Όταν ο Βορίδης μεταμφιέζεται σε Τσίπρα

Κώστας Κούρκουλος 02 Σεπ 2018

«Δικαιούται» ένας πολιτικός να έχει παρελθόν και μάλιστα φασίστα; (Το «δικαιούται», τρόπος του λέγειν. Διότι ο καθένας δικαιούται να έχει οποιοδήποτε παρελθόν ή παρόν, αρκεί να μην παραβιάζει τον νόμο).

Δηλαδή – για να μην ξεχνιόμαστε – «δικαιούται» ένας πολιτικός να πίστευε στο παρελθόν ότι οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πρέπει να καταργηθούν και στη θέση τους να έρθει ο «Ντούτσε» (ο ηγέτης);  Και ότι οι άνθρωποι, για το «καλό» τους, πρέπει να παύσουν να έχουν πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, ώστε απερίσπαστος ο Ντούτσε να τους οδηγήσει στα πεπρωμένα της φυλής τους, τα οποία μόνον αυτός γνωρίζει; Πράγμα που συνεπάγεται ότι, η καλύτερη τύχη που επιφυλάσσεται σε όσους αρνούνται τον «Ντούτσε» και την αλήθεια του, είναι μία θέση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Με τέτοιο λοιπόν παρελθόν φασιστικών πεποιθήσεων, μπορεί κάποιος να μετέχει σήμερα στην πολιτική μας ζωή;

Η απάντηση είναι αυτονόητη.  «Δικαιούται» ένας πρώην φασίστας να μετέχει στην πολιτική ζωή και μάλιστα να ζητά και την ψήφο μας για να μας κυβερνήσει με τους κανόνες της δημοκρατικής πολιτείας, όπως ακριβώς και ένας πρώην σταλινικός.  Ο οποίος επίσης υπήρξε εχθρός της δημοκρατίας, όσο και ο φασίστας.

Το ότι στην θέση των «πεπρωμένων της φυλής» του φασίστα, ο σταλινικός έθετε τη φαντασίωση για τους «Νόμους της ιστορίας» και στη θέση του Ντούτσε, έθετε μία κοινωνική τάξη ως «εκλεκτή» της ιστορίας – στην πραγματικότητα το Κόμμα, το οποίο αυτοπροσδιοριζόταν αυθαίρετα ως εκφραστής της κοινωνικής αυτής τάξης – δεν διαφοροποιούσαν την εχθρότητά του και το μίσος του κατά της δημοκρατίας.  Την οποία μάλιστα δημοκρατία, όταν φερόταν να την αποδέχεται, ήταν για να την χρησιμοποιήσει ως εργαλείο, ώστε να την καταργήσει. Όπως ακριβώς και ο φασίστας.

Άρα το ζήτημα δεν είναι αν ένας πρώην σταλινικός ή ένας πρώην φασίστας αποκλείονται, λόγω της προηγούμενης εχθρότητάς τους απέναντι στη δημοκρατία, από το να μετέχουν της δημοκρατικής πολιτείας,. Διότι δεν αποκλείονται.

Άλλωστε, το «περί του μη μνησικακείν» ψήφισμα των Αθηναίων, με το οποίο εγκαθιδρύθηκε η λήθη στην πόλη της Αθήνας, επαναλήφθηκε πολλές φορές στην ιστορία. (Για την σημασία του, βλ. εισαγωγή του Vidal-Naquet, στο «Η ελληνική ιδιαιτερότητα» του Καστοριάδη).

Αντίθετα, το ζήτημα που τίθεται είναι αν μπορούν να αλλάξουν. Αν δηλαδή είναι «μεταστρέψιμοι» έτσι ώστε, από εχθροί της δημοκρατίας, να γίνουν λειτουργοί της. Η απάντηση και σ’ αυτό το ερώτημα, είναι αυτονόητη:

Μόνον οι ρατσιστές θεωρούν τον άλλο “μη μεταστρέψιμο”.  «Οι Γερμανοί Εβραίοι θα ήθελαν να παραμείνουν πολίτες του Τρίτου Ράιχ, αλλά οι ναζιστές ούτε να το ακούσουν. Ακριβώς γιατί στην περίπτωση του ρατσισμού το αντικείμενο του μίσους πρέπει να είναι “μη μεταστρέψιμο”. Γι’ αυτό ο ρατσιστής επικαλείται ή εφευρίσκει δήθεν φυσικά (βιολογικά), άρα μη μεταστρέψιμα, χαρακτηριστικά του αντικειμένου του μίσους του: Το χρώμα του δέρματός του, τα διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου του». (Κ. Καστοριάδης, «Οι ρίζες του μίσους»).

Ως εκ τούτου, το έσχατο ερώτημα που τίθεται, δεν εστιάζεται ούτε στο αν είναι «μεταστρέψιμοι» σε δημοκρατικούς πολίτες ένας φασίστας ή ένας σταλινικός, αλλά αν έχουν μεταστραφεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι εξεταστέες δύο χαρακτηριστικές συμπεριφορές του κ. Τσίπρα και του κ. Βορίδη. Αφού αυτές αποκαλύπτουν όχι βεβαίως το αν είναι «μεταστρέψιμοι» οι εν λόγω, αλλά το αν μεταστράφηκαν.  Στο θέμα μας λοιπόν:

Ο κ. Τσίπρας εντάχθηκε στη νεολαία του σταλινικού ΚΚΕ, αμέσως μετά την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων και την πτώση του τείχους. Κάτι δηλαδή σαν να  γοητεύτηκε και να προσχώρησε ένας νέος στον ναζισμό, αμέσως μόλις η ανθρωπότητα έμαθε για το Άουσβιτς.

