«Ενα φάντασμα πλανιέται στο ελληνικό πανεπιστήμιο – το φάντασμα της αλλαγής. Ολες οι δυνάμεις του γερασμένου πανεπιστημίου ενώθηκαν σε ιερή συμμαχία ενάντια σε αυτό το φάντασμα κ.λπ., κ.λπ.». Ειρωνικός πρόλογος. Αποδίδει όμως αυτό που συνέβη με την εντυπωσιακή συμμετοχή των καθηγητών στις εκλογές για τα Συμβούλια διοίκησης των ΑΕΙ. Καμιά πολιτική δύναμη, καμιά πανεπιστημιακή συνδικαλιστική παράταξη δεν μπορεί να επικαλείται πλέον τη θέληση «της συντριπτικής πλειοψηφίας των διδασκόντων» χωρίς να το αποδεικνύει με τις μεθόδους που έχει η δημοκρατία. Κανείς δεν μπορεί να καταχραστεί τη βούληση των διδασκόντων στο όνομα του «κινήματος». Οι αριθμοί κατατρόπωσαν τον πολιτικοσυνδικαλιστικό λόγο που επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια στα πανεπιστήμια και για τα πανεπιστήμια. Οι τραμπουκισμοί που χρησιμοποιήθηκαν ώς τώρα για να εμποδίσουν την ελεύθερη έκφραση των πανεπιστημιακών απέκτησαν όνομα. Ολοκληρωτισμός. Και ας βάλει ο καθείς το χρώμα που νομίζει. Η συνηγορία σε αυτές τις πρακτικές από τα κόμματα τής παραδοσιακής Αριστεράς έχασε κάθε ηθική και πολιτική νομιμοποίηση. Θα πρέπει άλλωστε να κατανοήσουν ότι μετά την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής, η «αντιποίηση αρχής», η βίαιη παρεμπόδιση των δικαιωμάτων του άλλου, με όποιο μανδύα και αν επενδύονται, έχουν πια το χρώμα της ΧΑ.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή και από το ύψος της συμμετοχής ήταν η ποιότητα των επιλογών που έκαναν οι εκλογείς. Εκκωφαντικό παράδειγμα, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Από τη μια, η πρυτανεία Μυλόπουλου που παρέλαβε πανεπιστήμιο και παραδίδει χωματερή. Από την άλλη, το 75% των καθηγητών του ΑΠΘ με την ψήφο του διαμορφώνει ένα Συμβούλιο Ιδρύματος διεθνούς κύρους. Ηταν όσοι ψήφισαν υπέρ του νόμου Διαμαντοπούλου; Ασφαλώς όχι. Ηταν όμως κατά της παρακμής και υπέρ της ομαλότητας ως προϋπόθεσης για τη μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου. Υπό ομαλές πολιτικές εξελίξεις, η πορεία αυτή θα είναι δύσκολη αλλά αναντίστρεπτη και επιταχυνόμενη. Και ο κ. Τσίπρας όμως, το κόμμα του οποίου πλην ελαχίστων εξαιρέσεων έκανε το παν για να εμποδίσει την ελεύθερη έκφραση των διδασκόντων, οφείλει να λάβει το μήνυμα και να ανταποκριθεί.
Αναδεικνύει κάτι γενικότερο αυτή η ανατροπή που πραγματοποιήθηκε στα πανεπιστήμια; Πιστεύω ναι. Μας λέει ότι οι ζυμώσεις που γίνονται στην κοινωνία είναι πιο σύνθετες από τον μονόχορδο λόγο που έχει επιβάλει η δημαγωγία των αντιπολιτεύσεων και των περισσότερων μιντιάδων. Ακούμε καθημερινά ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει «κοινωνική έκρηξη». Ξέρουμε. Ξέρουμε ότι η χώρα βαδίζει επί ξυρού ακμής. Η οργή για τις απώλειες και το άγχος για το άμεσο μέλλον κατακλύζουν τον νου και ηλεκτρίζουν τις συμπεριφορές. Οι πολιτικές της λιτότητας φτάνουν στο ηθικό – κοινωνικό όριο του «μη παρέκει». Κατανοητά λοιπόν τα αλλεπάλληλα κύματα κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Ομως, μαζί και δίπλα στη μαζική διαμαρτυρία, μαζί και δίπλα στην κοινωνική αποθάρρυνση που είναι εξίσου έντονη με την οργή, συσσωρεύονται σιγά σιγά στον «κοινό νου», στο μυαλό του «μέσου πολίτη», διδάγματα, εμπειρίες, συμπεράσματα που οδηγούν στην απαίτηση να αλλάξουν οι παλιές παθογένειες που μας έφτασαν στη χρεοκοπία. Δεν μιλώ για διεργασίες που γίνονται σε κάποιες μειοψηφίες ούτε για απομονωμένες «νησίδες». Μιλώ για ζυμώσεις που γίνονται στο ευρύ κοινωνικό σώμα, στους «μεγάλους αριθμούς», με τρόπο αμφιθυμικό, σχεδόν υπόρρητο, και που περιστασιακά μόνο ξεπηδούν σε συλλογική δράση.
