Παπαναστασίου – Κ. Καραμανλή – Εγνατία – Αριστοτέλους – Παραλία – Μαρτίου, λοιπόν: η λατρεμένη θερινή, καθημερινή ποδηλατοδιαδρομή. Μια συνήθεια που ασκεί το σώμα αλλά και τις αισθήσεις στην πρόσληψη των αλλαγών που συντελούνται στο τοπίο και τους ανθρώπους.
Στο Αριστοτέλειο, το πρωί της εικοστής Ιουλίου ορκωμοσία ξανά, στη σκιά του camping. Το βράδυ το τοπίο αλλάζει, προς το χειρότερο. Ο χώρος θυμίζει κέντρο διερχομένων. Κατά τις έντεκα νεαροί, εμφανώς ανήλικοι, με μια ορφανή λωρίδα μαλλιών στην κεφαλή εισέρχονται στο χώρο με μπουκάλια. Ορισμένοι χώροι είναι φωτισμένοι· τα τζάμια της Νομικής σεντονιασμένα. Στη γωνία, μπροστά στο ταχυδρομείο ένας «πλανόδιος πωλητής» περιμένει κάτι, κάποιον, κάποιους. Δύο πούλμαν σταματούν και ξεφορτώνουν κόσμο…
Ενάμιση χιλιόμετρο δυτικά η Αριστοτέλους εξακολουθεί πάντα να μοιάζει με νησίδα, με οριοθετημένες ζώνες επιρροής. Άνωθεν της Τσιμισκή ο χώρος παραπέμπει σε αυτονομημένο άσυλο. Παρεμπιπτόντως, η εικοστή Ιουλίου βρήκε το άγαλμα του Αριστοτέλη με τα νύχια βαμμένα κόκκινα. Ειπώθηκε πως θα τα καθαρίσουν. Πάντως, νομίζω πως αν δεν συμβεί αυτό, σε λίγες μέρες η θέα των κόκκινων νυχιών θα πάψει να εκπλήσσει· η όραση θα προσαρμοστεί.
Το πρωί της εικοστής πρώτης Ιουλίου δεκάδες No Borders Campers, τρόφιμοι του ασύλου του ΑΠΘ, ρήμαξαν τα γραφεία του Europe Direct, στο Δημαρχείο. Το απόγευμα η έκταση από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ως την Αριστοτέλους μοιάζει να βρίσκεται υπό κατάληψη. Είχε άλλωστε προηγηθεί μεγαλειώδης πορεία εκατοντάδων εξ Εσπερίας φιλειρηνιστών, εξ Εώας προσφύγων και εντόπιων αντιεξουσιαστών και λοιπών περιφερόμενων στους κεντρικούς δρόμους. Μπροστά από το ΑΠΘ οι τρόφιμοι μαζί με τους πρόσφυγες που οι πρώτοι ασύστολα, ανεύθυνα και ματαιόδοξα περισυνέλεξαν. Περνώ ανάμεσά τους με το ποδήλατο. Παραμερίζουν βαριεστημένα. Με πνίγει η μυρωδιά του καπνού και κυρίως η σκέψη της αβίωτης ατμόσφαιρας εντός του κατειλημμένου χώρου. Εύχομαι η βιβλιοθήκη-θησαυρός της Νομικής να έμεινε αμαγάριστη. Μπροστά από την Καμάρα οι παράξενοι τύποι που συνήθως κρύβονται είναι επίσης μαζεμένοι.
