Όταν ο θυμός ξεπέρασε τον φόβο

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 11 Ιουλ 2015

Όταν τα πολιτικά γεγονότα είναι καταιγιστικά, οι πολιτικές αναλύσεις βρίσκονται πάντα, και μοιραία, ένα βήμα πίσω. Η χώρα αντιμετωπίζει την εβδομάδα αυτή τον κίνδυνο μιας μοναδικής σε έκταση και ένταση επιδείνωσης, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, των συνθηκών διαβίωσης ως συνέπεια της εξόδου της χώρας από του Ευρώ, της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και της ουσιαστικής στάσης πληρωμών όλων των εμπλεκομένων στην οικονομία της χώρας μερών. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται όμως άμεσα από ένα προγενέστερο, και ανεπαρκώς ερμηνευμένο, πολιτικό γεγονός: την καταψήφιση από το 61% του εκλογικού σώματος της προτεινόμενης από τους Ευρωπαίους εταίρους συμφωνίας χρηματοδότησης της χώρας στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Η σύνδεση των δύο γεγονότων μάλλον δικαιολογεί την εστίαση στην ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος, ακόμα και αν η προηγούμενη Κυριακή μοιάζει να ήταν ήδη χρόνια μακριά.

Για πολλούς, η επικράτηση του ΟΧΙ ήταν απροσδόκητη. Πράγματι, η εμπειρία των δημοψηφισμάτων ανά τον κόσμο δείχνει ότι οι εκλογείς διστάζουν να ψηφίσουν υπέρ της αλλαγής του status quo, κάτι που μάλιστα δίνει την ευκαιρία στους πολέμιους των δημοψηφισμάτων να τα χαρακτηρίζουν ως μέσα συντήρησης. Και η ψήφος υπέρ του ΟΧΙ ήταν ομολογουμένως μια επιλογή δυνητικής αλλαγής του status quo, καθώς η επόμενη μέρα ήταν λιγότερο εύκολα προβλέψιμη. Ο κινητήριος μοχλός αυτής της κατεύθυνσης επιλογής στις δημοψηφισματικές αναμετρήσεις, δηλαδή της άρνησης στην αλλαγή, είναι ένα συναίσθημα: ο φόβος ή το βάρος της ανάληψης ενός ρίσκου. Τα συναισθήματα είναι πολύ ισχυροί παράγοντες προσδιορισμού της εκλογικής συμπεριφοράς: άλλοτε η ταύτιση με ένα κόμμα, άλλοτε η λατρεία σε έναν ηγέτη, άλλοτε ο φόβος για τις οικονομικές συνθήκες της επόμενης μέρας. Και άλλοτε ο θυμός. Η αίσθηση των ανεκπλήρωτων προσδοκιών ή της εξαπάτησης μπορούν να κινητοποιήσουν πολύ δυναμικά την ψήφο, κυρίως σε βάρος μια προηγούμενης κυβέρνησης.

Στην κάλπη της προηγούμενης Κυριακής φαίνεται πως συναντήθηκαν δύο από τα συναισθήματα που περιγράφηκαν προηγουμένως: ο φόβος και ο θυμός. Ο φόβος για την αλλαγή εξουδετερώθηκε από τον θυμό, από ένα άλλο συναίσθημα στη βάση του οποίου έχει κατ’ επανάληψη ερμηνευθεί η ραγδαία πτώση της απήχησης του ΠΑΣΟΚ, κυρίως, και της ΝΔ, δευτερευόντως, τα τελευταία τρία χρόνια. Πώς και γιατί όμως παρεισέφρησε ο θυμός για τα λεγόμενα «συστημικά» ή «παλαιά» κόμματα και σε αυτή την αναμέτρηση; Ίχνη της απάντησης σε αυτήν την ερώτηση προσφέρει το διάγραμμα εξέλιξης της πορείας δημοσκοπικής απήχησης του ΟΧΙ και του ΝΑΙ. Όλα αυτά τα διαγράμματα, και παρά την ατυχή  τελική πρόβλεψή τους για την έκταση της υπεροχής του ΟΧΙ, αποτυπώνουν μια σταθερή πορεία σύγκλισης των ποσοστών των δύο πλευρών από την επομένη της προκήρυξης στις 27/6, οπότε και η επιλογή του ΟΧΙ είχε καταγραφεί εξαιρετικά υψηλότερα από αυτήν του ΝΑΙ, έως τα μέσα της προεκλογικής εβδομάδας στην 1/7, όταν οι δύο θέσεις βρέθηκαν ισοδύναμες και, στη συνέχεια, μια πορεία αυξανόμενης διαφοράς υπέρ του ΟΧΙ από την Πέμπτη έως το Σάββατο πριν από την κάλπη. Το διάγραμμα αυτό φανερώνει ότι το αποτέλεσμα κρίθηκε μέσα στις τελευταίες τρεις ημέρες. Αν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στις δύο χρονικές περιόδους, πριν και μετά τα μέσα της προεκλογικής εβδομάδας, την κυριαρχία διαφορετικών συναισθημάτων, ίσως η υπόθεσή μας θα κέρδιζε σημαντικό έδαφος.

