Όταν και η αμεροληψία κηρύσσεται εχθρός

Κώστας Κούρκουλος 19 Δεκ 2020

Στις δημοκρατικές κοινωνίες κυριαρχεί  μία «μεγαλειώδης ψευδαίσθηση»: ότι μόνο σ? αυτές λειτουργεί ο πλειοψηφικός κανόνας!  Ενώ δεν υπάρχει τυραννία, που να στηρίχτηκε αποκλειστικά στην «κάννη των όπλων» και να μην επιδίωξε τη λαϊκή αποδοχή και με οικονομικά μέτρα.

(Πρέπει να διακρίνουμε την περίπτωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων  τα οποία, στον «παραληρηματικό κόσμο» που δημιουργούν, δεν αφήνουν «λίθο επί λίθου», επειδή στηρίζονται μόνον στον τρόμο).

Και η δική μας χούντα, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να επιβιώσει σε κατεστραμμένη οικονομία, ακολούθησε την πολιτική όλων των τυραννιών.

Εδώ όμως ανακύπτει ένα –σχεδόν ανυπέρβλητο- εμπόδιο για την επιστημονική εξέταση της οικονομικής πολιτικής της.

Διότι, λόγω της χρονικής εγγύτητας, η επιστημονική  έρευνα υπερκαθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ιδεολογία, η οποία, σαν νέα Κίρκη, μετατρέπει τις γνώμες σε «γεγονότα» και τα γεγονότα σε «γνώμες»!

Αν μάλιστα ο μελετητής ήταν και θύμα της δικτατορίας, στην ιδεολογία προστίθενται και τα προσωπικά παθήματα, που κάνουν την αμεροληψία αδύνατη.

Αυτό ακριβώς που φαντάζει αδύνατο, έκανε δυνατό στην ανάλυση των οικονομικών της δικτατορίας ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου, με το βιβλίο του  «Η Ελληνική Οικονομία μετά το 1950…» που εκδόθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος. Παρ? ότι δηλαδή διώχτηκε και βασανίστηκε στη δικτατορία, ως ένα από τα πιο αφοσιωμένα και ανιδιοτελή πρόσωπα της αντίστασης. 

Παραμερίζοντας λοιπόν τις απόψεις ειδικών που λένε ότι πρόκειται για ό,τι καλύτερο έχει γραφεί σε σχέση με την μεταπολεμική μας οικονομία, το κείμενο αυτό «ταξιδεύει» αλλού. Στο ανθρώπινο «θαύμα» της μετατροπής του αδύνατου σε δυνατό, με τη μορφή της αμεροληψίας.

Η οποία «..ήρθε στον κόσμο με τον Όμηρο». Όταν ο Όμηρος ύμνησε το ίδιο τους νικητές και τους ηττημένους, τον Έκτορα και τον Αχιλλέα. Μία στάση πρωτοφανής, αφού «…κανένας πολιτισμός μέχρι τότε δεν στάθηκε ικανός να κοιτάξει από ίση απόσταση  φίλους και εχθρούς…».

Κάτι που  γέννησε, με τη σειρά του, αυτό «…το περίεργο πάθος για διανοητική ακεραιότητα με κάθε τίμημα, που είναι άγνωστο πέραν του δυτικού πολιτισμού» και χωρίς το οποίο «..δεν θα είχε υπάρξει καμία επιστήμη»,  όπως, με τον συναρπαστικό της τρόπο, το ανέδειξε η Χ. Άρεντ («Ελευθερία, Αλήθεια και πολιτική»). 

Και είναι ακριβώς αυτή η «διανοητική ακεραιότητα», που επέτρεψε στον Χρυσάφη Ιορδάνογλου να μην έχει ως «έσχατο κριτήριο» τα παθήματά του, αλλά την «γεγονική αλήθεια».

Ακόμη και με το τίμημα να γίνει στόχος της χουντογενούς ακροδεξιάς και της σταλινογενούς αριστεράς, όπως προκύπτει από τα Μέσα Ενημέρωσης που στράφηκαν εναντίον του βιβλίου.

