Σκέψεις για το αλαλούμ των ανορθολογικών σκέψεων και συμπεριφορών
Μας τρομάζει το πλήθος των ανθρώπων και η ένταση με την οποία υπερασπίζονται εξωφρενικές –για μας- απόψεις σχετικά με την επιδημία. Και να σκεφτούμε ότι είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που δίχως να τις υιοθετούν πλήρως, τις σκέφτονται σοβαρά ως πιθανές αλήθειες. Είναι δυνατόν, αναρωτιόμαστε, να υπάρχουν άνθρωποι που να πιστεύουν ότι όλη η ιστορία της επιδημίας είναι ένα στημένο παραμύθι; Που θεωρούν ότι υπάρχει κάποια συνωμοσία γύρω από αυτήν, από τα φάρμακα και τα εμβόλια; Που λεν ότι μας «μάντρωσαν» χωρίς σοβαρό λόγο την Άνοιξη και μας εμποδίζουν μετά να χαρούμε όπως θέλουμε το καλοκαίρι μας; Και οι απορίες μας δεν έχουν τελειωμό. Η μια αμφισβήτηση ή άρνηση οδηγεί στην επόμενη με τελευταίο επεισόδιο του σίριαλ τη χρήση της μάσκας στα σχολεία.
Και το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στα της επιδημίας. Να θυμηθούμε το ισχυρό αντιεμβολιαστικό κίνημα, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, το οποίο το έχουμε ήδη πληρώσει με πολλές ανθρώπινες ζωές. Να θυμηθούμε τις θεωρίες συνωμοσίας στις νέες ταυτότητες, στις διάφορες εξελίξεις της ψηφιακής τεχνολογίας και πολλά άλλα. Ο καθένας μπορεί να προσθέσει σ? αυτόν το κατάλογο πολλά από τα βιώματά του των τελευταίων δεκαετιών. Τώρα όμως μας ανησυχεί περισσότερο γιατί πολλές από τις ανορθολογικές απόψεις που κυκλοφορούν για την πανδημία επηρεάζουν πρακτικά τις συμπεριφορές περισσότερων ανθρώπων. Και εδώ είναι το πιο σοβαρό. Δεν είναι μόνο αυτοί που βγαίνουν ανοιχτά και υπερασπίζονται τέτοιες απόψεις. Δεν είναι μόνο κάποιες οργανωμένες ομάδες που εκμεταλλεύονται την άγνοια και αγωνία των ανθρώπων προς κάποιο ίδιον όφελος. Το πιο σοβαρό είναι ότι οι απόψεις αυτές έχουν απήχηση σε ένα μεγάλο εύρος της κοινωνίας, σε πολλούς ανθρώπους ανεξάρτητα από την πολιτική, κομματική, μορφωτική ή κοινωνική τους θέση. Απουσιάζει βέβαια μια συστηματική έρευνα που θα έδινε την εικόνα αυτού του φαινομένου με τα ποιοτικά και ποσοτικά του στοιχεία. Κι αυτό είναι εξαιρετικά επείγον να γίνει. Έχουμε όμως έντονα την αίσθηση ότι μας περικυκλώνει και μας δημιουργεί ασφυξία.
Οι αντιδράσεις απέναντι σε όλα αυτά είναι πολλές, συχνές και έντονες. Δεν ξέρω όμως πόσο αναχαιτίζουν το εύρος και την ορμή αυτού του φαινομένου. Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι οι αντιδράσεις σπάνια επιδιώκουν να ερμηνεύσουν αυτό το φαινόμενο, να το συλλάβουν συνολικά και σφαιρικά, να βρουν την αφετηρία και τους παράγοντες που το δυναμώνουν. Μοιραία η κριτική απέναντι στις ανορθολογικές απόψεις και συμπεριφορές καταλήγει σε ένα καταγγελτικό λόγο γεμάτο οργή ή χλεύη. Είναι νομίζω μια στάση που κρύβει την αμηχανία αυτού, που νιώθει ότι κάτι εξωφρενικό γίνεται, δεν καταλαβαίνει το γιατί και πώς, αλλά αναγνωρίζει την επείγουσα ανάγκη να το σταματήσει. Αν όμως δεν ερμηνεύσουμε, δεν κατανοήσουμε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο, δεν πρόκειται να το διαχειριστούμε αποτελεσματικά. Ένας πολιτισμικός διχασμός μας περιμένει στη γωνία.