«Against borders, war and modern totalitarianism. Anarchist political organization. Federation of collectives», δηλώνουν τα feuille volant που είναι σπαρμένα στην απόσταση ΑΠΘ – Αριστοτέλους – Νίκης – Λευκός Πύργος. «Make molotov not borders», «Free au prisoner», «Burn the borders», «Burn the system», «Revolutonar», «All 4all fuck racism», «Kill cops» προστάζουν οι «πασιφιστικές» μουντζούρες, τους τοίχους και τις βιτρίνες των καταστημάτων της Τσιμισκή κυρίως. Μεταξύ των άλλων «αφιερωμάτων» στο βωμό της παγκόσμιας ειρήνης και η διαλυμένη κάμερα της ΧΑΝΘ. Κατά τα άλλα, σύμφωνα με κυβερνητικά χείλη οι καταστάσεις στο ΑΠΘ και τη Θεσσαλονίκη είναι «απολύτως ελεγχόμενες». Τι θέλει να πει ο άπραγος ποιητής; Τίς πατρονάρει ποίον; Τίς πταίει;
Την ίδια ώρα οι κυβερνώντες, μες στο σύννεφο της αχλής και του αχού που σηκώνει το ποδοβολητό των βαρβάρων, συναθροισμένοι, αθροίζουν ψήφους και φτιάχνουν νέους νόμους ενώ στο προαύλιο της ηρωικής ΕΡΤ στήνονται λαϊκά γλέντια. Κάτι προσπαθούν να αρθρώσουν και οι άξιοι ρήτορες αλλά η οχλοβοή των βαρβάρων δυσχεραίνει την επικοινωνία και τη διάχυση των ιδεών. Οι δρόμοι αδειάζουν και οι Θεσσαλονικείς επιστρέφουν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι. Διότι τους βανδαλισμούς των βαρβάρων του ΑΠΘ και των άλλων βαρβάρων αυτοί θα τους πληρώσουν. Οι άνθρωποι εκείνοι, οι κυβερνώντες, είναι μια κάποι[άλυσις], κάποια διάλυσις. Εικόνες διάλυσης παντού και αλυσίδες, ακόμα και στην έκφραση.
Μην συνηθίσουμε φοβάμαι, μην γίνει και αυτό το αδιανόητο ευνόητο, αυτονόητο. Γενικά τα τελευταία χρόνια και ειδικά τους τελευταίους είκοσι μήνες η Ελλάδα, ο ελληνικός λαός, έχει επιδείξει τρομερή ικανότητα προσαρμογής, σε ζητήματα ουσίας αλλά κι αισθητικής. Να… για παράδειγμα πώς γίνεται εδώ και χρόνια στα δεξιά του Μακεδονία Παλλάς να είναι γραμμένη, σε δύο σημεία, με τεράστια μαύρα γράμματα η γνωστή ύβρις προς την Εμμανουέλα Αγγουράκη; Μόνη ερμηνεία η ανάδειξη των τοιχίων σε μνημεία του αδυσώπητου bullying.
Αναλογιζόμενη την προσαρμογή προσπαθώ να προσωποποιήσω το παράλογο. Αλήθεια, η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με παραμελημένη σύζυγο, θυγατέρα ξεπεσμένου αριστοκράτη, που στα σαράντα της αποφάσισε να πέσει στην αγκαλιά φλύαρου μνηστήρα, αδήλων τεκμηρίων ποιότητας. Αφού ρούφηξε ως τον πάτο το ηδύποτο της αντίδρασης αφέθηκε στα χέρια του νεανία και αφού απόλαυσε τις εφήμερες ηδονές πλέον δοκιμάζει την οδύνη. Διότι ο γοητευτικός νεαρός αφού κατασπατάλησε τα απομεινάρια της προίκας, την άφησε ρακένδυτη και πειναλέα· την προσβάλλει· σε περιόδους μεγίστης ένδειας την εκδίδει. Επιπλέον την προειδοποιεί πως αν φύγει θα πέσει σε χειρότερα χέρια, πως θα της λείψει και η ελάχιστη τροφή, ο ελάχιστος αέρας. Και με το σταυρό ανά χείρας και το όπλο παρά πόδα την εγκαλεί στην τάξη, τονίζοντας το καθήκον της υπάκουης συζύγου ή την απειλεί δείχνοντας τα θεριά ή το άγνωστο. Κάποτε το άγνωστο πρόβαλλε ως ελπιδοφόρα επιλογή· πλέον έχει ταυτιστεί με το χείριστο. Σαφώς και δεν ευθύνεται μόνο ο νεαρός σύζυγος που η κυρία έχει περιπέσει σε αυτό το χάλι. Άλλωστε και η ίδια δεν είχε φροντίσει ούτε για την παίδευση, ούτε για την ανεξαρτησία της. Ένα ελαφρόμυαλο, κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο ήταν με ορφανό προσόν το ένδοξο όνομα. Εξάλλου και ο πρώτος σύζυγος δεν ήταν και ο πρίγκιπας του παραμυθιού. Συμφωνώ. Μόνο που άλλο πράγμα ο όροφος, άλλο το ισόγειο και άλλο το υπόγειο, όπου πλέον χάνεται και η αίσθηση του χώρου ενώ η περαιτέρω κατάβαση παύει να έχει σημασία.
