνιο για επικοινωνιακούς λόγους– η πληρωμή δόσης στο ΔΝΤ, δηλαδή σ’ έναν παγκόσμιο οργανισμό στον οποίο πλειοψηφούν οι μη ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες δυσανασχετούν έναντι μιας ανεπτυγμένης χώρας – μέλους της ευρωζώνης που αθετεί υποχρεώσεις πληρωμής.

Δεν θα είχε εκφραστεί άμεσα και ταχύρρυθμα (εντός πέντε εργάσιμων ημερών) η λαϊκή κυριαρχία στο δημοψήφισμα της 5/7 ούτε θα είχε συντελεστεί ο άμεσος αλχημιστικός μετασχηματισμός του 61,5% του «όχι» σε «ναι».

Δεν θα είχε ζήσει η ελληνική κοινωνία τα capital controls και την τραπεζική αργία, που επιβλήθηκαν για να σωθούν οι τράπεζες από τον κίνδυνο διαρροής όλων των καταθέσεων και όχι ως μέτρο πίεσης εκ μέρους της ΕΚΤ.

Δεν θα είχε επανέλθει η ύφεση, δεν θα είχαν επιστρέψει τα πρωτογενή ελλείμματα, δεν θα είχε γίνει συστηματική στάση εσωτερικών πληρωμών, δεν θα είχαν συγκεντρωθεί τα αποθεματικά όλων των φορέων της γενικής κυβέρνησης.

Το κυριότερο: δεν θα είχαμε υπαχθεί σε τρίτο μνημόνιο για τουλάχιστον άλλα τρία χρόνια. Δεν θα είχαμε ανάγκη από πρόσθετο δάνειο περίπου 86 δισ. ευρώ. Θα αρκούσαν τα υπολειπόμενα κονδύλια του ευρωπαϊκού προγράμματος που είχε παραταθεί μέχρι τις 28/2/2015, τα κονδύλια του προγράμματος του ΔΝΤ που ήταν σε ισχύ ώς τον Μάρτιο του 2016 και η στήριξη της προληπτικής πιστωτικής γραμμής που θα είχε ανοίξει και στην οποία θα είχαν ενταχθεί προφανώς τα 11 δισ. που ήσαν αδιάθετα στα χέρια του ΤΧΣ.

Η ζωή μας θα ήταν βεβαίως πολύ πιο πεζή, αλλά η προσδοκία μας ονειρεμένη: με το πρόγραμμα παροχών της Θεσσαλονίκης, το μονομερές ονομαστικό κούρεμα του επονείδιστου χρέους, την υπερηφάνεια και τη λεβεντιά μιας δήθεν σκληρής διαπραγμάτευσης προκειμένου να επιβληθεί ένα δήθεν υπαρκτό και εφικτό σχέδιο Β που έθρεψε την αυτοπεποίθηση του «αντιμνημονιακού» κινήματος επί πέντε ολόκληρα χρόνια.

Δεν θα είχαμε περάσει ξυστά από την επίταξη του χρηματικού αποθέματος της Τραπέζης της Ελλάδος χωρίς άδεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (πρόταση Λαφαζάνη) ούτε από το σχέδιο Βαρουφάκη για παράλληλο νόμισμα με χακάρισμα των ΑΦΜ, ούτε από το Grexit με τη στήριξη των ενόπλων δυνάμεων οι οποίες αναγορεύτηκαν από τον αρμόδιο υπουργό σε «παράγοντα εσωτερικής σταθερότητας».

Δεν θα είχαμε δει τόσες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), τόσα κατεπείγοντα νομοσχέδια που συζητήθηκαν μεταμεσονυκτίως στη Βουλή, με την ΠτΒ να είναι ταυτοχρόνως και επικεφαλής της εσωκομματικής αντιπολίτευσης.

Δεν θα είχαμε δει την αποσάθρωση του ΣΥΡΙΖΑ, τη δημιουργία της Λαϊκής Ενότητας (ΛΑΕ). Δεν θα βλέπαμε τη νέα φάση στη διαδρομή της κυρίας Κωνσταντοπούλου.