Σκέψεις για την ερμηνεία
Ας προσπαθήσουμε νηφάλια να βάλουμε κάποια βασικά δεδομένα αυτού του φαινομένου πάνω στο τραπέζι (προφανώς μια ολοκληρωμένη σφαιρική ανάλυση διαφεύγει των δυνατοτήτων και προθέσεων αυτού του κειμένου).
Το φαινόμενο έχει μεγάλη έκταση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πολλές δυτικές κοινωνίες. Σ? αυτές εκδηλώνεται ανοιχτά. Θα μπορούσε ίσως να εμφανιστεί και σ? άλλες κοινωνίες (π.χ. της άπω Ανατολής) αν υπήρχαν οι συνθήκες ελεύθερης έκφρασης του κόσμου. Ή μπορεί και να εκφράζεται και εμείς να μην το γνωρίζουμε στο βαθμό που γνωρίζουμε το τι γίνεται στον δυτικό κόσμο. Όπως ήδη επισημάνθηκε παραπάνω, το φαινόμενο αυτό διαπερνά όλους τους κοινωνικούς πολιτικούς πολιτισμικούς χώρους. Μπορεί κάποιοι πολιτικοί ή κομματικοί χώροι να συγγενεύουν περισσότερο με τέτοιες απόψεις αλλά δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν, να γεννήσουν ένα τέτοιο κίνημα. Μπορεί να το ενισχύουν ή να το εκμεταλλεύονται και να το αξιοποιούν. Αλλά δεν είναι η γενεσιουργός αιτία, η αφετηρία. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τις τυχόν οργανωμένες ομάδες που επιδιώκουν για ίδιον όφελος την εκμετάλλευση των φόβων και της άγνοιας των πολιτών.
Ένα παράδειγμα μπορεί να φωτίσει καλύτερα αυτό που αναφέρθηκε. Σε κάποιο άρθρο διάβαζα για την ιστορία της σελίδας που έχει (ή είχε) προμετωπίδα το σύνθημα «όχι μάσκες στα σχολεία». Ο αρθρογράφος μέσα από την έρευνα που είχε κάνει είχε ψηλαφίσει μια περίεργη διαδρομή αυτής της σελίδας που είχε αφετηρία πολύ πριν εμφανιστεί ο κορωνοϊός. Το γεγονός όμως ότι αυτή η σελίδα μέσα σε δυο μέρες συσπείρωσε, όπως γράφτηκε, 14.000 ανθρώπους, μας αναγκάζει να αφήσουμε την όποια προέλευση της σελίδας. Αυτοί οι άνθρωποι συσπειρώθηκαν όχι γιατί γνώριζαν τους υπεύθυνους της σελίδας και τις όποιες προθέσεις τους αλλά συσπειρώθηκαν πάνω στην άποψη ενάντια στις μάσκες. Το ίδιο μπορούμε να διαπιστώσουμε σε όλες τις περιπτώσεις. Και εδώ έχουμε ένα δεύτερο σημαντικό δεδομένο. Αφετηριακό σημείο είναι το πώς αυτοί οι άνθρωποι ερμηνεύουν την πραγματικότητα και όχι η όποια υποκίνηση (πραγματική ή υποθετική) υπάρχει.