Έτσι, ενώ με την επιστημονική εμβρίθεια που χαρακτηρίζει το έργο του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οικονομική πολιτική της δικτατορίας ήταν τελικά αποτυχημένη  –πράγμα που αποτελεί και τεκμηριωμένη απάντηση σε όσους κατασκευάζουν τον αντίθετο μύθο– οι επιτιθέμενοι διέπραξαν την εξής ωμότητα: Από τη συνολική ανάλυση της οικονομικής πολιτικής της δικτατορίας που επιχειρείται στο βιβλίο, απομόνωσαν κάποια στοιχεία, τα οποία η επιστημονική αμεροληψία του συγγραφέα δεν του επέτρεπε να «πειράξει». Και με την λαθροχειρία αυτή, επιχείρησαν να συκοφαντήσουν το βιβλίο ως φιλοχουντικό!

Βεβαίως, η απάντηση για το αντίθετο, βρίσκεται στο ίδιο το βιβλίο. Για όσους βεβαίως το διαβάσουν. Αυτό όμως είναι και το πλεονέκτημα των συκοφαντών. Διότι ο ανθρώπινος τύπος στον οποίο αυτοί απευθύνονται,  είτε δεν μπορεί να διαβάσει ολόκληρο βιβλίο, είτε –ακόμη χειρότερα– δεν μπορεί να διαβάσει βιβλίο που αποκηρύσσεται από τον «χώρο».

Άρα, η μόνη πράξη άμυνας απέναντι στην «ηθική παραφροσύνη» των συκοφαντών, είναι να διαβάσει κανείς το βιβλίο!


ΥΓ. Ο υπογράφων έζησα προσωπικά, ως συνήγορος υπεράσπισης, το τρομαχτικό βίωμα των στατιστικολόγων της ΕΛΣΤΑΤ, όταν η ίδια «συμμαχία», με το ομόλογό της τμήμα της δικαιοσύνης, επιχείρησαν να τους φυλακίσουν επειδή είπαν την αλήθεια για το έλλειμμα της χώρας, προκειμένου να ικανοποιήσουν μία κοινωνία που παραληρούσε για το ψέμα.

Και αυτό μου παρέχει το «προνόμιο» να μπορώ να περιγράψω και τη θέση του Γιάννη Στουρνάρα, στις πραγματικές της διαστάσεις.

Ο οποίος, μαζί με τους στατιστικολόγους της ΕΛΣΤΑΤ που βρέθηκαν μπροστά στην πόρτα της φυλακής επειδή έπραξαν το καθήκον τους, αναδείχτηκε σε «μάρτυρα» –και με τις δύο έννοιες– του ορθολογισμού, την περίοδο της εξέγερσης κατά της Λογικής.  Άλλωστε, στην ιστορία δεν είχαν μόνον οι θρησκείες μάρτυρες. Είχε και ο ορθολογισμός. Και μάλιστα, μέσα στην απόλυτη μοναξιά.


Επειδή λοιπόν από τον κόσμο του ανορθολογισμού απουσιάζει και η έννοια του διαλόγου, αυτοί δεν κάνουν «βιβλιοκρισίες». Γιατί βιβλιοκρισία σημαίνει διάλογο. Απλώς  το πρόσωπο του Άλλου επιχειρούν να εξαλείψουν, μεταμφιεσμένοι σε «βιβλιοκριτικούς». Το πρόσωπο λοιπόν και πάλι του διοικητή της ΤτΕ είναι ο πραγματικός στόχος της επίθεσης κατά του βιβλίου, για να τον εμφανίσουν και «φιλοχουντικό»! Κάτι που προφανώς γνώριζε και ο ίδιος ότι θα συμβεί, όταν η ΤτΕ εξέδιδε αυτό το σημαντικό έργο. Και, προς τιμήν του, αναδέχθηκε και αυτόν τον κίνδυνο.