Η εντολή του λαού στις εκλογές είναι εντολή πολιτικής ευθύνης για τη διαχείριση της συγκυρίας όπως θα διαμορφώνεται στη διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας. Η παραίτηση είναι αυτονόητη αποποίηση της πολιτικής ευθύνης. Ωστόσο, το αυτονόητο δεν εντάσσεται στη κατά ΣΥΡΙΖΑ λογική διαχείρισης της αστικής δημοκρατίας και των θεσμών της. Η παραίτηση γίνεται τακτικός ελιγμός υπέρβασης του κόστους διαχείρισης της πολιτικής ευθύνης. Την ίδια στιγμή που η ουσία της ευθύνης, δηλαδή η διαχείριση της συγκυρίας, παραμένει ακόμα και ως κατά τι αναβαλλόμενη. Ουσιαστικά, οι εκλογές αποτελούν ένα ελιγμό για να κερδηθεί χρόνος . Είναι ένα «δικαίωμα» μελλοντικής εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης που ο Τσίπρας αρνείται να εκπληρώσει στον παρόντα χρόνο. Όμως η πολιτική ουσία αυτής της τακτικής επιλογής δεν είναι ουδέτερη. Δεν θα είναι ο προς διαχείριση πολιτικός χάρτης μετά τις εκλογές ίδιος με το σημερινό. Θα έχει επιδεινωθεί. Το οικονομικό κόστος θα αυξηθεί εξαιτίας της διεύρυνσης του δημοσιονομικού κενού, της περαιτέρω απορρύθμισης της οικονομίας και του εκτροχιασμού των γνωστών αυθαιρετούντων. Το κοινωνικό κόστος θα είναι μεγαλύτερο, καθώς η προεκλογική περίοδος θα εντείνει τις ήδη τεταμένες σχέσεις των πολιτών και θα δυσχεράνει την εκδήλωση αλληλεγγύης μεταξύ επαγγελματικών ομάδων και κοινωνικών στρωμάτων. Τέλος, το πολιτικό κόστος θα έχει καταστεί επαχθέστερο, καθώς δεν αναμένεται ανατροπή του συσχετισμού των κυβερνουσών δυνάμεων , όσο κυρίως ενίσχυση των ακραίων εκφάνσεων του πολιτικού χάρτη (Χρυσή Αυγή, Αριστερή Πλατφόρμα κλπ), με την ευρύτερη κάλυψη της δραχμικής διεκδίκησης. Το «δικαίωμα» του κ Τσίπρα ως έκφανση του παιγνίου επί των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, στην οποία ελάχιστα έως καθόλου πιστεύει, δεν είναι άνευ εθνικού κόστους. Για μια ακόμα φορά ο Αλέξης θα μάθει παίζοντας, με εμάς τους πολίτες θεατές με ακριβό εισιτήριο για την παρακολούθηση μιας υποχρεωτικής παράστασης.
Η πρόδηλη συνταγματική λύση της διεκδίκησης μιας ελάχιστης συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων υπό τους σημερινούς κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς ουδόλως ενδιαφέρει το κυβερνόν κόμμα, παρά το γεγονός ότι έτσι κ αλλιώς θα κληθεί στην ίδια σχεδόν συνεννόηση αμέσως μετά τις εκλογές – είτε ως πρώτο ή ως δεύτερο κόμμα. Δεν εμπίπτει η συνεννόηση –αυτή η κατάπτηστα αστιική έννοια πολιτικής- στη φιλοσοφία ενός αριστερού κόμματος με σταλινογενείς καταβολές. Η συνεννόηση κατά αυτό, είναι δυνατή μόνο ως αποτέλεσμα ηγεμονίας συσχετισμού δυνάμεων. Πολύ περισσότερο όταν η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία χάθηκαν άμα τη υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Αυτή την διαχειριστική και όχι ιδεολογική ηγεμονία αναζητά ο Αλέξης, ώστε να μπορέσει να πραγματώσει το 3ο μνημόνιο και το αστικό οικοδόμημα που καθοδηγείται από την «νεοφιλελεύθερη» ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων. Την ηγεμονία που θα του επιτρέψει να αλλοιώσει αυτό το αστικό οικοδόμημα όχι υπέρ της επιχειρηματικότητας, των ανοικτών αγορών, των ίσων ευκαιριών για όλους, της αποτελεσματικής πρόνοιας και του στρατηγικά περιορισμένου κράτους, αλλά υπέρ των συμφερόντων που ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει. Τα συμφέροντα του πελατειακού ελληνικού καπιταλιστικού μορφώματος με τους συνδικαλιστές του δημοσίου και τα συνδικάτα του υπερτροφικού δημόσιου τομέα, τα ειδικά επιχειρηματικά συμφέροντα των εκάστοτε ημετέρων, και κυρίως τα συμφέροντα της κομματικής νομεκλατούρας που δεν πρόλαβαν να εδραιωθούν στους έξι μήνες της μέχρι τώρα παραμονής στην εξουσία.
Μόνο που οι εκλογές ως τακτική εδραίωσης της κομματικής εξουσίας στο κράτος και τους μηχανισμούς του, μεσούσης της κρίσης και της μεταρρυθμιστικής ένδειας μόνο κακό μπορούν να επιφέρουν. Η χώρα θα βρεθεί την επόμενη των εκλογών σε χειρότερη θέση από αυτή που βρίσκεται σήμερα. Όπως ακριβώς και όταν παρέδωσε ο Βαρουφάκης το σενάριο της δραχμής στον Αλέξη μετά το εξάμηνο των δοκιμών ή όπως θα βρεθεί το ελληνικό δημόσιο στις Σκουριές ή στη συμφωνία για τα αεροδρόμια μετά το πέρας της περιόδου λαϊκίστικης διαχείρισης των θεμάτων, ή όπως βρέθηκε με το τρίτο μνημόνιο της πρώτης φοράς αριστερά, έναντι της αρχικής εναλλακτικής της χρηματοδοτικής στήριξης.
Εν ολίγοις, ο Τσίπρας με την παραίτηση και την προσφυγή σε εκλογές προβαίνει σε ένα εθνικά επιζήμιο κομματικό καιροσκοπισμό τακτικιστικής διαχείρισης των θεσμών της αστικής δημοκρατίας που ποτέ δεν υπηρέτησε. Όπως δεν υπηρέτησε και δεν πρόκειται να υπηρετήσει τους πυλώνες της που είναι η επιχειρηματικότητα, οι ελεύθερες αγορές, και οι ίσες ευκαιρίες για όλους. Όπως δεν υπηρέτησε και δεν πρόκειται να υπηρετήσει ποτέ το απαύγασμα της διεθνικής αστικής δημοκρατίας που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση των λαών.