Οι πολιτικοί της Γερμανίας είναι πιο σοβαροί από τους δικούς μας. Αυτή είναι μια διαπίστωση μάλλον κοινής αποδοχής. Έχει, όμως, γενική ισχύ; Μια ματιά στη σημερινή προεκλογική εκστρατεία της Γερμανίας δίνει την απάντηση: όχι. Στις προεκλογικές περιόδους ακόμη και οι Γερμανοί πολιτικοί λαϊκίζουν ασύστολα.
Εχω γράψει πολλές φορές -και εδώ στο Protagon- ότι για τα δεινά της Ελλάδας την τελευταία τριετία φταίμε εμείς και όχι οι Γερμανοί. Και ότι η αναζήτηση ενόχων εκτός συνόρων -έργο λαϊκιστών πολιτικών και εμπόρων της ενημέρωσης- αποπροσανατολίζει και δεν επιτρέπει να επικεντρωθούμε στο πραγματικό πρόβλημα.
Να που τώρα παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και στη Γερμανία. Στη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης μεγάλο μέρος της προεκλογικής συζήτησης είναι αφιερωμένο στη μικρή Ελλάδα. Στοχεύοντας τους απληροφόρητους ψηφοφόρους, οι πολιτικοί αποφεύγουν το πραγματικό πρόβλημα της Ευρώπης και καλλιεργούν κλίμα του τύπου «να μην πληρώσουμε άλλο για την Ελλάδα». Πολύ φυσιολογικά, λοιπόν, οι Γερμανοί σε ποσοστό άνω του 60% λένε «όχι» σε νέα βοήθεια προς την Ελλάδα (χτεσινή δημοσκόπηση του κρατικού τηλεοπτικού καναλιού).
Δυστυχώς το κλίμα αυτό καλλιεργεί και το κόμμα της κας Μέρκελ. Ακόμη και η ίδια, με την πρόσφατη δήλωσή της ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να γίνει δεκτή στην ευρωζώνη (δήλωση που προκάλεσε τον θαυμασμό του Τάκη Μίχα για την «τολμηρότητά» της).
Όμως, πρόκειται για τόλμη ή για λαϊκισμό προς ψηφοθηρίαν; Ας δούμε τα δεδομένα:
Πρώτον, δεκατρία χρόνια μετά, τι νόημα έχει αυτή η συζήτηση; Κανένα. Εκτός από την εξυπηρέτηση προεκλογικών σκοπιμοτήτων. Η κα Μέρκελ θέλει να πλήξει τους αντιπάλους της Σοσιαλδημοκράτες και γι’ αυτό υπενθυμίζει ότι ο Σρέντερ έβαλε την Ελλάδα στο ευρώ.
Δεύτερον, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η Ελλάδα δεν πληρούσε κάποιους από τους όρους, ήταν άραγε η μόνη; Κάθε άλλο. Ακόμη και η ίδια η Γερμανία κατηγορήθηκε εκ των υστέρων ότι έκανε κάποιες λαθροχειρίες στα του χρέους της, για να είναι εντάξει.
Τρίτον, φταίει άραγε μόνο η Ελλάδα για την κρίση στην ευρωζώνη; Αστειότητες. Τότε γιατί ταλανίζονται η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, ακόμη και η Γαλλία;
Τέταρτον, ο Γερμανός φορολογούμενος ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΕΙ για την Ελλάδα. Τα δάνεια επιστρέφονται και με τόκο. Μας δανείζουν, τους πληρώνουμε με τόκο και κερδίζουν. Ετσι πρέπει να γίνεται, ο δανειστής πρέπει να κερδίζει, αλλιώς γιατί να σε δανείσει; Ναι, αλλά να μη λέει ψέματα η κα Μέρκελ προς άγραν ψήφων.
Πέμπτον, ο υπερδανεισμένος και «άσωτος» ευρωπαϊκός Νότος συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία πλεονασμάτων ειδικά στη Γερμανία, η οποία έτσι βγαίνει διπλά κερδισμένη. Αν δεν ήθελε αυτά τα πλεονάσματα, δεν έπρεπε να επιτρέπει τον ανεξέλεγκτο δανεισμό της Ελλάδας. Αυτό, φυσικά, δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες τις ελληνικές κυβερνήσεις, που άφησαν το χρέος να προσλάβει θηριώδεις διαστάσεις, αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση.
Εκτον, είναι απορίας άξιον γιατί όλα αυτά δεν δίνονται ως μια συγκροτημένη απάντηση στις κατά καιρούς επανερχόμενες γερμανικές ανακρίβειες και υπερβολές (κάτι είπε προχτές ο Βενιζέλος για τα κέρδη της Γερμανίας, αλλά τα είπε σε μια κλειστή κομματική συνεδρίαση και χάθηκαν). Για ευνόητους λόγους δεν θέλει να τα πει η κυβέρνηση, ας βρει άλλον τρόπο. Μια ιδέα είναι να στείλουν στην κα Μέρκελ το τελευταίο βιβλίο του Γερμανού καθηγητή και μέλους του Συμβουλίου των Γερμανών «σοφών» της οικονομίας Πέτερ Μπόφινγκερ «Επιστροφή στο μάρκο;» (στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πόλις), όπου εξηγεί πολύ καλά όλα τα παραπάνω.
Όποιος το διαβάσει θα καταλάβει πολλά. Και, κυρίως, γιατί λαϊκίζει σήμερα η κα Μέρκελ κυνηγώντας τις ψήφους ανενημέρωτων συμπατριωτών της, οι οποίοι πιστεύουν τα παραμύθια των εκεί εμπόρων της ενημέρωσης.