Ήταν την άνοιξη που μας πέρασε, όταν ένας φίλος μου, επαγγελματίας δασολόγος, μου τηλεφώνησε οργισμένος:
-Μα δεν βλέπει κανείς, μου λέει, το έγκλημα που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη;
Νομίζοντας ότι μου πετάει μία από τις συνηθισμένες υπερβολές περί «εγκλημάτων», στις οποίες όλοι καταφεύγουμε όταν δεν έχουμε κάτι να πούμε, του ζήτησα να μου εξηγήσει ποιο είναι το έγκλημα. Οπότε συνέχισε:
-Γιατί νομίζεις δεν είχαμε στο παρελθόν κάποια μεγάλη καταστροφή από πυρκαγιά, μέσα σε οργανωμένο οικισμό της Αττικής;
-Γιατί; πρόλαβα να ρωτήσω.
-Διότι, μέχρι το 2015 που ήρθε η νέα κυβέρνηση, κάθε χρόνο δημιουργούσαμε και συντηρούσαμε στην Αττική αντιπυρικές ζώνες σε εκατοντάδες χιλιόμετρα δασικού και αστικού οδικού δικτύου και από τις δύο πλευρές των δρόμων. Αυτά κάθε χρόνο! Έτσι, όσο και να φύσαγε, καμία πυρκαγιά δεν μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και να μπει ή να επεκταθεί μέσα σε οργανωμένους οικισμούς.
-Και γιατί λοιπόν η σημερινή κυβέρνηση δεν συνέχισε την ίδια πυροπροστασία, πρόλαβα να ρωτήσω.
-Διότι έχει μεγάλο κόστος, μου απάντησε. Αρκεί να σου πω ότι οι αντιπυρικές ζώνες που δημιουργούνταν μέχρι το 2015, ήταν πλάτους 30- 40 μέτρων από κάθε πλευρά του δρόμου, ανάλογα με το ύψος και το είδος των δένδρων που υπήρχαν, αλλά και την κλίση του εδάφους. Άρα καταλαβαίνεις πόσο μεγάλο ήταν το κόστος.
Οπότε και εγώ αναρωτήθηκα μεγαλόφωνα:
-Και γιατί λες, οι προηγούμενοι ξόδευαν μέχρι το 2015 τόσα πολλά χρήματα για πυροπροστασία, παρά τα ελλείμματα που είχε τότε η οικονομία, ενώ οι σημερινοί, που πήραν τη χώρα με μηδενισμένο έλλειμμα, σταμάτησαν;
–Διότι, με ειρωνεύτηκε, οι σημερινοί βάζουν τον άνθρωπο πάνω από τους αριθμούς! Ενώ οι άλλοι έβαζαν τους αριθμούς πάνω από τους ανθρώπους! (Δεν κατάλαβα τότε τον θάνατο που «μύριζε» η ειρωνεία του. Όταν το κατάλαβα με το «Μάτι», ήταν πολύ αργά). Και συνέχισε:
– Σταμάτησαν την πυροπροστασία, όπως και άλλες επενδύσεις, διότι, με τα έξοδα που απαιτούσε, δεν έβγαιναν οι αριθμοί. Δηλαδή, δεν έβγαιναν τα ποσά που χρειάζονταν να μαζέψουν, για να τα μοιράσουν ως «εκλογικό» επίδομα στους ψηφοφόρους. Ξέρεις κανέναν άλλο τρόπο, εκτός από ρουσφέτια και επιδόματα, για να εξαγοράζεις ψηφοφόρους;
Έδειξα να αιφνιδιάζομαι, οπότε συνέχισε να μου εξηγεί:
-Να σου τα κάνω πιο λιανά, μια και δεν καταλαβαίνεις από αυτά. Από την οικονομία δεν υπάρχει ελπίδα να βγουν χρήματα, αφού την έπνιξαν. Άρα, εκτός από τη φορολογία, που και αυτή κόβει ψήφους, το μόνο μέτρο που μένει για να μαζέψουν χρήματα και που δεν κοστίζει εκλογικά, είναι το νέκρωμα των δημόσιων επενδύσεων. Ιδιαίτερα των επενδύσεων εκείνων που δεν φαίνονται, οπότε δεν «πουλάνε». Και η πυροπροστασία, είναι επένδυση που δεν φαίνεται. Άρα δεν «πουλιέται» σε ψηφοφόρους. Και συνέχισε:
-΄Αλλωστε, δαπάνες που δεν φέρνουν ψήφους κάνεις μόνον σε μία περίπτωση: Αν, περισσότερο από την ψήφο των άλλων, σε ενδιαφέρει η ζωή τους. Επειδή λοιπόν «πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι» – ξαναειρωνεύτηκε – μετά από τρία χρόνια εγκατάλειψης της αντιπυρικής προστασίας, μπορεί τα χρήματα που εξοικονόμησαν να βοηθάνε στην αγορά ψήφων, όμως έχουν και ένα άλλο αποτέλεσμα, το οποίο φαίνεται να μην τους νοιάζει: Μετέτρεψαν την Αττική σε μία απέραντη μπαρουταποθήκη. Ώριμη πλέον να πάρει φωτιά κάθε στιγμή.