Θα είχαμε μείνει ως κοινωνία αιχμάλωτοι των εύκολων «αντιμνημονιακών» ψευδαισθήσεων και των ψεμάτων. Εγκλωβισμένοι στον ισχυρισμό ότι όλα έγιναν λάθος από το 2010 έως το 2015, λόγω εθελοδουλίας και ταξικότητας.

Το κόστος της άρσης το πέπλου της οργανωμένης και χυδαίας δημαγωγίας είναι δυστυχώς πολύ μεγάλο. Υπάρχουν άλλωστε ακόμη αρκετοί έτοιμοι να αποδεχθούν παιδαριώδεις εξηγήσεις για τα ψέματα, τα λάθη, τις ανακολουθίες και, κυρίως, τη ζημία που έγινε σε βάρος της χώρας.

Όλοι όμως έχουμε γίνει σοφότεροι.

Αναρωτιέμαι πού θα βρισκόμασταν σήμερα ως έθνος αν δεν είχε μεσολαβήσει η εμπειρία του τελευταίου επταμήνου. Η κατάσταση της οικονομίας θα ήταν προφανώς πολύ καλύτερη. Η κατάσταση όμως στους κόλπους της κοινωνίας θα ήταν εκρηκτική, με γόμωση συνωμοσιολογική και δημαγωγική υψηλού κινδύνου.

Συνεπώς, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Τίποτα δεν είναι πιο κρίσιμο για το μέλλον της πατρίδας από τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης της ίδιας της κοινωνίας. Από τις παραστάσεις, τα στερεότυπα, τις αντιλήψεις και τελικά τα βιώματά της.

Η Ελλάδα παρά τη μεγάλη βλάβη που προκάλεσε το επτάμηνο της κυβέρνησης Τσίπρα / Καμμένου, παρά την οπισθοδρόμηση και την υπαγωγή στο τρίτο μνημόνιο που δεν ήταν ούτε μοιραίο ούτε αναπόφευκτο, έχει τη δυνατότητα να βγει από την κρίση, να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, να βρει τη θέση της ως ουσιαστικά ισότιμο και ανταγωνιστικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης.

Η εξομάλυνση και η αξιοποίηση της σχέσης μας με την Ευρώπη δεν αρκεί. Το μνημόνιο Τσίπρα πρέπει να εφαρμοστεί, στοιχείο της εφαρμογής του είναι όμως η συνεχής παρακολούθηση και προσαρμογή του περιεχομένου του και κατά το δημοσιονομικό και κατά το διαρθρωτικό σκέλος, ώστε να αποτρέπονται υφεσιακές επιπτώσεις και να ενισχύεται η αναπτυξιακή προοπτική, μέσα από τη συστηματική, έντιμη και αξιοπρεπή συνεργασία με τους εταίρους και τους θεσμούς. Δεν αρκεί όμως αυτό. Είναι όρος αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής.

Απαιτείται επιπλέον μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική συμφωνία γύρω από το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης που υπερβαίνει το μνημόνιο και οδηγεί οριστικά στην έξοδο από την κατάσταση αυτή. Έστω με την τριετή καθυστέρηση και τις μεγάλες πρόσθετες δυσκολίες που προκάλεσε η κυβέρνηση Τσίπρα / Καμμένου.

Για να επιτευχθεί όμως αυτό πρέπει να πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις: κοινωνικές, πολιτικές και θεσμικές.

*Κοινωνική προϋπόθεση είναι η αποδοχή και αναγνώριση της αλήθειας ότι, εις πείσμα της εύκολης αντιμνημονιακής ρητορείας, αποδείχθηκε ότι υπήρχε και υπάρχει μόνον μία ασφαλής και υπεύθυνη εθνική στρατηγική εντός ευρωπαϊκού πλαισίου. Αυτή που ακολουθεί η χώρα από το 2010, με τεράστιες δυσκολίες. Κοινωνική προϋπόθεση είναι να καταστεί κοινά αποδεκτή η εγκατάλειψη της ψευδούς και τεχνητής διάκρισης μεταξύ μνημονίου και αντιμνημονίου. Να αποκατασταθεί η κοινωνική συνοχή στη βάση της κοινής λογικής και της κοινής εμπειρίας. Κοινωνική προϋπόθεση είναι να κινητοποιηθούν –πέραν κάθε κομματικού ορίου– όλες οι δημιουργικές δυνάμεις του έθνους. Δυνάμεις παραγωγικές, επιχειρηματικές, επιστημονικές, δυνάμεις της ελληνικής περιφέρειας και του απόδημου ελληνισμού, δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών και της πραγματικής οικονομίας.

