Όταν το Πολιτικό Σύστημα έχτιζε το πελατειακό του κράτος ήξερε τι έκανε και το έκανε καλά. Τακτοποιούσε τους πελάτες του, αλλά μετά δεν τους άφηνε στην τύχη τους. Η επιχείρηση είχε και after sales.
Ένα ιδιαίτερα πυκνό, πολυπλόκαμο και «έξυπνο» δίκτυο νόμων, ο λεγόμενος και νομικός μας πολιτισμός, αναλάμβανε μετά την τοποθέτηση να προστατεύει την πελατεία από τις κακοτοπιές. Το Σύστημα είχε προβλέψει ότι τις μπαγαμποντιές, τις κλεψιές και τις συστηματικές κοπάνες, δεν θα τις έκαναν τίποτα τυχαίοι που βρέθηκαν κατά λάθος στο δημόσιο, χωρίς κάλυψη. Θα τις έκαναν τα δικά του παιδιά, αυτά που είχαν τις πλάτες των μηχανισμών, των συνδικάτων, των κομμάτων. Αυτά τα παιδιά φρόντισε να θωρακίσει, έτσι ώστε να μη μπορεί ποτέ κανείς να τα πειράξει. Πάνω στο θώρακα αυτό προσέκρουσε ο Μανιτάκης και έπαθε ζημιές, γιατί ήταν μάλλον απροετοίμαστος. Δεν είχε χαρτογραφήσει επαρκώς το βυθό του κράτους.
Δεν έχει σημασία η βαρύτητα ή το είδος του αδικήματος. Σημασία έχουν η απόφαση, τα ένδικα μέσα, το δικαιικό σύστημα. Η υπόθεση που πρέπει να τελεσιδικήσει. Τι κι αν το σύστημα είναι σκοπίμως αργό, τι κι αν τα υπηρεσιακά συμβούλια αποφεύγουν να δικάσουν, τι κι αν καραμπινάτες περιπτώσεις συνεχίζουν να μισθοδοτούνται από το 1.5 εκατομμύριο ανέργους. Πρέπει να τηρούμε τους νόμους. Και βέβαια πρέπει. Αλλά η αρνησιδικία δεν είναι παράνομη σύμφωνα με το νομικό μας πολιτισμό; Η λευκή απεργία των καθ’ ύλην αρμόδιων είναι σύννομη; Γιατί, ένα χρόνο τώρα, οι μεταρρυθμιστικές αριστερές δυνάμεις δεν έφτιαξαν ένα δικαστικό σώμα εκτάκτου ανάγκης (fast track), για να καθαρίζει γρήγορα και δίκαια αυτές τις περιπτώσεις; Μήπως το πρότειναν και δεν έγινε αποδεκτό; Καταλαβαίνω την καθυστέρηση στην εκδίκαση ενός διαζυγίου ή μιας ιδιωτικής αντιδικίας, αλλά εδώ πρόκειται για το κράτος δικαίου, για το αίμα των αθώων. Γιατί δεν μπορούμε να αποκτήσουμε ένα δικαστικό «πρώτων βοηθειών»;
Όχι πως θα σωνόταν η χώρα αν απέλυε το Δημόσιο χίλια λαμόγια. Μιλάμε για 883.735 και βάλε ψυχούλες μαζί με τα ΝΠΔΔ και τα ΝΠΙΔ του δημοσίου σε ενεργό οικονομικά πληθυσμό 4,7 εκατομμυρίων εκ των οποίων το 1,5 εκατομμύριο είναι άνεργοι. Πώς είπατε, το νούμερο αυτό αμφισβητείται; Ακριβώς, ακόμα και το νούμερο είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, έργο και αυτό του ίδιου Πολιτικού Συστήματος. Κανείς δεν πρέπει να ξέρει το «πόσοι τελικά είναι» έτσι ώστε να είναι αδύνατος ο έλεγχος και δυνατός ο επικοινωνιακός χειρισμός του μεγέθους. Σε μια χρεοκοπημένη χώρα τολμάμε ακόμα να λέμε ότι το μέγεθος του δημοσίου δεν είναι πρόβλημα. Αν μέχρι πριν τρία χρόνια η λύση στην υπερτροφία ήταν ο δανεισμός, σήμερα είναι η επίταξη της ιδιωτικής περιουσίας. Για να συντηρηθεί το μέγεθος. Αλλά και ο πελάτης. Και το Πολιτικό Σύστημα.
