Όταν πολεμούν… οι πίνακες!

Χριστίνα Πουλίδου 22 Απρ 2013

Η τέχνη, τελικά, δεν είναι «αθώα»; Μια έκθεση έργων τέχνης μπορεί να προκαλέσει πολεμικό κλίμα στις σχέσεις δύο χωρών; Ο πολιτισμός μεταδίδει ευσχήμως πολιτικά μηνύματα; Η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι: ναι.

Η αρχή της ιστορίας βρίσκεται στην πρόθεση του Μουσείου του Λούβρου να οργανώσει μια έκθεση γερμανικής ζωγραφικής προς τιμή της επετείου των 50 χρόνων από τη Συνθήκη των Ηλυσσίων. Η έκθεση επιγράφεται «Από τη Γερμανία (1800-1939) – από τον Φρίντριχ στον Μπέκμαν», εγκαινιάστηκε πρόσφατα και περιλαμβάνει κάπου 200 πίνακες που τους αντιπαραθέτει με τα γραπτά μεγάλων γερμανών στοχαστών (ξεκινώντας από τον Γκαίτε) για να προβληματιστεί ο επισκέπτης «γύρω από τα μεγάλα θέματα που επηρέασαν τη γερμανική σκέψη από τον 18ο αιώνα ως τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».

Τα γαλλικά ΜΜΕ υποστηρίζουν ότι από την έκθεση αναδύεται η προσπάθεια της Γερμανίας να αποκτήσει ενότητα μέσω της κουλτούρας. Είναι τα χρόνια που Γερμανοί κατοικούν σε «ασυνεχείς γεωγραφικά περιοχές» (από τη Βαυαρία ως τις Βαλτικές και από τη Ρηνανία ως την Πρωσία), που διέπονται από διαφορετικά χριστιανικά δόγματα, από διαφορετικά θεσμικά, πολιτικά και πολιτισμικά καθεστώτα και που επιζητούν μιαν εθνική ενότητα.

Όπως αναφέρθηκε από τους διοργανωτές, «η Γερμανία έγινε έθνος-κράτος το 1871 οικοδομώντας την πολιτισμική της ταυτότητα σε τρεις κινητήριες δυνάμεις: τη σχέση με την ιστορία, τη φύση και τον άνθρωπο». Ήδη, από τα μέσα του 18ου αιώνα, η Γερμανία «ονειρεύεται ελληνικά», καθώς η αρχαιοελληνική αναφορά (στον Απόλλωνα ή τον Διόνυσο) χρησιμεύει ως το μέσο για την αναβίωση των καλών τεχνών. Ακολουθεί η έμφαση στη φύση, που δείχνει την ομορφιά της γερμανικής υπαίθρου και στις αρχές του 20ού αιώνα είναι η έμφαση στο ανθρώπινο πλάσμα, αυτό που δεσπόζει στη γερμανική ζωγραφική.

Αυτή είναι η γαλλική πλευρά, από τη Γερμανία όμως ξεσηκώθηκαν αντιδράσεις: «ο χρονικός τερματισμός της έκθεσης που τοποθετείται στο 1939 δεν είναι τυχαίος», σημειώθηκε σχετικά (Die Zeit) και σε όλα τα γερμανικά ΜΜΕ επισημάνθηκε ότι η έκθεση είναι «προβληματική», καθώς οδηγεί τη σκέψη του επισκέπτη στο συμπέρασμα πως «η γερμανική καταστροφή ήταν αναπόφευκτη». Διότι, λένε, «σηματοδοτείται η εντύπωση πως οι Γερμανοί, έπειτα από έναν σύντομο ενθουσιασμό με την αρχαιότητα, γύρισαν στα δάση τους, στη μούχλα της υγρής υπαίθρου και τρελάθηκαν γύρω στα 1900, πριν ξεχυθούν στον εθνικο-σοσιαλισμό».

Ο πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής του γερμανικού Κοινοβουλίου ζήτησε να επισκεφθεί την έκθεση του Λούβρου μαζί με άλλα μέλη της επιτροπής, ενώ η διεύθυνση του Λούβρου απάντησε στην Die Zeit δηλώνοντας «αιφνιδιασμένη και βαθύτατα λυπημένη από την ακραία πολεμική έκφραση» της αρθρογραφίας της γερμανικής εφημερίδας. «Δεν είχαμε καμία πολεμική πρόθεση όταν επιλέξαμε αυτή τη μακρά περίοδο για να προτείνουμε στο γαλλικό κοινό να κατανοήσει τη γερμανική τέχνη», σημειώνεται. Αντίθετα με όσα καταγγέλλει η γερμανική πλευρά, η διεύθυνση του Λούβρου σημειώνει επίσης, πως κατέληξε σε αυτή την επιλογή, ακριβώς «για να αποφευχθεί μια τελεολογική ανάγνωση που θα επέτρεπε σε κάποιον να σκεφτεί ότι υπάρχει μια ενδεχόμενη συνέχεια από τον ρομαντισμό στον ναζισμό».

Τα γερμανικά δημοσιεύματα, ωστόσο, επιμένουν: «οι Γάλλοι εξακολουθούν να μας θεωρούν βάρβαρα όντα», σημειώνεται (Frankfurter Allgemeine Zeitung) και προβάλλοντας την εικονογράφηση ενός πίνακα που αναπαριστά δύο πρωτόγονους ανθρώπους οι οποίοι παλεύουν, «αυτή είναι η γραμμή της έκθεσης», υποστηρίζεται.

Ο εκατέρωθεν διάλογος είναι μακρύς και ιδιαίτερα επιθετικός, τα γερμανικά δημοσιεύματα μιλούν για «συνωμοσία», για σχέδιο της Γαλλίας «να πάρει προβάδισμα έναντι της Γερμανίας στον πολιτιστικό διαγκωνισμό», ενώ η Γαλλία απαντά ότι όλα αυτά δείχνουν την «ανασφάλεια» στην οποία βρίσκεται η πνευματική ζωή της Γερμανίας.

Συμπερασματικά, ο γαλλο-γερμανικός πόλεμος που ξέσπασε (εξαιτίας ή με αφορμή;) μιαν έκθεση τέχνης, είναι δηλωτικός της κρίσης που βιώνει η Ευρώπη. Δείχνει ακριβώς ότι ο τρόπος που διαβάζει ο κάθε λαός την Ιστορία δημιουργεί τριβές και ξύνει παλαιές πληγές, ότι σε μια νευρική, περιρρέουσα ατμόσφαιρα οι σπίθες ανάβουν εύκολα και ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης υπάρχει ένα εντεινόμενο ρεύμα εθνικών ανταγωνισμών, που δείχνει ακριβώς την έλλειψη μεγάλων ευρωπαίων ηγετών – που θα έβλεπαν το δάσος και δεν θα στέκονταν στο κλαδί του δέντρου.