Μας εκπλήσσει ο τρόπος που σκέφτονται στα θέματα αυτά οι υπερασπιστές ανορθολογικών απόψεων. Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Απλοί και καταδεκτικοί. Μα όταν έρχεται το επίμαχο θέμα (όποιο κι αν είναι, επιδημία, εμβόλια, ψηφιακή τεχνολογία ή ό,τι άλλο) η σκέψη τους απογειώνεται και η επικοινωνία διαλύεται. Εκεί συναντάς έναν «πρωτόγονο» τρόπο. Πλήρης αδυναμία να μπουν στη σειρά οι σκέψεις και τα επιχειρήματα. Άλματα της σκέψης πάνω από το κενό με αυθαίρετες προσγειώσεις. Εμμονή σε επιλεκτική και συχνά αλλοιωμένη χρήση των δεδομένων της πραγματικότητας. Προκατασκευασμένο συμπέρασμα που αποζητά εκείνα μόνο τα «δεδομένα» που το επιβεβαιώνουν. Βαθιά και πακτωμένη καχυποψία απέναντι στην κρατική και οικονομική εξουσία, εθνική και υπερεθνική. Ένα μείγμα αποσπασματικών θεωριών μέσα στο μυαλό τους, όπου ανιχνεύεις κουλτούρα δεισιδαιμονιών μαζί με απουσία ικανοτήτων επεξεργασίας. Και σκέφτεσαι μετά, ότι αυτά δεν περιορίζονται σ? αυτούς τους ανθρώπους. Μπορεί εδώ να εκδηλώνονται όλα μαζί σε ακραία ένταση αλλά είναι χαρακτηριστικά των περισσότερων ανθρώπων, των περισσότερων από μας στα περισσότερα ζητήματα της ζωής μας. Μόνο που τώρα η ατομική αυτή λειτουργία έρχεται και πιάνεται αγκαζέ με χιλιάδες άλλες παρόμοιες ατομικές συμπεριφορές και γίνεται η έκρηξη.
Αλήθεια, όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα; Είναι μια κατρακύλα της σκέψης και του πολιτισμού στις μέρες μας, όπως σημείωνε ένας πολύ σοβαρός αρθρογράφος; Ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων στις δυτικές κοινωνίες σήμερα και η κουλτούρα τους είναι χειρότερη από τον τρόπο που σκέφτονταν και συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι πριν από 50, 70, 100 ή 200 χρόνια; Οι συγκρίσεις που γίνονται είναι εξ αρχής μεθοδολογικά προβληματικές, γιατί συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Σήμερα ζούμε, καταγράφουμε και μελετούμε ολόκληρη την κοινωνία στο πώς σκέφτεται και συμπεριφέρεται. Για το χτες δεν έχουμε αντίστοιχα δεδομένα. Όταν ο Ντε Καρτ έλεγε «σκέφτομαι άρα υπάρχω», σίγουρα δεν μοιραζόταν τις ίδιες σκέψεις και συμπεριφορές με τον κόσμο της εποχής του. Ίσως κάποιοι λίγοι, επιστήμονες, στοχαστές, καλλιτέχνες να ήταν στο ίδιο μήκος κύματος με αυτόν αλλά όχι ο κόσμος. Ούτε όταν ο Βολταίρος υπερασπιζόταν την ελευθερία του λόγου «άχρι θανάτου» συμπορευόταν με τις αντιλήψεις και την κουλτούρα των συγχρόνων του μέσα στην κοινωνία του 18ου αιώνα. Οι συγκρίσεις είναι φάλτσες. Το πιθανότερο και πιο λογικό είναι οι άνθρωποι στα προηγούμενα 50, 100 ή 200 χρόνια να σκέφτονταν με τον ίδιο ή και χειρότερο τρόπο από σήμερα.
Και εδώ φτάνουμε σ? ένα κρίσιμο αφετηριακό σημείο.