Η κινητικότητα είναι ένα μέρος της λύσης. Αλλαγή ειδικότητας, επανακατάρτιση, μετάταξη. Λέξεις. Πώς γίνονται πράξη; Πόσο χρόνο θέλουν; Ποιος φορέας τα κάνει όλα αυτά; Πόσο κοστίζουν; Το κυριότερο, πάνω σε ποια βάση; Στη βάση που είχαμε μέχρι τώρα; Χωρίς να καταργήσουμε την περίφημη «οργανικότητα» που καταδυναστεύει το δημόσιο; Χωρίς να μειώσουμε τη γραφειοκρατία; Χωρίς να καταργήσουμε άχρηστες υπηρεσίες, γραμματείες και οργανισμούς; Χωρίς να αξιοποιήσουμε την τεχνολογία; Χωρίς να λάβουμε υπόψη τα νέα οικονομικά δεδομένα; Αλήθεια, ποιος καθορίζει τις ανάγκες μιας υπηρεσίας σε προσωπικό; Υπάρχουν standards; Μήπως τη δουλειά του ενός την κάνουν τρεις, πέντε, δέκα; Ποιος διευθυντής θα δώσει τις πραγματικές ανάγκες; Ποιος δεν θέλει να έχει δέκα διαθέσιμους υπαλλήλους έτσι ώστε όταν του λείπουν οι τρεις, άλλοι τρεις δεν ξέρουν, οι δύο είναι αργοί, να του απομένουν τουλάχιστον δύο για να κάνουν τη δουλειά; Έχουμε μοντέλα υπηρεσιών ξένων χωρών, ή μοντέλα ιδιωτικών εταιριών με ανάλογο αντικείμενο ώστε να συγκρίνουμε;
Η μετακίνηση στο Δημόσιο θεωρείται χτύπημα κάτω από τη μέση, χτύπημα κακό. Πάνω που κάποιος πάλιωσε στην υπηρεσία του, πάνω που μπορεί να φεύγει νωρίτερα χωρίς να ζητά άδεια, πάνω που κατέκτησε το δικαίωμα του «αδικαιολογήτως απών», πάνω που έμαθε ποιες μανιέρες τον βγάζουν από τα δύσκολα, έρχεται η υπηρεσία και του λέει να πάει κάπου αλλού, άγνωστός εν μέσω αγνώστων, να φυλάει και πάλι γερμανικά νούμερα, να κάνει αγγαρείες. Φτου και πάλι από την αρχή; Ποιος δημόσιος υπάλληλος μπορεί να αντέξει τέτοιον εξευτελισμό;
Και αν κάποιος δεν θέλει να μετακινηθεί του είναι δύσκολο να χρησιμοποιήσει όλα τα ένδικα μέσα ώστε να καθυστερήσει ή να ακυρώσει τη μετάταξη; Μήπως μπορεί να επικαλεστεί ιατρική γνωμάτευση για τα ψυχολογικά προβλήματα που του επέφερε η αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος; Μήπως το Σύστημα έχει κλείσει και την έξοδο της «κινητικότητας»; Δηλαδή θα είναι εύκολο από νομικής πλευράς να στείλεις στην καθαριότητα των ΟΤΑ έναν υπάλληλο γραφείου έστω και αν πριν 10 χρόνια είχε προσληφθεί ως καθαριστής, ή κηπουρός; Αλήθεια ξέρετε πολλούς συμπολίτες μας που θα δεχτούν να μετακινηθούν σε μια υποστελεχωμένη υπηρεσία, που θα έχει περισσότερη δουλειά και να αφήσουν τη βολή τους; Θα το έκανε κανείς χωρίς να παλέψει για το δίκιο του με τη βοήθεια του συνδικαλιστικού του οργάνου, που εξάλλου, γι’ αυτό υπάρχει; Κι αν όλα αυτά θέλουν το χρόνο τους, πότε ο πολίτης θα δει μια κίνηση καλής θέλησης από το κράτος του ώστε να αντέξει την οικονομική αφαίμαξη και τη βάρβαρη φορολόγηση; Έχει άδικο η Τρόικα που πηγαινοέρχεται αλλά δεν βλέπει πρόοδο σε πράγματα που συμφωνήθηκαν; Έχει άδικο να μην καταλαβαίνει το νομικό μας πολιτισμό;