Σημάδια τέτοια μπορούμε ήδη να διακρίνουμε. Τα προνόμια και η διακριτική μεταχείριση των ολιγαρχιών, των ισχυρών κοινωνικών ομάδων και των προνομιούχων συντεχνιών, γίνονται όλο και λιγότερο ανεκτά. Συσσωρεύεται έτσι ένα αίτημα ισότητας, με χαμηλότερα μεν εισοδήματα δικαιότερα όμως κατανεμημένα.
Το κύρος των ποικίλων ελίτ, που έτσι και αλλιώς είχε μειωθεί στην πριν από τη χρεοκοπία περίοδο, πλήττεται τώρα καίρια, πόσω μάλλον που συχνά φροντίζουν οι ίδιες να απομυθοποιήσουν το λειτούργημά τους (π.χ. δικαστές). Εμφανίζεται έτσι στους κόλπους τους η τάση να ανακτηθεί το χαμένο κύρος σε νέα υγιέστερη βάση, με περισσότερο επαγγελματισμό και αυστηρότερη ηθική.
Η Δημόσια Διοίκηση ήταν κοινωνική πληγή πριν από τη χρεοκοπία και έγινε γάγγραινα στην περίοδο της κρίσης. Το κόστος της διαφθοράς και της αναποτελεσματικότητάς της είχε σαφές ταξικό πρόσημο. Οι φτωχότεροι και οι αδύναμοι το πλήρωσαν ακριβότερα. Ενισχύεται έτσι η κοινωνική πίεση για ουσιαστική μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης ώστε να απαλλαγεί από το κομματικό – συνδικαλιστικό καρκίνωμα που κατατρώει τις σάρκες της και να αξιοποιήσει τις υγιείς και ηθικές δυνάμεις που ασφαλώς διαθέτει.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι παράλληλα με την οργή και την αποθάρρυνση, η κοινωνία συσσωρεύει σχεδόν σιωπηλά ένα μεταρρυθμιστικό δυναμικό, που συσκοτίζεται από τη μονότονη καταστροφολογία του δημόσιου λόγου. Αν το πολιτικό πλαίσιο σταθεροποιηθεί, αν κατά το επόμενο έτος φανεί το τέλος του υφεσιακού κατήφορου, τότε είναι πολύ πιθανό αυτό το συμπιεσμένο τώρα μεταρρυθμιστικό δυναμικό να ξεδιπλωθεί δημιουργώντας κλίμα και συναινέσεις για βαθύτερες μεταρρυθμίσεις. Συχνά συμβαίνει άλλωστε οι περίοδοι κρίσης να ακολουθούνται από φάσεις ουσιαστικών αλλαγών. Ο χώρος της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας μπορεί να γίνει προνομιακός δέκτης αυτού του υφέρποντος μεταρρυθμιστικού αιτήματος. Και αυτή είναι η ελπίδα να αντέξει την αμφίπλευρη πίεση από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι προϋποθέσεις υπάρχουν, αλλά τα κόμματα και οι ηγεσίες του χώρου πρέπει να ανταποκριθούν. Είναι προφανές, π.χ., ότι η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να αντέξει εκλογικά αν διαπραγματεύεται ημέρα με την ημέρα τη φυσιογνωμία της και τη θέση της στην κυβερνητική πλειοψηφία. Θα ξεφτίσει. Ψηφίστηκε ως φιλοευρωπαϊκή, δημοκρατική και κυβερνώσα Αριστερά και η φυσιογνωμία της σε αυτή την ιστορική φάση θα καθοριστεί σε αντίστιξη με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν έχουν πολλές ελπίδες επιβίωσης αν κατατριβούν με άκαιρες προσωπικές αναζητήσεις νέων φορέων. Ούτε όμως μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα κόμμα που διατηρεί την αρχηγική δομή σαν να είχε ακόμα το 40%. Η τύχη των δύο κομμάτων έχει δεθεί με την ανάγκη ομαλότητας που έχει σε αυτή τη φάση η Ελλάδα και με την προσδοκία ότι στην κοινωνία, πέρα από την τυφλή σύγκρουση, αναδύεται ένα ωριμότερο αίτημα μεταρρύθμισης. Θα μπορέσουν να ανταποκριθούν αν εξασφαλίσουν κατ’ αρχάς τη σταθερότητα του κυβερνητικού σχήματος. Αν καταφέρουν να συσπειρώσουν τα στελέχη τους πέρα από τις λίγες και αναμενόμενες απώλειες (άλλωστε δεν χωράει πολλούς ακόμα πασόκους ο ΣΥΡΙΖΑ). Αν αναζητήσουν και θέσουν συντεταγμένα και όχι συγκρουσιακά, το ζήτημα της δημιουργίας ενός νέου πολιτικού – εκλογικού σχήματος που θα συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις στο πλαίσιο ενός πολυκομματικού και όχι δικομμματικού συστήματος.
Είναι ένα δύσκολο στοίχημα που αξίζει να παιχτεί.