Η διαφορά πρέπει να αναζητηθεί στη, διαφορετική από τα παλιά, σημερινή συνθήκη όπου οι άνθρωποι στις δυτικές κοινωνίες μπορούν και εκφράζουν ελεύθερα την προσωπική άποψη και επιθυμία τους και μάλιστα προχωρούν με βάση αυτές σε αντίστοιχες επιλογές και πράξεις. Αυτή η διαφορά, διαφορά ποιοτική, τεράστια, είναι μια πρόσφατη συνθήκη. Ξεκινά από την έκρηξη του Μάη του 68. Εκατομμύρια άνθρωποι σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής βγήκαν στους δρόμους «διεκδικώντας» το δικαίωμα να ελέγχει ο καθένας τη ζωή του, το δικαίωμα στην αυτοπραγμάτωση, στη μη αλλοτρίωση μέσα στις κοινωνικές αξίες και στους κοινωνικούς κανόνες που επικρατούσαν. Αμφισβήτησαν τις επικρατούσες κοινωνικές και ηθικές αξίες ως αλυσίδες που κρατούν φυλακισμένο τον άνθρωπο. Προφανώς, βλέποντάς το από τη χρονική απόσταση του σήμερα, η «διεκδίκηση» και τα «αιτήματα» αυτά απευθύνονταν περισσότερο στην κουλτούρα της κοινωνίας και λιγότερο στη λειτουργία της κρατικής εξουσίας (η οποία βέβαια έχει το δικό της σοβαρό μερτικό). Ήταν ένα φαινόμενο πρωτόγνωρο στην ιστορία της κοινωνίας. Ίσως το πιο σημαντικό κοινωνικό γεγονός στον δυτικό κόσμο για τον 20ο αιώνα. Σε εκείνη την έκρηξη αναδείχθηκε ο πολίτης ως πρόσωπο. Όχι μόνο με τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που είχαν εν πολλοίς θεσμικά κατοχυρωθεί. Αλλά ως διακριτό υποκείμενο που απαιτεί να γίνεται σεβαστή η άποψη, η επιθυμία, η βούληση και η επιλογή του για την ίδια του την προσωπική ζωή. Μια τεράστια αλλαγή που ακόμα δεν έχουμε αναγνωρίσει, ούτε μελετήσει. Η ελευθερία της προσωπικής έκφρασης μπορεί να μην οδήγησε τότε σε ικανοποίηση των «αιτημάτων» -κάτι που ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατο να γίνει από τη φύση τους- αλλά μπόλιασε τις δυτικές κοινωνίες. Και με τη συνδρομή της σύγχρονης τεχνολογίας ξαπλώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες ταχύτατα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Εμείς σήμερα είμαστε παιδιά εκείνης της γέννας. Αλλά πολύ λίγο έχουμε συνείδηση αυτής της πραγματικότητας.
Η ελευθερία της προσωπικής έκφρασης των επιθυμιών και επιλογών, η απαίτηση «να ελέγχω εγώ τη ζωή μου», η συνειδητοποίηση της ανάγκης για αυτοπραγμάτωση είναι βασικά χαρακτηριστικά της έννοιας του προσώπου. Αναδύθηκαν στις δυτικές κοινωνίες για πρώτη φορά σε μαζική κλίμακα, στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας, με αφετηρία και σταθμό τον Μάη του 68. Και έκτοτε αποτελούν σταθερά στοιχεία στη ζωή των ανθρώπων αυτών των κοινωνιών. Αυτό είναι ένα τεράστιο βήμα στην κοινωνική πορεία του ανθρώπου. Δεν το έχουμε μελετήσει ακόμα όπως του πρέπει, στις διαστάσεις που πραγματικά έχει στη ζωή μας. Είναι σημαντικό όμως να σημειώσουμε ότι αυτή η ελευθερία