Όταν το ’13 αποφάσισε να κρυφτεί στη λίστα Λαγκάρντ

Μυρσίνη Ζορμπά 08 Ιαν 2013

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ο καινούριος χρόνος δυσκολευόταν να περάσει τα σύνορα της χώρας. Ένα βαθύ ένστικτο τον έκανε διστακτικό σε κάθε του χρονομετρημένο βήμα. Κάτι στην ψυχοσύνθεσή του λειτουργούσε ανασταλτικά. Είχε ξεκοκαλίσει όλα τα οικονομικά άρθρα για την ύφεση, την ανάκαμψη, την ανάπτυξη, την επιμήκυνση, το ΑΕΠ, την ανακεφαλαιοποίηση, τους δανειστές, είχε παρακολουθήσει όλα τα τηλεοπτικά σόου του Βαρουφάκη παγκοσμίως, είχε διαβάσει κάθε λέξη του Στουρνάρα. Γι’ αυτό και ήξερε καλά ότι με τίποτε δεν θα γλίτωνε το πολιτικό κόστος. Η μοίρα του επεφύλασσε να βρεθεί στην κορυφή των αρνητικών δημοσκοπήσεων. Ο κόσμος όχι μόνο θα τον μαύριζε αλλά θα τον λοιδορούσε καθημερινά, θα ζητούσε να τον εξορίσει, θα τον καταριόταν να πάει στα τσακίδια.

Κρυφοκοιτώντας πίσω από την τελευταία παγωμένη γωνία που του απόμενε για να φτάσει στον προορισμό του, είδε το ‘12 να σέρνει κατάκοπο τα βήματά του παρέα με τους άστεγους, τους άνεργους, τους μετανάστες και πίσω τη χρυσή άμαξα με τους κερδοσκόπους και τους απανταχού αετονύχηδες που άνοιγαν σαμπάνιες. Παράξενη παρέα, σκέφτηκε κι έριξε μια κλεφτή ματιά μέσα από ένα παράθυρο στο δωμάτιο της μεγάλης τηλεοπτικής θλίψης. Εκεί τον περίμεναν φιλάνθρωπες εταιρίες με πακέτα δώρων για φτωχές πολυμελείς οικογένειες, οι μάστερ σεφ των συσσιτίων με τις κουτάλες τους σε σχήμα αψίδας θριάμβου, κάτι πολιτικοί αόριστοι και παρακείμενοι φορτωμένοι με δυσανάλογες προσδοκίες, κάτι μέλλοντες της απελπισίας και πρόθυμοι με προτεσταντική ηθική που βαθμολογούσαν αυστηρά τη μη συμόρφωση, και, τέλος, ο κύριος δήμαρχος με το μικρόφωνο στο χέρι.

Το ξανασκέφτηκε. Πού πάω να μπλέξω, είπε στο σύμβουλό του. Καλύτερα να γυρίσω πίσω, κι ας περάσω χρονοδικείο. Μπορεί να κατηγορηθώ για απόπειρα ανατροπής και θα καταδικαστώ σε αιώνια απουσία από το ελληνικό ημερολόγιο αλλά θα έχω γλιτώσει από τα βασανιστήρια που τράβηξε το αδελφάκι μου, το ‘12. Εκείνος του πρότεινε να ρωτήσουν το γραφείο Τύπου μήπως και τη βγάλουν καθαρή με καμιά διαρροή του στυλ αποχωρούμε από ευαισθησία γιατί μας συκοφαντούν άδικα ή το στικάκι του χρόνου είν’ εδώ ενωμένο δυνατό ή, ακόμη, να δηλώσουν συμμετοχή στο παιχνίδι του Δένδια Ξένιος Ζευς και να περιμένουν με ιώβεια υπομονή σε κανένα στρατόπεδο για να επαναπατριστούν κάποτε σε ανύπαρκτες πατρίδες.

Αλλά το γραφείο Τύπου απάντησε κατηγορηματικά ότι ο καινούριος χρόνος δεν μπορούσε να επιστρέψει πίσω, αυτό ήταν αδύνατον, δεδομένου ότι πρώτον, το ΔΝΤ είχε κλείσει το μονόδρομο και, δεύτερον, ο χρόνος ανήκε στους δανειστές, όπως άλλωστε καθετί που περπατούσε, πετούσε ή κολυμπούσε στη χώρα αυτή. Τι, δεν μπορώ πια ούτε τον μονόδρομο να παραβιάσω; είπε ο καινούριος χρόνος βαθιά απογοητευμένος, σαν τον δικαστή που του κάνουν κρατήσεις στα αναδρομικά και αναγκάζεται να βιώσει, αυτός και η οικογένειά του, την απόλυτη κοινωνική ταπείνωση. Είναι αλήθεια ότι αποτελώ ιδιοκτησία των δανειστών; Όλη μου η περιουσία λοιπόν, η ύπαρξή μου, οι καταθέσεις σε ελβετικά χρυσά ωρολόγια, σε χρονόμετρα της ΝΑΣΑ, σε ρόλεξ με χρυσά χέρια έχουν μπει κάτω από εποπτεία;

