Η προοπτική των Ευρωεκλογών του 2019 και η διαφαινόμενη ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων έχει πυκνώσει τον διεθνή δημόσιο διάλογο για τον λαϊκισμό. Αντικείμενο είναι ο ακροδεξιός λαϊκισμός καθώς ο αριστερόστροφος αποτέλεσε ένα περιθωριακό φαινόμενο της Ελλάδας και της Ισπανίας όπου αμφότερα τα κόμματα που τον εξέφρασαν (ΣΥΡΙΖΑ, Podemos) βρίσκονται σε υποχώρηση και μετάλλαξη. Περισσότερο από τις θεωρητικές αναζητήσεις για το «τι είναι ο λαϊκισμός», ο διάλογος περιστράφηκε γύρω από πιο ουσιώδη ερωτήματα και αγωνίες. Πόσο κινδυνεύουν οι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες από τους λαϊκιστές; Ποιες αιτίες εκτρέφουν τους λαϊκισμούς, πόσο συμβάλλει η οικονομική καχεξία και πόσο η γενικότερη πολιτισμική ανασφάλεια που προσωποποιείται στον υπαρκτό ή φανταστικό μετανάστη; Κατά πόσο η μετατόπιση της ατζέντας της ευρύτερης αριστεράς και των φιλελεύθερων από τα ζητήματα της εργασίας, της ισότητας και του κοινωνικού κράτους στα αιτήματα των ποικίλων μειονοτήτων για αναγνώριση της διαφορετικότητάς τους (identity politics) ωφέλησε τελικά τη νέα λαϊκιστική Δεξιά τύπου Τραμπ;
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ερώτημα που τελευταία επανέρχεται (Muller J-W, Foreign Affairs, Μάρτιος-Απρίλιος 2019) είναι μήπως οι αντιλαϊκιστές υπερτιμούν την ισχύ των λαϊκιστών; Μήπως έχουν πέσει θύματα της πρόσκαιρης επιτυχίας του λαϊκισμού και κάνουν υποχωρήσεις αποδεχόμενοι συνειδητά ή ασυνείδητα σαν αληθινούς τους ισχυρισμούς των λαϊκιστών; Από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι λαϊκιστές εκφράζουν άμεσα και καλύτερα τον «απλό άνθρωπο», ούτε ότι η αναδίπλωση στον εθνικισμό είναι η κατάλληλη απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, ούτε ότι η σύγκρουση σήμερα είναι μεταξύ κοσμοπολιτισμού και εθνικισμού, ούτε ότι οι «ξένοι» είναι υπαίτιοι των δικών μας δυσκολιών. Αν τα κόμματα των μεγάλων πολιτικών οικογενειών (κεντροδεξιά, σοσιαλδημοκρατικά, φιλελεύθερα, πράσινα) αποδεχτούν σιωπηλά αυτή την απλοϊκή επιχειρηματολογία των λαϊκιστών, που την κάνουν ακόμα πιο εύπεπτη τα social media, θα παίξουν στο γήπεδο του αντιπάλου. Όμως οι λαϊκιστές υποστηρίζει ο Κας Μούντε, δεν είναι η «σιωπηλή πλειοψηφία» αλλά μια φωνακλάδικη μειοψηφία. Η απάντηση σε αυτούς δεν είναι η κομπλεξαρισμένη μίμηση των τρόπων τους αλλά η αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων με νέο πνεύμα. Κάθε μία από τις μεγάλες πολιτικές οικογένειες έχει στην παράδοσή της λαμπρά παραδείγματα μεταρρυθμιστικής δράσης από τα οποία μπορεί να αντλήσει. Και ακόμα σημαντικότερο, θα πρέπει να θυμηθούν ότι οι πολίτες δεν είναι εκ φύσεως μανιχαϊστές αλλά ότι μπορούν να διαχειριστούν πιο σύνθετες απαντήσεις από τις απλουστεύσεις των λαϊκιστών. Σωστά έτσι υποστηρίζεται ότι θα ήταν λάθος οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες να συγκεντρώσουν όλα τα πυρά τους στις επερχόμενες ευρωεκλογές εναντίον της ακροδεξιάς κάνοντάς την ουσιαστικά συμπρωταγωνιστή της πολιτικής σκηνής. Πόσω μάλλον που οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν κάποια εκρηκτική αύξησή της. Το μέτωπο κατά της ακροδεξιάς πρέπει ταυτόχρονα να αναφέρεται στις πηγές που τροφοδοτούν τον λαϊκισμό. Κοντολογίς, αντί να παίξουν το παιχνίδι της «ή εμείς ή αυτοί», πρέπει να ξεδιπλώσουν την προγραμματική και ιδεολογική τους πρόταση για τα μείζονα: επαναπολιτικοποίηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης, βιώσιμη ανάπτυξη, ρύθμιση των μεταναστευτικών ροών χωρίς τις αφέλειες των ανοιχτών συνόρων, επανισχυροποίηση της εργασίας και της κοινωνικής προστασίας.