Ο εν λόγω νεαρός θυμίζει όλο και περισσότερο έναν κατά συρροήν άσωτο υιό. Ο τελευταίος εγκαταλείπει νύκτωρ τον οίκο κι επιστρέφει –άλλοτε μετά αριών άλλοτε μετά δακρύων– και κάθε φορά γίνεται δεκτός μετά μόσχων σιτευτών, βαΐων και κλάδων. Κάθε φορά προσφέρονται για την αποκατάστασή του χρήματα, ασημικά και χρυσά. Η ακολουθία επαναλαμβάνεται, ώσπου από την περιουσία μένουν ψιχία και ο πατέρας και ο φρόνιμος γιος οδηγούνται στο δανεισμό για την εκ νέου σωτηρία του ασώτου αλλά και για την ίδια την επιβίωσή τους. Εντέλει, όταν ο άσωτος δραπετεύει οριστικά σε άλλες πολιτείες, ο φρόνιμος, φιλόπονος και νομοταγής γιος μένει υπόλογος απέναντι στα θύματα του ασώτου και υπόχρεος απέναντι στους τοκογλύφους. Τα κατάλοιπα της ακίνητης πατρικής περιουσίας περιέρχονται στους δανειστές. Για τα χρέη που ακόμα υφίστανται ο ίδιος δουλεύει ως εργάτης, με μόνη παρηγοριά το τσιγάρο. Τα πνευμόνια ρυπαίνονται, οι αντοχές μειώνονται αλλά το συνηθίζει, όπως και τη νέα ζωή συνολικά. Είχε τρομάξει στην αρχή, αλλά έπειτα συνήθισε τα μέχρι πρότινος απαράδεκτα.
Και η ελληνική κοινωνία, ένα μεγάλο μέρος της, τρόμαξε στην αρχή με την υποχρεωτική αλλαγή ζωής. Οι αλλαγές δεν αφορούν το σύνολο· αφορούν όμως έναν πληθυσμό που ολοένα και αυξάνεται. Έγινε συνήθεια, λοιπόν, η παράκαμψη των «άβατων» οδών και περιοχών και η θέα των μουντζουρωμένων τοίχων και των βεβηλωμένων κτιρίων. Κατέστη κανόνας στο ΑΠΘ η μη μοναχική διέλευση από το campus μετά τη δύση του ηλίου και κατά τις αργίες. Τα παιδιά και οι ενήλικες που ξεφορτώνονται καθημερινή στα κομβικά σημεία της πόλης προς επαιτεία έχουν συνδεθεί με το τοπίο. Ο ουρανίσκος και το στομάχι δεν παραπονιούνται πια για την υποκατάσταση της φέτας από άνοστο λευκό μίγμα, του φρέσκου χυμού από το φρουτοποτό, του ελαιολάδου από το σπορέλαιο, του χωριάτικου κοτόπουλου από το κατεψυγμένο σκεύασμα 90% άμυλο. Συνήθισαν και οι αλλοτινοί θαμώνες των ταξί το στριμωξίδι ή και την λαθρεπιβίβαση στο αστικό, που όλο και περισσότερο εμφανίζεται ρυπαρό και ρυπογόνο. Συνήθισαν οι κυρίες να επισκέπτονται, σχεδόν λάθρα, για τα ψώνια τους τα H&M και τις λοιπές αλυσίδες αντί τις μπουτίκ, και αυτές ακόμα κυρίως σε περιόδους εκπτώσεων.
