Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη,
πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας
Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε
Σαν σήμερα, στις 23 Ιουνίου του 2005, έφυγε από κοντά μας ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Αφήνοντας μας φτωχότερους αλλά και πλουσιότερους, ταυτόχρονα.
Προσφέροντας μας, στο τέλος, και τους στίχους από το "ΥΓ." του:
Παρά τα όσα γράψανε τα βιβλία, στο κελί του τραγουδούσε όλη νύχτα τη Ραμόνα.
Το παρελθόν μιας αυταπάτης.
Ζήσαμε, εννοούν γλεντήσαμε.
Επισκευαστής αναμνήσεων.
Δεν έφταιγε ο ίδιος. Τόσος ήτανε.
Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά.
Ψάχνοντας τις λέξεις άρχισε το ψέμα.
Τόση κακότητα εν ονόματι του ανθρωπισμού.
Το ρήμα που ταίριαζε στην περίπτωση του ήταν: βουλιάζω.
Το ενοχλητικότερο ήταν πως επέμενε να γράφει την αλήθεια με άλφα κεφαλαίο.
Όλοι κάποτε νέοι.
Θυμούμαι άρα υπάρχω.
Γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;
Και το ακροτελεύτιο:
Πόσα άλλα κρυμμένα βαθειά ...
Ας ακούσουμε και το ποίημα του στη μελοποίηση του Θεοδωράκη, με το οποίο αποχαιρετήσαμε τόσους και τόσους φίλους