δεν ήρθε ως καρπός της ωρίμανσης της ευθύνης και ικανότητας διαχείρισής της, ενός μαζικού προβληματισμού του τι σημαίνει «ελέγχω τη ζωή μου» πλάι στη ζωή των άλλων. Ήρθε περισσότερο ως έκρηξη απέναντι σε κρατούσες αξίες και αρχές που βιώνονταν πλέον καταπιεστικά, που δεν έπειθαν για μια ποιότητα ζωής, ζωής που έβγαινε καταρρακωμένη σε όλα τα επίπεδα μετά τον καταστροφικό 2ο παγκόσμιο πόλεμο, και στο επίπεδο των ηθικών και κοινωνικών αξιών, και στο επίπεδο του νοήματος της ζωής. Η ελευθερία της προσωπικής έκφρασης, επιλογής και πράξης ήρθε δίχως την ικανότητα διαχείρισής της και δίχως την καλλιέργεια της απαιτούμενης ατομικής και κοινωνικής ευθύνης. Γιατί, πώς εκδηλώνεται στην πράξη αυτή η προσωπική ελευθερία; Πρακτικά σημαίνει ότι εκφράζω αυτό που πραγματικά είμαι, αυτό που έχω, αυτό που διαθέτω. Εκφράζω τον τρόπο που σκέφτομαι, τη νοοτροπία και την κουλτούρα μου, ό,τι έχω κρατήσει ως απωθημένη ανάγκη και επιθυμία από εποχές ηθικής καταπίεσης. Η ελευθερία της προσωπικής έκφρασης και επιλογής δεν ανέδειξε κανένα αγγελικά πλασμένο άνθρωπο. Άνοιξε για τον καθένα μας το κουτί της Πανδώρας. Και τώρα δεν ξέρουμε από πού μας έρχονται τα βόλια, δεν καταλαβαίνουμε πώς μας προέκυψαν αυτοί οι τυφώνες. Γιατί (για να συμπληρώσω ένα δημοφιλές σύνθημα της εποχής του Μάη) «η ελευθερία είναι θεραπευτική» με την προϋπόθεση της ευθύνης και ικανότητας να τη διαχειριστείς. Αλλιώς μπορεί να αποβεί καταστροφική για το σύνολο και για το άτομο. Κι αυτό ζούμε στις μέρες μας. Και το ζούμε επίσης όχι μόνο στα φαινόμενα ανορθολογισμού που μας απασχολούνε έντονα, αλλά και σε όλες σχεδόν τις καταστάσεις όπου συγκρούονται διαφορετικές κοινωνικές ομάδες (εθνικές, επαγγελματικές, πολιτισμικές, πολιτικές κλπ).
Τη συνθήκη αυτής της ελευθερίας δύσκολα την αντιλαμβάνονται όσοι μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν μετά το 70 (για την Ελλάδα μετά το 74). Θεωρούν ότι ήταν πάντα έτσι. Και βέβαια δεν ήταν. Στην προηγούμενη περίοδο στις δυτικές κοινωνίες, και ιδιαίτερα πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν και λειτουργούσαν μέσα σε κοινωνικές και ηθικές αξίες που είχαν κύρος και ισχύ. Αυτο-πειθαρχούσαν και αυτο-φυλακίζονταν. Και αν είχαν άλλες απόψεις αυτές έβγαιναν ελάχιστα και σε περιορισμένο κύκλο. Επιπλέον δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του διαδικτύου. Η αντίθετη συμπεριφορά ήταν εξαίρεση και δακτυλοδεικτούμενη. Ήθελε πολύ σθένος να πας κόντρα, και βέβαια με σοβαρές προσωπικές επιπτώσεις συνήθως. Η πλειονότητα των ανθρώπων ήταν πολίτες – πολιτισμικά υπήκοοι. Από αυτόν τον τύπο του πολίτη έχουμε σταδιακά μεταβεί και συνεχίζουμε να μεταβαίνουμε στον πολίτη-πρόσωπο. Αυτή η τεράστια αλλαγή έχει ως αφετηρία και σταθμό τον Μάη του 68.