«Διάλυση τιμών» κράζουν αυτές τις μέρες οι βιτρίνες, κυρίως των άλλοτε ανθηρών μπουτίκ. Κάποιες γράφουν και για διάλυση της ενίοτε ιστορικής επιχείρησης. Με διαλυμένες τις δικές τους επιχειρήσεις αλλοτινά αφεντικά έχουν συνηθίσει να παίρνουν τον καφέ και το κουλούρι στο χέρι αντί να κάθονται στην καφετέρια. Συνήθισαν, γενικά, τα μάτια τα κουφάρια των αλλοτινών, ανθηρών καταστημάτων και τις βωμολοχίες στα τζάμια και τα στόρια. Συνήθισε η όραση και τα ενεχυροδανειστήρια, τα αρωματοπωλεία, τις καφετέριες και τα φαστφουντάδικα που υποκατέστησαν στο χώρο εμβληματικές επιχειρήσεις. Συνήθισαν ορισμένοι και την καθημερινή συνάντηση στο συσσίτιο. Συμβιβάστηκε το αυτί με τα λογικά, ιστορικά και γλωσσικά ολισθήματα, την παραποίηση των γεγονότων και τον αυτοθαυμασμό των δημοσιογράφων και των προσκεκλημένων της ηρωικής ΕΡΤ και των κλάδων της. Δεν εκπλήσσει, πια, και η οργίλη προβολή των πιο παράλογων επιχειρημάτων με στόχο τη μετάθεση των ευθυνών από την παρούσα ηγεσία στις προηγούμενες, στην αντιπολίτευση ή απλά σε φορείς και όργανα που αρνούνται τη σύμπλευση.
Ασύγκριτη παρηγοριά για το αυτί οι εκπομπές του Τρίτου από το «αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας». Νέος κανόνας κι αυτός: όσο μπορούμε αναπνέουμε με φιάλες οξυγόνου από το παρελθόν: με χρήματα και προϊόντα του παρελθόντος. Συνήθισε, πάντως, το αυτί και να ακούει την τιμή της υπηρεσίας ή του προϊόντος με ή χωρίς ΦΠΑ και το χέρι να επιλέγει τη δεύτερη, λογικά. Εξελίσσεται, εν γένει, σε καθεστώς η παραποίηση του λόγου, η προσωπική στάθμιση των αξιών και η ανάδειξη νέων προτύπων. Εξίσου ανατριχιαστική και η παραπομπή σε φυσιογνωμίες της Αριστεράς, που αν ζούσαν θα τους περιφρονούσαν. Πικρογέλασε η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ σε πρόσφατη συνέντευξή της, όταν ο δημοσιογράφος τη ρώτησε για τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την αριστερά. «Δημοκρατία, Δικαιοσύνη, Διανομή πλούτου, Διάλογος», είπε η ίδια, ορίζοντας την ουσία της Αριστεράς και τους στόχους των αγώνων και των ηρώων της.
Σιγά-σιγά, πάντως, στήνονται νέα ηρωοστάσια. Τεκμηριωμένα, βάσει μετρήσιμων επιλογών σε όλους τους τομείς, από την πολιτική ως τη μουσική, η έννοια του ήρωα ταυτίζεται όλο και περισσότερο με την αντίσταση στο παλιό, με το λαϊκό στοιχείο, την αντίδραση, την αψιθυμία, τον τσαμπουκά, την καπατσοσύνη, την αντισυμβατικότητα, την αμετροέπεια, το «χύμα», τη μετριότητα, την απλότητα, την ελαφρότητα και τη δημοτικότητα. Άλλοτε φανερά και άλλοτε λάθρα η αριστεία υποβαθμίζεται· οι εκπρόσωποί της συναριθμούνται στους εκπροσώπους του παλιού καθεστώτος.