Στο μεταξύ, με όλες αυτές τις σκέψεις και το υπαρξιακό άγχος είχε καθυστερήσει απελπιστικά,. Μόνη του παρηγοριά και στήριγμα η απέραντη κατανόηση του δημάρχου, που εκείνη την ώρα είχε φροντίσει να το ρίξει με μεγάλη επιμέλεια στο διάβασμα του New Happy Year Welcome. Σωστή εκτίμηση, δεδομένου ότι ο κύριος δήμαρχος αγαπούσε ιδιαιτέρως την τάξη και τον είχε για εκατόν ογδόντα έξι ολόκληρα δευτερόλεπτα απορροφήσει η υπεράνθρωπη προσπάθεια να αποδείξει ότι διαβάζει σωστά-σημεία στίξεως-προφορά-ανάσες-όλα τέλεια.

Μέσα σε εκείνα τα δεκάδες δευτερόλεπτα υπέρβασης της χρονοχρέωσης, ο νέος χρόνος έκανε μια ύστατη σκέψη. Προσπάθησε να φανταστεί ποια θα μπορούσε να είναι η καλύτερη κρυψώνα για να καταφύγει. Αυτό, μάλιστα, έπρεπε να το κάνει προτού ο κύριος δήμαρχος τελειώσει το διάβασμά του, οι άνεργοι και οι άστεγοι εξεγερθούν στο ενδεχόμενο να παραμείνει ανυπερθέτως στην εξουσία το γνωστό τους ’12, και πριν οι κερδοσκόποι, οι φιλάνθρωπες εταιρίες και οι παρατρεχάμενοι αρχίσουν να θριαμβολογούν χειροκροτώντας το ’12 που παραμένει με την ωραία παρέα του, τις γνωστές μοντέλες αδιαφάνεια, αδικία και φτώχεια. Φυσικά, όταν θα ανακάλυπταν ότι είχε κρυφτεί θα δημιουργείτο μια τεράστια και πρωτοφανής αναστάτωση αλλά μόνο προσωρινά. Γρήγορα θα συνειδητοποιούσαν όλοι ότι τίποτε διαφορετικό δεν θα συμβεί πέρα από τα γνωστά και θα ησύχαζαν βολεμένοι μια χαρά στο πέρσι.

Στάθμισε τις περιστάσεις και το βασικό του μέλημα ήταν τώρα το πού θα κρυφτεί. Αναζήτησε τα πιο αραχνιασμένα ντουλάπια, εκεί όπου μόνο οι κατσαρίδες κάνουν επισκέψεις: μια μεταρρύθμιση σε οιονεί καθυστέρηση, μια ανεφάρμοστη εγκύκλιο της δημόσιας διοίκησης, μια εφορία υπό συγχώνευση, ένα πειθαρχικό για ιατρικά φακελάκια, ένα πολεοδομικό γραφείο, το φάκελο μιας δικαστικής απόφασης, την έκδοσης μιας σύνταξης με την προσδοκία θανάτου του δικαιούχου. Χρόνια τώρα όλα αυτά τα ντουλάπια έμεναν σταθερά και ακλόνητα και κανένα ξεσκονόπανο, κανένα άζαξ, κανένα ποντικοφάρμακο δεν τολμούσε να τα πλησιάσει. Φτάνοντας όμως πιο κοντά μια απαίσια μυρωδιά του έσπασε τη μύτη. Μπορεί να κυριαρχεί η άποψη ότι το χρήμα δεν έχει μυρωδιά αλλά εδώ η βαριά οσμή σου έκοβε την ανάσα. Απέστρεψε τη ματιά του με δυσφορία. Κι όμως, ένα ντουλάπι απ’ όλα ανέδιδε λεπτό γαλλικό άρωμα. Ανοίγοντας την πόρτα του, ο νέος χρόνος διέκρινε αναπαυτικά ξαπλωμένη τη σικάτη σιλουέτα της λίστας Λαγκάρντ. Χωρίς δισταγμό, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις, ξάπλωσε δίπλα της έτοιμος για όλα.

Πίστευε ότι θα μπορούσε να μείνουν εδώ μαζί ανενόχλητοι όσο χρειαζόταν, μια και η κυρία Λαγκάρντ είχε πιάσει δουλειά στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού και έτσι πολυάσχολη δεν θα αναζητούσε τη λίστα της. Δυστυχώς, στάθηκε άτυχος. Η λίστα είχε μπει στο στόχαστρο των οικονομικών εισαγγελέων, των δημοσιογραφικών λαγωνικών, των κάθε λογής χάκερ που την αναζητούσαν με μανία αλλά, το χειρότερο απ’ όλα, ήταν ότι την κυνηγούσαν οι πρώην εραστές της. Ποιος θα τον γλίτωνε από όλους αυτούς; Δεν είχε καμία ελπίδα. Αποφάσισε να παραδοθεί. Βγήκε από την κρυψώνα του αποφασισμένος να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούσαν. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Ένας νέος χρόνος που θα θυσιαζόταν για να λάμψει η δικαιοσύνη πάνω από τη χώρα.