Η συρρίκνωση της υπεροχής του ΟΧΙ στο πρώτο ήμισυ της εβδομάδας ερμηνεύεται εύκολα στη βάση της ανησυχίας που προκάλεσε το κλείσιμο των τραπεζών και η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Οι έρευνες κοινής γνώμης κατέγραψαν μια πτώση της επιλογής του ΟΧΙ της τάξης των δεκαπέντε ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ του Σαββατοκύριακου, πριν δηλαδή από τη γνωστοποίηση της απόφασης για την τραπεζική αργία, και των πρώτων ημερών της εβδομάδας, οπότε και άρχισαν να σχηματίζονται ουρές στα ΑΤΜ των τραπεζών, αλλά και στα πρατήρια βενζίνης και στα καταστήματα τροφίμων. Ο φόβος προκαλούσε ραγδαία μείωση της τάσης για αλλαγή του status quo. Τι συγκράτησε όμως το κύμα φόβου μετά από τα μέσα της εβδομάδας και μάλιστα παρότι οι τράπεζες συνέχιζαν να παραμένουν κλειστές και οι φήμες περί κουρέματος των καταθέσεων άρχισαν να εντείνονται στο τέλος της εβδομάδας;

Η χρονική εξέλιξη των τάσεων αποκαλύπτει ότι η επιλογή του ΟΧΙ άρχισε να κερδίζει και πάλι έδαφος την Πέμπτη 2/7. Την ημέρα εκείνη αποτυπώθηκαν, στο επίπεδο της κοινής γνώμης και όχι καθεαυτής της στιγμής δημοσιογραφικής καταγραφής τους, παρεμβάσεις υπέρ της μίας ή της άλλης επιλογής από πολλά κεντρικά πολιτικά πρόσωπα. Ο Αλέξης Τσίπρας επαναβεβαίωσε τη θέση του υπέρ του ΟΧΙ και το ίδιο υπέρ του ΝΑΙ έπραξε ο Αντώνης Σαμαράς, ενώ τη στήριξή τους στο ΝΑΙ διατύπωσαν και οι πρώην πρωθυπουργοί Κώστας Σημίτης, Κώστας Καραμανλής και Γιώργος Παπανδρέου. Με κίνδυνο υπεραπλούστευσης, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η εμφάνιση του θεωρούμενου ως «παλαιού πολιτικού προσωπικού» στο πλευρό του ΝΑΙ δεν έγειρε σε καμία περίπτωση την πλάστιγγα, η οποία μέχρι τότε ισορροπούσε, προς την πλευρά του ΝΑΙ. Οι παρεμβάσεις αυτές ενεργοποίησαν αισθήματα θυμού, τα οποία είχαν κυριαρχήσει και στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 και 2015. Η εμφάνιση των πρώην αρχηγών του παλαιού δικομματισμού μετέφερε το διακύβευμα του δημοψηφίσματος από το ζήτημα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, όπως επιδίωκε η πλευρά του ΝΑΙ, στο θέμα της ανάγκης μεταβολής του πολιτικού σκηνικού. Η θετική έναντι της προοπτικής συμφωνίας πλευρά ταυτίστηκε με τη σχεδόν καθολικά απορριπτέα άποψη περί διατήρησης πρωταγωνιστικών ρόλων από πρόσωπα και κόμματα του «παλαιού» και «αποτυχημένου» κομματικού συστήματος. Η εμφάνιση των προσώπων πυροδότησε τον θυμό και ο θυμός έφτασε να κυριαρχήσει του φόβου.

Ο θυμός ενισχύθηκε εμμέσως και από έναν άλλον παράγοντα: την έντονα και απροκάλυπτα θετική στάση έναντι του ερωτήματος από τα περισσότερα τηλεοπτικά μέσα. Για μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, τα τηλεοπτικά κανάλια εκλαμβάνονται ως πυλώνες του παλαιού δικομματισμού με συνέπεια η οποιαδήποτε τοποθέτησή τους να διαθλάται μέσα από το πρίσμα μιας προνομιακής σχέσης των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων με αυτά. Η νέα ενίσχυση του ΟΧΙ στο τέλος της προεκλογικής εβδομάδας θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί προϊόν μιας αντίδρασης έναντι της στήριξης του ΝΑΙ από παίκτες που εμφανώς δε χαίρουν της εκτίμησης της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης. Είναι πιθανώς άδικο για τα επιχειρήματα και την προσπάθεια πολλών υποστηρικτών του ΝΑΙ, αλλά η απήχηση της πλευράς τους αποδυναμώθηκε από τη στήριξη που τους παρείχαν τέτοιοι δρώντες. Και σε μία αναμέτρηση, είναι οι προσλήψεις της πραγματικότητας που μετρούν και όχι η ίδια η πραγματικότητα.