Σκέψεις για τη διαχείριση
Η αναφορά σ? έναν παράγοντα, στην εγκατεστημένη ελευθερία της προσωπικής έκφρασης και πράξης με ταυτόχρονη απουσία της ευθύνης και ικανότητας διαχείρισης αυτής της ελευθερίας, δεν στοχεύει προφανώς να σκεπάσει ή να διαγράψει τους άλλους παράγοντες που προσδιορίζουν την εμφάνιση και εξέλιξη αυτών των κοινωνικά ανορθολογικών απόψεων και συμπεριφορών. Πρόθεσή μου είναι να περιγράψω τον πιο βασικό, την οπτική μέσα από την οποία οφείλουμε να μελετήσουμε όλους τους άλλους παράγοντες και να αξιολογήσουμε τη βαρύτητά τους. Βασικό λοιπόν ζητούμενο είναι να καλυφθεί το κενό ανάμεσα στην ελευθερία της προσωπικής έκφρασης και στην κοινωνική ευθύνη και ικανότητα διαχείρισής της. Έργο δύσκολο, με μεγάλο βάθος χρόνου, μιας και αυτό το κενό απαιτεί τροποποίηση τόσο του τρόπου που επεξεργαζόμαστε τα προβλήματα, όσο και της κουλτούρας μέσα από την οποία τα ερμηνεύουμε. Αυτά έχουν ιστορία αιώνων και τίποτα δεν μας λέει ότι δεν θα απαιτήσουν ανάλογα χρονικά διαστήματα για την αλλαγή τους. Να είμαστε λοιπόν προετοιμασμένοι για συγκρούσεις, διχασμούς και κοινωνικές καταστροφές, όσο δεν θα μειώνεται αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Στο μεταξύ όμως εμείς επιβάλλεται να επενδύσουμε άμεσα σ? αυτούς τους τομείς, για να επιτύχουμε τη μέγιστη δυνατή κοινωνική ισορροπία. Αν δεν πάρουμε πρωταρχικά υπόψη μας αυτόν τον παράγοντα, η όποια διαχείριση κινδυνεύει να είναι αναποτελεσματική, να πέφτουμε στα βράχια, σπέρνοντας πολιτισμικούς διχασμούς.
Είναι λογικό η δυσκολία για αυτές τις αλλαγές να μεγαλώνει όσο ανεβαίνουμε την ηλικιακή κλίμακα, αφού όλο και πιο δύσκολα ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει νοοτροπίες και τρόπο σκέψης με τα οποία έχει ζυμωθεί σε όλη του τη ζωή. Τα πράγματα είναι διαφορετικά για τους νέους. Και είναι νομίζω επείγουσα και πρωτεύουσα ανάγκη να αναπροσανατολιστεί η πορεία του σχολείου θέτοντας ως κύριο, κεντρικό στόχο την εκπαίδευση όλων των μαθητών (νηπίων, παιδιών, εφήβων) στην ευθύνη και ικανότητα διαχείρισης της προσωπικής ελευθερίας της έκφρασης μέσα στην ατομική και συλλογική τους λειτουργία. Αυτό θα ήταν πράγματι μια ουσιαστική μεταρρύθμιση. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο σ? αυτό, γιατί είναι ένα τεράστιο παιδαγωγικό θέμα που θέλει αυτόνομη πραγμάτευση. Να σημειώσω μόνο ότι έχουμε κάνει πάνω σ? αυτή την προσέγγιση δοκιμές και εφαρμογές με πολύ θετικά αποτελέσματα.