Ο κ. Βορίδης, όπως ακριβώς και ο κ. Τσίπρας, νέος επίσης, εντάχθηκε σε φιλοχουντικό μόρφωμα, μετά την πτώση της χούντας.  Όταν δηλαδή ήξεραν και αυτοί που δεν ήθελαν να ξέρουν, τις «αγαθοεργίες» της ΕΣΑ.

Γνωρίσαμε όμως και τους δύο, ως μέλη κοινοβουλευτικών κομμάτων.  Και έγιναν δεκτοί στο δημοκρατικό παιχνίδι, με την παραδοχή ότι όλοι οι άνθρωποι είναι μεταστρέψιμοι, ακόμη και όσοι αγάπησαν το τέρας μετά την αποκάλυψη του προσώπου του.

Με μία όμως εξαίρεση εις βάρος του κ. Βορίδη,  από πλευράς ενός μέρους της αριστεράς. Ως προς τον οποίο, το «μη μνησικακείν» δεν βρήκε εφαρμογή. Επειδή προφανώς – και δυστυχώς – η αριστερά αυτή, αποτελούμενη από ένα μάγμα δήθεν «μετανοημένων» παλαιοσταλινικών του ΚΚΕ, αμετανόητων νεοσταλινικών – των αποκαλούμενων  «μπανιάδων – και ελάχιστα χολερικά απόβλητα της ανανεωτικής αριστεράς, μόνον με την μνήμη των κακών (μνησι-κακείν) τρέφεται πλέον και μόνον σ’ αυτά βρίσκει λόγο ύπαρξης.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό ακριβώς το ρεύμα της αριστεράς υπουργοποίησε πολιτευτή, ο οποίος αθώωνε το Άουσβιτς, εξομοιώνοντάς το με τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες ή κάποιαν άλλη, η οποία, όπως ακριβώς και οι ναζί, θεωρεί κάποιες κατηγορίες ανθρώπων κατσαρίδες!

Ώσπου ήρθε ο κ. Τσίπρας στην  Ιθάκη, να μας θυμίσει και πανηγυρικά το σταλινικό παρελθόν του, δηλώνοντας για τους αντιπάλους του: «….οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ…». 

Διότι, τι μας είπε με αυτό; Ότι οι αντίπαλοί του είναι παράνομοι! Αφού αυτό ακριβώς σημαίνει το «μνηστήρες» στον συμβολισμό της Ιθάκης. Ενώ αυτός αντίθετα,  με βάση τον ίδιο συμβολισμό, είναι ο νόμιμος «σύζυγος» της εξουσίας.

Δεν αρκέστηκε όμως να εμφανίσει όλη την αντιπολίτευση ως παράνομους «μνηστήρες», αλλά αμέσως διακήρυξε ότι θα την αποκλείσει και από την εξουσία! Αυτό ακριβώς σημαίνει η συνέχεια του «διαγγέλματός» του: «…Δεν πρόκειται να αφήσουμε την Ιθάκη στα χέρια τους».

Και επειδή ο μοναδικός λόγος ύπαρξης κάθε αντιπολίτευσης είναι η ανάδειξή της στην εξουσία, με την διακήρυξή του για άρση των λόγων ύπαρξης της αντιπολίτευσης,  την επιθυμία του για κατάργησή της εξωτερικεύει απροκάλυπτα. (Θυμίζω την απάντηση κατηγορουμένων στην δίκη της Νυρεμβέργης,  όταν ρωτήθηκαν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου γιατί κατάργησαν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην Γερμανία, μόλις πήραν την εξουσία: – Διότι δεν χρειάζονταν, απάντησαν).

Βεβαίως δεν υπάρχει θεσμική δυνατότητα για τον αποκλεισμό της αντιπολίτευσης από την διεκδίκηση της εξουσίας. Είναι προφανές λοιπόν ότι μόνον με εκτροπή από τους κανόνες της δημοκρατίας μπορεί αυτό να επιτευχθεί. Όσο για τις μορφές που μπορεί να λάβει η εκτροπή, οι πρώην και νυν σταλινικοί του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν.

Και δεν καθιστά ακίνδυνο τον φορέα τέτοιων αντιλήψεων, η δικαιολογία ότι πρόκειται για δημαγωγία. Άλλωστε, όλοι σχεδόν οι τύραννοι ξεκίνησαν ως δημαγωγοί (Φ. Παιονίδης – Ν. Γιαννακόπουλος, «Αθηναίοι δημαγωγοί», σελ. 76).

Στο αντιδημοκρατικό αυτό σχέδιο που εκφωνήθηκε στην Ιθάκη, απάντησε ο κ. Βορίδης: «Ο Κ. Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία…».

Με την φράση αυτή ο κ. Βορίδης μιμήθηκε τον κ. Τσίπρα, αλλάζοντας απλώς τις λέξεις. Αφού επανέλαβε – με λιγότερο, είναι αλήθεια, βάρβαρο τρόπο – το αντιδημοκρατικό «διάγγελμα» του κ. Τσίπρα, για την κατάργηση της αντιπολίτευσης.

Και η επανάληψη από τον κ. Βορίδη του αντιδημοκρατικού παραληρήματος του κ. Τσίπρα, έδωσε την πρόφαση σε μία αγέλη υποκριτών, να καταγγείλουν ως ακροδεξιό τον Κυριάκο Μητσοτάκη! Δημιούργησαν έτσι μία νέα λογική, που λέει: Επειδή ο Βορίδης μεταμφιέστηκε σε Τσίπρα, άρα είναι ακροδεξιός ο Μητσοτάκης! Έτσι, μαζί με όλα τα άλλα, τίναξαν στον αέρα και τη λογική!