Αυτά που άκουγα ήταν τόσο τρομαχτικά, οπότε, ακριβώς γι’ αυτό, δεν τα άκουγα! Κατέφυγα δηλαδή στην συνήθη – και καταστροφική βεβαίως – «πλάνη της επιβεβαίωσης». Όταν «ακούμε» μόνον όσα επιβεβαιώνουν την ήδη σχηματισμένη πεποίθησή μας, ενώ όσα την αναιρούν, «από το ένα αυτί μπαίνουν και από το άλλο βγαίνουν»!
Συνεπής λοιπόν με την πλάνη μου, σκεφτόμουν μεγαλόφωνα, ότι μπορεί στην κυβέρνηση να είναι αγύρτες και λούμπεν και να μην έχουν καμία ενσυναίσθηση, μπορεί – όπως καμαρώνει ο κ. Τσίπρας – να είναι από πάνω και αστοιχείωτοι, αλλά δεν είναι και φονιάδες. Για λίγες ψήφους μάλιστα…
Οπότε, παίρνοντας «αέρα» από τις ίδιες μου τις σκέψεις, του αντέτεινα:
-Μην είσαι υπερβολικός. Διότι, το λεγόμενο «πλεόνασμα» μπορεί πραγματικά να είναι απλώς πλεόνασμα ατιμίας, αφού δεν είναι αποτέλεσμα της απόδοσης της οικονομίας, αλλά η «στάχτη» που αφήνει πίσω της η καταστροφή της. Μπορεί επίσης το «επίδομα» να είναι η έκφραση του κυνισμού τους. Αφού με τον τρόπο αυτό υποκαθιστούν το δικαίωμα των πολιτών στην εργασία το οποίο καταστρέφουν, με τον εξευτελισμό τους. Αλλά μέχρις εκεί, είπα. Μην κάνουμε την υπερβολή να πούμε ότι θα κάψουν ακόμη και τους υποψήφιους ψηφοφόρους τους.
Ο συνομιλητής μου πήρε στα σοβαρά, ακόμη και το μαύρο «χιούμορ» μου – αν μπορείς να το πεις χιούμορ – για τους ψηφοφόρους. Έτσι, απάντησε και σ’ αυτό:
-Αφού δεν έλαβαν τα προληπτικά μέτρα που σου είπα και έκαναν όλη την Αττική μία βόμβα, κάθε πυρκαγιά πλέον, με έναν αέρα θα μπορεί να ξεφύγει και να μπει σε οργανωμένους οικισμούς. Οπότε, πόσους νεκρούς θα έχουμε; Δέκα; Είκοσι; Τριάντα; Δεν νομίζω παραπάνω. Μπροστά όμως στις χιλιάδες ψήφων που θα κερδίσουν με το επίδομα που εξοικονομούν, αποφεύγοντας την δαπάνη που είπαμε, λίγοι νεκροί δεν είναι τίποτε γι’ αυτούς.
Παρ’ ότι ο φίλος μου είναι σοβαρός τεχνοκράτης, που δεν μιλάει χωρίς στοιχεία, δεν μπορούσα να δεχθώ κάτι, που ξεπερνούσε τα όρια του κυνισμού. Και το κατάλαβε. Γι’ αυτό επέμεινε:
-Αν δεν με πιστεύεις, τηλεφώνησε τυχαία σε ένα δασαρχείο και ρώτησέ τους, αν στα τρία τελευταία χρόνια, δημιουργήθηκε ή συντηρήθηκε έστω και ένα μέτρο αντιπυρικής ζώνης σε όλο το οδικό δίκτυο της Αττικής. Είτε δασικό, είτε αστικό. Και τότε μιλάμε.
Για να τον ξεφορτωθώ, του είπα ότι θα τηλεφωνήσω όχι μόνο σε ένα, αλλά σε όλα τα δασαρχεία. Και σίγουρος ότι δεν θα τηλεφωνούσα, αφού στο βάθος φοβόμουν μην επιβεβαιωθούν τα όσα άκουγα, έκλεισα το τηλέφωνο.
Ώσπου ο θάνατος τα επιβεβαίωσε όλα. Έτσι, από το Μάτι και πέρα, ξέρουμε ότι το «επίδομα», στην εποχή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δεν είναι μόνον όσα ξέραμε μέχρι τώρα. Δεν είναι δηλαδή μόνον το πλεόνασμα της ατιμίας, που υποκαθιστά το δικαίωμα στην εργασία, με την «φιλανθρωπία» της εξουσίας. Δεν είναι μόνον ο θρίαμβος της «φιλάνθρωπης» εξουσίας απέναντι στον αδύναμο. Ούτε μόνον όργανο δημοκοπίας μιας κυβέρνησης κυνικών, τυφλωμένων από το ήθος του ολοκληρωτισμού.
Είναι όλα αυτά, αλλά και κάτι πιο φοβερό: Είναι η αιματηρή απόδειξη ότι η «φιλανθρωπία της εξουσίας», ιδίως όταν υποκαθιστά τη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα και το οφειλόμενο δημόσιο ήθος στην διαχείριση των κοινών, πάντοτε σκοτώνει.