«Ο????λοι ξέρουμε ότι οι δημοσιογράφοι γίνονται κακοί πολιτικοί. Ο πολιτικός πρέπει να μεταδίδει ένα μήνυμα, ο δημοσιογράφος νομίζει πως πρέπει να λέει πάντα την αλήθεια». Η ατάκα αποδίδεται στον πρωθυπουργό του Καναδά και αρχηγό του Συντηρητικού Κόμματος, Στίβεν Χάρπερ.
«Τα έχω πει όλα για την κρίση, τα έχω πει όλα. Εχω πει περισσότερα από όσα έχει πει οποιοσδήποτε Ελληνας πολιτικός. Εχω πει τα λάθη του Παπανδρέου, τα λάθη του Τσίπρα, τα έχω γράψει». Σταύρος Θεοδωράκης, πρώην δημοσιογράφος, αρχηγός του πολιτικού κόμματος «Το Ποτάμι».
«Εχεις κάποιες υποχρεώσεις ως δημοσιογράφος, που είναι να έχεις μια καλή ιστορία, να έχεις τσεκάρει τις πηγές σου και να λες την αλήθεια. Οταν είσαι στην πολιτική, οι υποχρεώσεις είναι πραγματικά διαφορετικές. Δεν είσαι πια παρατηρητής. Εχεις μια υποχρέωση στην αλήθεια, αλλά βασικά υποχρεούσαι να πάρεις αποφάσεις. Γι’ αυτό είσαι εκεί». Μάικλ Ιγκνάτιεφ, πρώην δημοσιογράφος, πρώην αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων του Καναδά, καθηγητής στο Harvard School of Government.
Αν και ο Χάρπερ φέρεται να είπε το ανωτέρω μερικά χρόνια πριν μπει ο Ιγκνάτιεφ στην πολιτική, ορισμένα πράγματα τελικά έρχεται να τα επικυρώσει η ζωή: ο μάλλον αντιπαθής Χάρπερ εξακολουθεί τη μακρόχρονη και επιτυχημένη πολιτική του καριέρα, ενώ ο γοητευτικός Ιγκνάτιεφ, ύστερα από μια πολλά υποσχόμενη πολιτική δραστηριοποίηση και μερικούς εντυπωσιακούς πολιτικούς κι επικοινωνιακούς χειρισμούς, πέτυχε μία από τις χειρότερες εκλογικές επιδόσεις για το κόμμα του, σχεδόν συνετρίβη σε ντιμπέιτ στον άλλοτε φυσικό του χώρο, τα τηλεοπτικά στούντιο, έκανε την αποτυχία του μπεστ σελερ και είναι ένας από τους αγαπημένους καθηγητές των φοιτητών του τμήματος-φυτώριου νέων ηγετών του Χάρβαρντ. Ο Ιγκνάτιεφ είναι αναμφίβολα, από μόνος του, μια πολύ ωραία ιστορία. Ο Χάρπερ, όμως, έχει το μεγάλο γραφείο.
Ενα από τα χαρακτηριστικά των αντιπαραθέσεων του Ιγκνάτιεφ με τους πολιτικούς του αντιπάλους ήταν η συνήθειά του να κρατά σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι. Η παρατηρητικότητα του τον βοηθούσε να τους θέτει καλά ερωτήματα – αυτό εξάλλου ήταν η δουλειά που ήξερε να κάνει καλά. Οταν όμως τα ερωτήματα στρέφονταν προς αυτόν, οι απαντήσεις δεν ήταν στο μπλοκάκι. Και ο ελεγκτής γινόταν αντικείμενο ελέγχου από πρώην συναδέλφους του με τους οποίους έκανε χαλαρά αστεία όταν έκλειναν οι κάμερες. Εντελώς επιφανειακά, η δουλειά του δημοσιογράφου και του πολιτικού μοιάζουν στη δύναμη της απόκτησης και της δημοσιοποίησης της πληροφορίας και μετά της ερμηνείας της προς την κοινή γνώμη, με σκοπό να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της. Από εκεί και ύστερα, όμως, στις δημοκρατίες ο πολιτικός ελέγχεται από τα ΜΜΕ και απαντά μέσω αυτών.
Ο δημοσιογράφος, παρότι τον δεσμεύει ο έλεγχος της εγκυρότητας, απολαμβάνει την ελευθερία ενός ανεξάρτητου κριτή που συνδιαμορφώνει την άποψη του εκλογικού σώματος, ελευθερία που την παραχώρησε και εν τέλει την εγγυάται η δημοκρατία. Η τέταρτη εξουσία απολαμβάνει τον σεβασμό όσο δεν ανακατεύεται με τις υπόλοιπες.
Εξάλλου, το ταλέντο, το προνόμιο, η τύχη του ελέγχειν τους αιρετούς δεν είναι ταυτόσημο με το ταλέντο του εκλέγεσθαι – ας θυμηθούμε και τον Γουίλιαμ Ράντολφ Χίρστ, τον πανίσχυρο εκδότη, τον άνθρωπο που έγραφε ότι τα έντυπά του είναι «η μεγαλύτερη δύναμη του πολιτισμένου κόσμου», αλλά απέτυχε να εκλεγεί σε όλα τα μεγάλα αξιώματα που διεκδίκησε και κατάφερε μόνο δύο χλιαρές θητείες στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η διαφορά λοιπόν της δημοσιογραφίας με την πολιτική δεν είναι μόνο αυτή που είχε εντοπίσει κάπως κυνικά ο Χαρπερ. Είναι ότι για να κάνει τη δουλειά του, ο δημοσιογράφος ενδύεται τον ρόλο ενός παρατηρητή, ενός φορέα καταλογισμού ευθυνών και ελέγχου διαφάνειας στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος. Κάπου εκεί γίνεται η μεγάλη παρεξήγηση, που κάνει πολύ ελκυστική τη μεταπήδηση από τα ΜΜΕ στην πολιτική. Αυτή που λέει πως αν τόσα χρόνια τούς ελέγχεις, είναι αυτονόητο ότι θα κάνεις τη δουλειά τους καλύτερα από αυτούς. Και ότι, αν έχεις πει πολύ περισσότερα για την κρίση από αυτούς που κλήθηκαν να πάρουν αποφάσεις γι’ αυτή –πολλώ δε μάλλον αν πιστεύεις πως τα έχεις πει όλα–, τότε οπωσδήποτε μπορείς και να αναλάβεις τον ρόλο του διαχειριστή της κρίσης, που αν πατήσει το λάθος κουμπί ενεργοποιεί μια βόμβα που καταστρέφει έναν ολόκληρο λαό.