Λάθρα και λαθραία «εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται», από το σπίτι ως τα σύνορα. Ένας ολόκληρος κόσμος: εντόπιοι, πρόσφυγες και μέλη Μη[?] Κυβερνητικών Οργανώσεων, από επιλογή αποσυνάγωγοι και αλλοτινοί νοικοκυραίοι εισέρχονται, εξέρχονται, διακινούνται, περιπλανιούνται, παραπλανούνται, παραπλανούν, αποπλανούν, άγουν, άγονται, φέρονται, επιβιώνουν, ζουν, τρέφονται, πολλαπλασιάζονται, πορίζονται, γιατρεύουν και γιατροπορεύονται λαθραία και λάθρα. Γιατροπορεύονται, όπως βρουν, όπως τους προτείνουν και όπως τους επιτρέπουν οι κυβερνώντες κι ένας συρφετός θαυματοποιών, απογόνων του καρκαβίτσειου Ζητιάνου. Μαντζούνια, καταπότια, εικονίσματα, λιτανείες, δεήσεις, λείψανα, παντόφλες και γυαλιά αγίων επιστρατεύονται εις θεραπείαν πάσας νόσου και άγραν των απελπισμένων. Όπισθεν ολοταχώς λοιπόν, στον 19ο αιώνα, τότε που η ληστεία οργίαζε, καπεταναίοι και φτωχοδιάβολοι εκμεταλλεύονταν τον πόνο και την απελπισία και η Ελλάδα διασυρόταν διεθνώς ως «χώρα ημιβαρβάρων», «φωλεά ληστών», «εντροπή για τον πολιτισμό», όπου ληστές συναλλάσσονταν με λαοπρόβλητους πολιτικούς.
Τοιουτοτρόπως, ανεπαισθήτως, ο πολίτης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας στερείται μία-μία των ιδιοτήτων και των κατακτήσεών του. Και όσοι διακηρύσσουν πως εργάζονται για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας μάλλον για την ουσιαστική υποκατάστασή της απεργάζονται. Ζητείται, λοιπόν, ελπίς· αληθινή ελπίς, έλλογη και τεκμηριωμένη. Υπάρχει τέτοια ελπίς! Διότι πλέον όλο και περισσότεροι γράφουν, μιλούν και πράττουν, κόντρα στο ρεύμα. Το πρόβλημα είναι πως το κάνει ο καθένας από το μετερίζι του. Λέγοντας πως το κλειδί της λύσης βρίσκεται στη συσπείρωση των δυναμικών αυτών συνιστωσών δεν πρωτοτυπώ. Αλλά πιστεύω πως η θεώρηση του καθενός που ζει σε αυτή την χώρα έχει τη σημασία της, έστω και αν είναι νεαρός «ετερόχθων».
Επίμετρο: Πριν 42 ακριβώς χρόνια οι Τούρκοι εισέβαλαν στη δική μου γενέτειρα, την Κύπρο. Η έφηβος Κυπριακή Δημοκρατία εκτελέστηκε, αφού είχε ήδη βιαστεί επανειλημμένα. Την τραγωδία ακολούθησε το «κυπριακό θαύμα», ως αποτέλεσμα φιλοπονίας, πείσματος και κυρίως ενός minimum εθνικής συναίνεσης, στα βασικά ζητήματα. Έτσι απομονώθηκαν οι ακραίοι και το ακρωτηριασμένο κράτος κατάφερε να εξελιχθεί. Καθώς με το πέρασμα του χρόνου η οικονομία αναπτυσσόταν και η ευημερία παγιωνόταν, άνθρωποι και σύνολα άρχισαν να διάγουν βίο δυσανάλογο των αληθινών δυνατοτήτων τους και κυρίως να προσφέρουν το βίο αυτό ως δώρο στα παιδιά τους, άνευ οδηγιών διαχείρισης. Οι ανησυχίες για την κάμψη που παρατηρήθηκε μετά το 2009 επισκιάστηκαν από τον ενθουσιασμό για τις ενδείξεις των ερευνών για το φυσικό αέριο. Ενώ καθόμασταν πάνω από το ρήγμα διόλου ανησυχούσαμε με τις προειδοποιητικές δονήσεις. Οι ευάριθμοι που προσπάθησαν να δείξουν στους κατοίκους του κυπριακού σπηλαίου τι πραγματικά συνέβαινε προοικονομώντας το μεγάλο σεισμό κατηγορήθηκαν ευθαρσώς ως Κασσάνδρες. Ο «σεισμός» του 2013 καταπόντισε χιλιάδες καταθέτες, φυσικά πρόσωπα, εταιρείες και ιδρύματα. Ωστόσο το νησί ανασυντάχθηκε γοργά, καθώς για άλλη μια φορά οι πολιτικοί και οι πολίτες επικεντρώθηκαν στην επισκευή του καραβιού. Τα αποτελέσματα της κοινής προσπάθειας πλέον είναι απτά, τεκμαρτά, εξελισσόμενα και δείκτης για τους αδελφούς ναυαγούς.