Η ορθολογική διαχείριση προσωπικού δεν μπορεί να στηριχτεί ούτε στους διευθυντές, ούτε στους προϊστάμενους των δημόσιων υπηρεσιών. Είναι και αυτοί μέρος του προβλήματος. Πώς σε ένα σχολείο έλειπαν μέχρι τον Φλεβάρη 2 εκπαιδευτικοί και ξαφνικά όταν έσφιξαν τα πράγματα βρέθηκαν χωρίς να γίνει κανένας διορισμός; Ποιοι είχαν τη δυνατότητα να «κρύβουν» το προσωπικό από τα μάτια των εποπτικών αρχών; Με ποιο δικαίωμα το ΠΥΣΔΕ δεν συνεδρίαζε για να μην επιβάλει υπερωρίες; Υπάρχουν υπεύθυνοι που λογοδοτούν γι αυτά;
Ο πολίτης δεν μπορεί να πειστεί ότι όλα αυτά γίνονται από μόνα τους, λόγω αδράνειας, ότι τα επιβάλλουν το Σύνταγμα και οι νόμοι, ακόμα και αν είναι έτσι. Όπως συνοπτικά και ελέω κρίσης του αφαιρέθηκαν εργασιακά δικαιώματα, μισθοί, επιδόματα και του επιβλήθηκαν οριζόντιοι φόροι και εισφορές, έτσι συνοπτικά απαιτεί να μειωθεί η σπατάλη και να αυξηθεί η παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα. Γιατί αυτός πληρώνει και όχι το Πολιτικό Σύστημα. Απαιτεί όχι απλά πολιτική βούληση, δηλαδή λόγια του αέρα, αλλά και πολιτική επιβολή. Πολιτική πράξη. Αν οι νόμοι στη χώρα αυτή αλλάζουν μόνο για το «κακό», απαιτούμε να αλλάζουν στα γρήγορα και για το «καλό». Αν τα παράθυρα υπάρχουν για να βολεύονται τα τέκνα της λαμογιάς, υπάρχουν και για να ανασαίνουν οι νομοταγείς, τα υποζύγια, οι πρόθυμοι, δηλαδή, οι «χρήσιμοι ηλίθιοι».
Όταν η τρικομματική κυβέρνηση ανέλαβε να σώσει τη χώρα είχε υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο στην Τρόικα αλλά και στον ελληνικό λαό. Είχε υποσχεθεί ότι οι θυσίες του θα πιάσουν τόπο. Πώς και της διέφυγε ότι όλες οι αλλαγές προϋποθέτουν και νομοθετικές ρυθμίσεις; Μήπως το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ιδιαίτερα απασχολημένο με την αναμόρφωση των φυλακών και δεν είχε χρόνο να βρει μια σύννομη λύση στο πρόβλημα των «επίορκων»; Μήπως τα άλλα υπουργεία επεξεργάζονταν πυρετωδώς τα σχέδια της νέας Ελλάδας και δεν είχαν χρόνο για να αναδιαρθρώσουν τα οργανογράμματά τους, να μαζέψουν τις γραμματείες τους, να μετρήσουν ορθολογικά τις ανάγκες τους;
Η μεταρρυθμιστική Αριστερά είναι επαναστατική. Μόνο σαν τέτοια μπορεί να υπάρξει. Αλλιώς είναι η γνωστή Αριστερά που υπηρετεί τις συντεχνίες και ακυρώνει το κράτος δικαίου. Που χρησιμοποιεί τους νόμους για όφελος του πολιτικού συστήματος και όχι των πολιτών. Που νοιάζεται για τους insiders και αδιαφορεί για τους outsiders. Τέτοια Αριστερά υπάρχει στη χώρα εν αφθονία και δεν το κρύβει ότι απεχθάνεται κάθε μεταρρύθμιση που ανατρέπει τις δομές του συστήματος, γιατί σκοπεύει, αν τα καταφέρει, να τις χρησιμοποιήσει προς ίδιον όφελος. Αλλά η μεταρρυθμιστική Αριστερά δεν έχει να κερδίσει τίποτα με το να παρακολουθεί αμέτοχη τα πολιτικά τερτίπια της εξουσίας, συμμετέχοντας παράλληλα και δικαίως στη νομή της. Αντιθέτως, έχει μόνο να χάσει. Το μεταρρυθμιστικό πλεονέκτημα. Την ψυχή της.