*Πολιτική προϋπόθεση είναι να επιτευχθεί η ευρύτατη συνεργασία όλων των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου που αποδέχονται το ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς, χωρίς αποκλεισμούς ή αυτοαποκλεισμούς. Αυτό το οποίο κατέστη αναγκαίο και αποδείχθηκε εφικτό στην Βουλή που διαλύθηκε, γιατί δεν μπορεί να συνεχιστεί με πιο συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο στην επόμενη Βουλή; Και γιατί δεν μπορεί να εκφραστεί στο επίπεδο της κυβέρνησης που θα λειτουργεί, όχι ως άθροισμα κομματικών εκπροσώπων, αλλά ως εθνική ομάδα επεξεργασίας και εφαρμογής του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης;

*Θεσμική προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση της σοβαρότητας του Κοινοβουλίου και ο σεβασμός των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών θεσμών από κάθε είδους χαλάρωση και υπονόμευση. Αναγκαία θεσμική προϋπόθεση είναι και η άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου με την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως εκλογικού ποσοστού. Η εποχή των αυτοδύναμων κυβερνήσεων παρήλθε. Απαιτούνται ευρύτατες συνεργασίες και, άρα, εκλογικό σύστημα που τις ενθαρρύνει.

Το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης εκκινεί κατ/ ανάγκην από τις προβλέψεις του μνημονίου που αφορούν τις δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και διοικητικές / δικονομικές προϋποθέσεις της ανάκαμψης:

– Την ολοκλήρωση της νέας ανακεφαλαιοποίησης και την ενίσχυση της αξιοπιστίας των τραπεζών με στόχο την επάνοδο καταθέσεων, την απομόχλευση της εξάρτησής τους από την ΕΚΤ και τον ELA, την αύξηση της χρηματιστηριακής τους αξίας και άρα της αξίας του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου του Δημοσίου, την επανενεργοποίησή τους στο χώρο της πραγματικής οικονομίας (αναδιάρθρωση δανείων και επιχειρήσεων, στήριξη του επιχειρείν και σοβαρών επενδυτικών σχεδίων κάθε επιπέδου, υποστήριξη της δημόσιας διοίκησης στην αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ κ.ο.κ.).

– Τη συμφωνία με τον ESM / EFSF και, άρα, με τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης για τις παραμετρικές αλλαγές στους όρους των δανείων, κατά συνέπεια και του συνολικού δημοσίου χρέους, ως συνέχεια του κουρέματος και της αναδιάρθρωσης του 2012, που από αντικείμενο συκοφάντησης έχει ήδη καταστεί θεμελιώδες στοιχείο της επιχειρηματολογίας και του ΣΥΡΙΖΑ, άρα όλων των δυνάμεων που αποδέχονται το ευρωπαϊκό πλαίσιο πορείας της χώρας.

– Τον προσανατολισμό όλης της δημόσιας διοίκησης και της αυτοδιοίκησης στην προώθηση των συμφωνημένων ιδιωτικοποιήσεων, την εντατική αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ και της ΚΑΠ, την υποδοχή επενδύσεων, τη μετατροπή της νοοτροπίας του κράτους σε φιλοεπενδυτική, με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον ως πυλώνα της βιώσιμης ανάπτυξης και όχι ως κομματικό ή συντεχνιακό στερεότυπο. Από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερη σημασία η ποιότητα της νομοθεσίας (αιτιολογία των κρίσιμων νόμων) και ιδίως του χωροταξικού σχεδιασμού, ώστε να οριοθετείται αποτελεσματικά ο δικαστικός έλεγχος και να γίνεται σεβαστή η διάκριση των εξουσιών. Η ασφάλεια δικαίου είναι το μεγαλύτερο ίσως επενδυτικό κίνητρο. Και αυτό δεν αφορά μόνο φορολογικά αλλά και χωροταξικά, πολεοδομικά και περιβαλλοντικά θέματα, όπως και την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης.