Στην Ελλάδα αυτοί οι προβληματισμοί παίρνουν ιδιόμορφη τροπή. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναγορεύει ένα τυπικό κεντροδεξιό συντηρητικό κόμμα όπως είναι η ΝΔ σε συνεργάτη της ακροδεξιάς και θιασώτη του νεοφιλελευθερισμού. Και αυτό σε μια χώρα όπου όλα τα κόμματα του συνταγματικού τόξου υποστηρίζουν την πολιτική ολοκλήρωση της ΕΕ γιατί ταυτίζεται με το εθνικό μας συμφέρον. Ή σε μια χώρα όπου η κρατικιστική πελατειακή κουλτούρα είναι διακομματικά τόσο συμπαγής ώστε να μην περνάνε στοιχειώδεις εξορθολογιστικές μεταρρυθμίσεις με εργαλείο την αγορά και τη διαφάνεια, ούτε κάτω από την πίεση των δανειστών μιας χρεοκοπημένης οικονομίας. Ο στόχος βεβαίως του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ΚΙΝΑΛ το οποίο μέσω της σουρεαλιστικής δαιμονοποίησης της ΝΔ εκβιάζεται να συνταχθεί με την «πρόοδο». Το ΚΙΝΑΛ αμύνεται και σωστά απορρίπτοντας τη συριζέϊκη «απεύθυνση», αλλά πέρα από την άμυνα καλό θα ήταν να ξεδιπλώσει ως βάση της αυτονομίας του όλη τη μεταρρυθμιστική ατζέντα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Οι ιδιαιτερότητες που θα έχει το προεκλογικό σκηνικό στην Ελλάδα τους προσεχείς μήνες, προκύπτουν προφανώς από την ιδιαίτερη μορφή που έλαβε εδώ η άνοδος του λαϊκισμού. Ο πιο επιτυχημένος από εκλογική άποψη αριστερόστροφος λαϊκισμός στην Ευρώπη συμμάχησε με τον δεξιό εθνικιστικό λαϊκισμό των ΑΝΕΛ. Όπως συμβαίνει με τις κάθε χρώματος λαϊκιστικές δυνάμεις που έγιναν εξουσία, οι υποσχέσεις διαψεύδονται, οι κυβερνητικές επιδόσεις είναι χειρότερες των προηγούμενων, και έτσι προκύπτουν ζητήματα κομματικής φυσιογνωμίας. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο απολογισμός της κυβερνητικής του θητείας δεν μπορεί να στηρίξει τον προεκλογικό του αγώνα. Προσπαθεί λοιπόν να προτάξει την υπόσχεση μετάλλαξης της ιδεολογικοπολιτικής του φυσιογνωμίας και να την αξιοποιήσει σαν προεκλογικό όπλο. Η προσπάθεια δεν πείθει όχι τόσο γιατί γίνεται στις παραμονές των εκλογών, όσο γιατί ο ίδιος ο τρόπος που το επιχειρεί δείχνει την εμμονή στις προηγούμενες πρακτικές. Επιχειρεί μια λαϊκιστική διαχείριση της κυβερνητικής αποτυχίας του λαϊκισμού και της διάψευσης των προσδοκιών που είχε γεννήσει. Συνεχίζει τις ίδιες πρακτικές, διατηρεί το ίδιο πλαίσιο υποστηρίζοντας ότι θα το γεμίσει με νέο περιεχόμενο. Αλλά το νέο περιεχόμενο πλαισιωμένο στις παλαιές πρακτικές αυτοϋπονομεύεται πριν ακόμα συγκεκριμενοποιηθεί.
Πάντως, οι εσωτερικές ζυμώσεις που αχνοφαίνονται είναι πραγματικές και προκύπτουν από την εκκρεμή πλέον φυσιογνωμία του. Οι πραγματικοί όροι και οι εσωκομματικοί συσχετισμοί θα εκδηλωθούν όταν βρεθεί στην αντιπολίτευση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα αναδειχθεί στον δεύτερο εταίρο ενός μικρού δικομματισμού. Από μόνο του το γεγονός δεν προδικάζει μια «επιστροφή στην κανονικότητα» ενός κεντρομόλου κομματικού συστήματος. Ούτε η σοσιαλδημοκρατικοποίηση, ούτε η πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ που προτείνονται σαν συνώνυμα του ταξιδιού του προς την ομαλότητα είναι προδιαγεγραμμένη. Αντιθέτως, η εξέλιξη της σημερινής του εικόνας που σωστά περιγράφεται «ασπόνδυλος πολυσυλλεκτισμός» με μόνο κέντρο αποφάσεων τον Τσίπρα, μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε έναν ιδεολογικοπολιτικά ασταθή και προγραμματικά αντιφατικό πόλο εξουσίας, που θα λειτουργεί εντός ενός εξίσου προβληματικού κομματικού συστήματος. Ο «εκλογικός σεισμός του 2012» δεν οδηγεί νομοτελειακά σε ένα νέο υγιές κομματικό σύστημα, όπως έχει δείξει η αρνητική εμπειρία άλλων χωρών με αντίστοιχους «σεισμούς».
Είναι εξάλλου πολύ πιθανό ο ΣΥΡΙΖΑ να μην κρατά στα χέρια του όλα τα κλειδιά της εξέλιξής του. Θα εξαρτηθεί από το διεθνές και κυρίως το εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου θα κληθεί να ανασυνταχθεί. Δεν είναι καθόλου παράδοξο: αν η επερχόμενη όπως φαίνεται διακυβέρνηση της ΝΔ και η ευκταία αντοχή του ΚΙΝΑΛ μπορέσουν να επιβάλλουν μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα παραγωγικής ανασυγκρότησης και εθνικής περισυλλογής, θα επιδράσουν ουσιαστικότερα στην εξέλιξη της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ από όσο οι διαγκωνισμοί των εσωτερικών τάσεων.
Βοηθούντος ίσως και του ψηφοφόρου του ΣΥΡΙΖΑ στο μέτρο που με τον σταυρό του θα βάλει τάξη στον αχταρμά των προσώπων που συστεγάζονται στις κομματικές λίστες.