Αντί για άλλη ανάλυση στη διαχείριση αυτού του φαινομένου, θα αναφερθώ σ? ένα παράδειγμα. Το μοναδικό θετικό παράδειγμα, που όλοι μας το ζήσαμε. Αναφέρομαι στον τρόπο που η κυβέρνηση διαχειρίστηκε την ενημέρωση των πολιτών στη φάση της καραντίνας. Η στάση του δίδυμου Τσιόδρα – Χαρδαλιά περιείχε εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για την ενίσχυση της ατομικής ευθύνης και της δυνατότητας των πολιτών να κατανοήσουν το πρωτόγνωρο φαινόμενο αυτής της επιδημίας. Επιστημονικός λόγος που εξέπεμπε ειλικρίνεια δίχως κρυμμένα «χαρτιά», απλός στην εκφορά του, ανθρώπινος στο αίσθημα που ανέδιδε, με έγνοια για τους ανθρώπους, με σεβασμό στο φόβο, την αγωνία και την άγνοια των πολιτών από τις οποίες τροφοδοτούνταν αμφιβολίες, ενστάσεις και αντιρρήσεις. Ο κ. καθηγητής δεν άφησε αναπάντητη καμία αντίθετη άποψη ή προβληματισμό που κυκλοφορούσε στην κοινωνία. Κυρίως καλλιεργήθηκε το αίσθημα της εμπιστοσύνης απέναντι στην επιστημονική ομάδα ότι δεν είναι υποχείρια μιας «ύποπτης» πολιτικής αλλά υπεύθυνοι επιστημονικοί ηγέτες στη διαχείριση της φονικής επιδημίας. Τα πολύ υψηλά ποσοστά αποδοχής του κ. Τσιόρδα που καταγράφηκαν εκείνη την εποχή ενισχύουν αυτές τις εκτιμήσεις. Και μετά ερχόταν ώριμο φρούτο τα μέτρα, η υλοποίηση και ο έλεγχός τους. Η αίσθηση ότι υπάρχει κρατικός μηχανισμός που λειτουργεί, ότι υπάρχει ιατρική δομή που λειτουργεί. Βέβαια όλα αυτά στα όρια των δυνατοτήτων του ελληνικού κράτους, οι οποίες -να το πούμε κι αυτό- αποδείχτηκαν μεγαλύτερες από ό,τι περιμέναμε. Δυστυχώς μετά την καραντίνα το μοντέλο αυτό μπήκε σε αδράνεια κι αυτό κόστισε. Και τώρα που ξεκίνησε ξανά, έχει στραβοπατήματα, ιδίως από τους ειδικούς επιστήμονες. Αν η εμφάνιση ανορθολογικών απόψεων και συμπεριφορών έχει βαθιές ρίζες μέσα στους πολίτες, το ρήγμα της εμπιστοσύνης τους προς την κυβερνητική εξουσία είναι ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας που τις δυναμώνει.
Να προσθέσουμε ότι αυτός είναι ο δρόμος για την αποδυνάμωση και των όποιων οργανωμένων προσπαθειών για την εκμετάλλευση του ανθρώπινου φόβου και της άγνοιας. Η δύναμη αυτών των ομάδων βρίσκεται στην απήχηση που έχουν οι απόψεις τους. Όσο καταπολεμούμε τις απόψεις, τόσο αποδυναμώνουμε αυτές τις ομάδες. Εννοείται ότι σε κρίσιμα ζητήματα που διακυβεύεται η δημόσια υγεία, εκεί η άμεση και αποφασιστική εφαρμογή των μέτρων και των συνεπειών από τη μη τήρησή τους είναι παραπάνω από αναγκαία. Αλλά και αυτή η διοικητική λειτουργία θα είναι λιγότερο απαιτητή όσο οι πολίτες ενημερώνονται σωστά και ουσιαστικά.