Εξ ίσου σημαντική είναι η ανάγκη να έρθουν στο προσκήνιο του δημόσιου ενδιαφέροντος οι τομείς εκείνοι που υποχώρησαν τα δύσκολα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής, συνιστούν όμως συστατικά στοιχεία της εθνικής αυτοσυνειδησίας και ανταγωνιστικότητας: παιδεία, πολιτισμός, έρευνα και καινοτομία. Έννοιες όπως η αξιοκρατία, η αριστεία, η αξιολόγηση πρέπει να καταστούν ξανά «νόμιμες» και ισχυρές. Το ίδιο ισχύει με τις διάφορες όψεις του έντονου κοινωνικού αιτήματος για ασφάλεια: με την αστυνομική, την οικονομική, την κοινωνική έννοια του όρου. Συμπεριλαμβανομένων φυσικά και του ελέγχου των συνόρων και της διαχείρισης των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο .

Από το σημείο αυτό και μετά, όλες οι μελέτες γύρω από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, τις εκκρεμότητες που έχει ο τόπος μας ως προς τις βασικές υποδομές, τους άξονες ενός διορατικού και ευέλικτου μοντέλου ανάπτυξης, αναδεικνύουν λίγο-πολύ τις ίδιες προτεραιότητες. Για τον πρωτογενή τομέα και τη βιομηχανία τροφίμων, τον τουρισμό, τη ναυτιλία, την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, τους αγωγούς, τα δίκτυα, τα έξυπνα κτίρια και, γενικότερα, τον τομέα της ενέργειας, τις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική, τη φαρμακευτική βιομηχανία κ.ο.κ. Εδώ βρίσκονται και τα κοιτάσματα απασχόλησης, οι δυνατότητες για τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας που τις έχουμε παρουσιάσει ανά τομέα και κλάδο ήδη από το Μάιο του 2014.

Όλα προϋποθέτουν όμως ένα κανονικό, λειτουργικό, φιλοαναπτυξιακό κράτος και μια αντίστοιχη κοινωνία σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Γι’ αυτό τα ζητήματα των θεσμών ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της αναπτυξιακής πολιτικής: οι συνταγματικές αλλαγές προς μια σύγχρονη μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία για την οποία ανοίξαμε τη συζήτηση από το 2008, η ποιότητα του νομοθετικού έργου και η κωδικοποίηση της νομοθεσίας, όλα όσα συνδέονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της δικαιοσύνης, οι ανεξάρτητες αρχές, οι νέες προκλήσεις στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί η τοπική αυτοδιοίκηση κ.ο.κ.

Μόνο ένα τέτοιο κράτος μπορεί να είναι και βιώσιμο κοινωνικό κράτος που συνδέει την αναπτυξιακή του δυναμική με τα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα για τη χρηματοδότηση των συντάξεων και του συστήματος υγείας. Όχι ως μνημονιακή απειλή για συνεχείς περικοπές των συντάξεων και των παροχών υγείας, αλλά ως νέα μορφή οργάνωσης της κοινωνικής συνοχής, της αγοράς εργασίας, της σχέσης φορολογικού και κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος ώστε να καθίσταται δικαιότερη η σχέση επιχειρήσεων έντασης εργασίας και έντασης κεφαλαίου, αλλά και της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε αυτά τα πεδία.

Το τέλος των αντιμνημονιακών ψευδαισθήσεων, της ασυλίας των δήθεν αριστερών και κατά βάθος εθνικολαϊκιστικών αντιλήψεων, διευκολύνει τώρα τη σύναψη αυτής της μεγάλης εθνικής συμφωνίας ανασυγκρότησης.

Εδώ κρίνεται το μέλλον της χώρας. Ο ελληνικός λαός καλείται να αποφασίσει αν θα επιτρέψει την αναπαραγωγή του αδιεξόδου και την αναζωπύρωση του Grexit ή αν θα επιβάλει την σταθερή και ασφαλή πορεία προς την έξοδο από την κρίση. Εδώ κρίνεται ποιος εκφράζει πραγματικά το νέο και ποιος το επικίνδυνα, ανιστόρητα και άρα αθεράπευτα παλιό.