Οταν η πολιτική εκδικείται

Γιώργος Σιακαντάρης 28 Ιουν 2013

Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου υπέγραφε τον Απρίλιο του 2009 το πρώτο Μνημόνιο, επέδειξε στάση υπευθυνότητας. Βεβαίως η αναγκαία ένταξη της χώρας στο μηχανισμό στήριξης του μνημονίου, δεν συνοδεύτηκε και με συνειδητοποίηση των μεγάλων αλλαγών που αυτό θα έφερνε στο πολιτικό σύστημα.

Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν έτοιμο να διακρίνει τον κύριο υπεύθυνο της κρίσης, που λέγονταν Κώστας Καραμανλής από το βάθος της κρίσης, το οποίο κρύβονταν εκεί όπου ενδημούσαν και στοιχεία της αντίληψής του για την πολιτική. Επιπλέον κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Κώστα Καραμανλή το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε στη λήθη το σπουδαίο έργο της οκταετίας Σημίτη. Το κόμμα αρνήθηκε να υποστηρίξει τον εαυτό του και μάλιστα τον επιτυχημένο του εαυτό. Γι’ αυτό και η οκταετία Καραμανλή παρουσιάστηκε ως απλή συνέχεια της οκταετίας Σημίτη. Στις τρεις προεκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 2004-2009 αντί με στοιχεία και επιχειρήματα να αντιπαραβάλλει τη δική του διακυβέρνηση στην οκταετία της ΝΔ, αναλώθηκε σε μια απολίτικη και λαϊκιστική αντιπολίτευση του τύπου «μπορώ», «εγγυώμαι», «πρώτα ο πολίτης», «το παιδί της αλλαγής» κλπ. Έτσι «μοιραία» οδηγήθηκε στο «λεφτά υπάρχουν».

Παρ’ όλα αυτά όταν τέθηκε το δίλημμα «δωσίλογοι» με το Μνημόνιο και με αντίπαλο το λαό ή χωρίς Μνημόνιο, αρεστοί και αγαπητοί σ’ όλους, αλλά με ένα λαό που στη συνέχεια θα καταλάβαινε τι σημαίνει να είσαι «περήφανος» και εξαθλιωμένος, επίλεξε την πρώτη και επώδυνη λύση. Παρά την απολίτικη φάση που διέτρεχε αυτό το κόμμα, ξύπνησε η πολιτική του αυτοσυνειδησία και ένστικτο και διάλεξε να είναι με τους «δωσίλογους» των Μνημονίων, παρά με τους «πατριώτες», που στη συνέχεια θα κοιτούσαν ανήμποροι την εξαθλίωση χώρας και πολιτών.

Βεβαίως είναι άλλης τάξης το θέμα ό,τι ποτέ δεν εξήγησε με σαφήνεια στους πολίτες, γιατί δεν το εξήγησε ούτε στον εαυτό του, πως το συγκεκριμένο Μνημόνιο που επεβλήθη στη χώρα, ήταν αποτέλεσμα μιας κυρίαρχης αντίληψης στην Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα είναι μόνο η λειτουργία του κράτους και όχι και αυτή της αγοράς. Μια αντίληψη, που ακόμα χειρότερα, θεωρούσε πως το πρόβλημα σ’ Ελλάδα και Ευρώπη ήταν μόνο οι δαπάνες του κράτους και όχι και τα έσοδά του. Γιατί οι δαπάνες του κράτους είναι κυρίως πρόβλημα του «επάρατου» δημοσίου, τα έσοδα όμως είναι πρόβλημα της αγοράς. Και αυτό το πρόβλημα έχει βαθιές ταξικές συνέπειες στην αύξηση των ανισοτήτων.

Με τούτα και με τα άλλα η χώρα έφθασε στην τρικομματική διακυβέρνηση. Η απόφαση του Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά να κλείσει την ΕΡΤ με αντιδημοκρατικό τρόπο, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Οι άνεμοι που ξεχύθηκαν παράσυραν τη ΔΗΜΑΡ στα δάση της σημερινής αμφίσημης στάσης της. Ελπίζω πως η ηγεσία της σύντομα θα αντιληφθεί πως με αυτή τη στάση, στο τέλος θα κάψει την υπόθεση της υπεύθυνης Κεντροαριστεράς, αλλά και την ίδια τη χώρα.

Το ΠΑΣΟΚ, αντιθέτως, με την παρέμβαση του Προέδρου του Ευάγγελου Βενιζέλου, διάλεξε να παραμείνει με τους «δωσίλογους», παρά να μπει και αυτό «στο τραίνο της μεγάλης φυγής», που οδηγεί όχι στη συγκυριακή, αλλά στην ιστορική ανυποληψία. Η στάση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, όσον αφορά την αντιδημοκρατική εκτροπή στο θέμα της ΕΡΤ, αλλά και όσον αφορά την ανάγκη η χώρα να μη μείνει ακυβέρνητη ή να μη γίνει θύμα των ανορθολογισμών των διαφόρων «δεξιών και αριστερών υπερπατριωτών» επιβεβαιώνει, πως η μόνη απάντηση όσων θέλουν να ηγούνται πραγματικά είναι η πολιτική στάση. Και πολιτική στάση σημαίνει να τοποθετείς το δημόσιο συμφέρον της χώρας, πάνω από το κομματικό και το προσωπικό σου συμφέρον. Αυτό έκανε ο Βενιζέλος και κάνει το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια του Μνημονίου. Βεβαίως με λάθη στρατηγικής και τακτικής, τα οποία δεν κρύβουν, γι’ όσους θέλουν να δουν, το μείζον, το οποίο είναι η υπευθυνότητα έναντι της ανάγκης η χώρα να βρει οπωσδήποτε τρόπους, ώστε να αποφύγει τη χρεοκοπία.

Πάντως το ΠΑΣΟΚ αν θέλει να μη μείνουν μετέωρα τα τελευταία βήματά του, πρέπει να αλλάξει την πολιτική ατζέντα, προσθέτοντας και θέματα που πέραν των μεταρρυθμίσεων στο δημόσιο, άπτονται και των μεταρρυθμίσεων στην αγορά. Αυτό σημαίνει ατζέντα για το φορολογικό σύστημα, τις εργασιακές συνθήκες, τον ανταγωνισμό στις τιμές, τον περιορισμό των μονοπωλιακών καταστάσεων, την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, την ιατροφαρμακευτική κάλυψη γι’ όλους και πολλά άλλα ακόμη, που ο χώρος δεν μου επιτρέπει να αναφέρω.