Αυτό το μοντέλο που ζήσαμε στην καραντίνα χρειάζεται να μεταφέρει σε όλες τις λειτουργίες της η κρατική και κυβερνητική εξουσία. Δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να συμβαίνει. Τα κυβερνητικά στελέχη δεν διδάχθηκαν από αυτή την εμπειρία και δεν φάνηκε να προσπάθησαν να τη μεταφέρουν το καθένα στο δικό του πεδίο ευθύνης. Δύσκολο να αλλάξει και σ? αυτά η κουλτούρα και ο τρόπος σκέψης. Ακόμα περισσότερο που η φύση της εξουσίας σπρώχνει προς την αυθαιρεσία και την επιβολή. Όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μονόδρομος από δω και πέρα μια νέα σχέση κυβέρνησης και κράτους με τους πολίτες, με εργαλείο τον πραγματικό και όχι προσχηματικό δημόσιο διάλογο και την πειθώ, με επικέντρωση στην επεξεργασία των εκάστοτε προβλημάτων και όχι στα «από πίσω» των κομματικών προθέσεων του πολιτικού αντιπάλου, με κύριο όπλο την επιστημονική γνώση, με σεβασμό στο πρόσωπο που εκφράζει αντίθετη άποψη, με απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του λόγου. Ακούγεται εξωπραγματικό. Είναι ένα στοίχημα, όχι για να απλωθεί ξαφνικά μια νέα κουλτούρα στην άσκηση της εξουσίας, αλλά για να γίνουν συνειδητές προσπάθειες και βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Υπάρχει όμως και η δική μας ευθύνη στον δικό μας κοινωνικό χώρο. Να κάνουμε ένα βήμα πέρα από την καταγγελία ή τη χλεύη του ανορθολογισμού, όσοι νιώθουμε την ανάγκη να μην παρατηρούμε ως τροχονόμοι τις ανορθολογικές και επικίνδυνες συμπεριφορές να περνούν από μπροστά μας. Όσοι νιώθουμε την ευθύνη να συμβάλουμε στην ενίσχυση των ανθρώπων του δικού μας κοινωνικού περίγυρου να βελτιώσουν την ικανότητα διαχείρισης της ελευθερίας προσωπικής έκφρασης. Για παράδειγμα, αν σε ένα σχολείο οι διδάσκοντες διαπιστώνουν αρνητικές αντιδράσεις από γονείς στα μέτρα προστασίας, μπορούν να επιδιώκουν, με τη συνδρομή κατάλληλα επιλεγμένων ειδικών, συζητήσεις με τους γονείς τα θέματα αυτά. Αν μια διεύθυνση εκπαίδευσης εντοπίζει προβλήματα και αντιστάσεις από εκπαιδευτικούς ή γονείς στην υλοποίηση των μέτρων, να ασχοληθεί –πάλι με τη συνδρομή των κατάλληλων ειδικών- για την συζήτηση μελέτη και αντιμετώπιση από κοινού με τους εκπαιδευτικούς. Οι αντιρρήσεις και οι αντιστάσεις δεν είναι προβλήματα που εμποδίζουν τη λειτουργία της υπηρεσίας. Είναι πηγή καινούριων εμπειριών για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των προβλημάτων, είναι ευκαιρία για βελτίωση και συμπλήρωση των μέτρων, είναι δυνατότητα για εμβάθυνση και αποσαφήνιση θεμάτων σημαντικών στη ζωή και στη λειτουργία μας, είναι πάνω απ? όλα σεβασμός στην ελευθερία προσωπικής έκφρασης του καθενός. Και τα παραδείγματα από το χώρο της εκπαίδευσης μπορεί να γενικευτούν και όπου αλλού.
Η δύσκολη και με πολλά ρίσκα πορεία για μια κοινωνία που θα χτίζει δεσμούς εκεί όπου σήμερα ψηλαφούμε ρήγματα και πληγές, δεν μπορεί να έχει αίσιο τέλος μόνο με μια κατάλληλη πολιτική συμπεριφορά των κυβερνώντων. Δίχως την ενεργητική παρέμβαση προς αυτή την κατεύθυνση των πολιτών – προσώπων, καμία κοινωνία ελεύθερης έκφρασης και αρμονικής συμβίωσης δεν πρόκειται ποτέ να χτιστεί.