Όταν έκλαψε ο Νίκος Φίλης

Νίκος Γκιώνης 09 Νοε 2016

Προφανώς ο  πολιτικός ή και ανθρώπινος κλαυθμός του Νίκου Φίλη, δεν θυμίζει σε τίποτα την ψυχαναλυτική μυθοπλασία για τον Νίτσε, παρωνυμία της οποίας είναι η επικεφαλίδα.

Ο Νίκος Φίλης, προφανώς εμφορούμενος από έναν αντικρουόμενο εσωτερικό διχασμό, είπε το μάλλον ορθό για τους πιο πολλούς: αντί των κλασσικών Θρησκευτικών διδασκαλία Θρησκειολογικής χροιάς. Μόνο που για να υλοποιήσεις μερικές φορές αυτονόητες αλλαγές – προκειμένου περί της Ελλάδος -, οφείλεις να έχεις διερευνήσει τις στηρίξεις, τις ανοχές, την πιθανότητα ρήξης με τον αντισυμβαλλόμενο – εδώ με την εκκοσμικευμένη  θεσμική Εκκλησία – μα κυρίως να έχεις την ανοχή το ολιγότερο του Π/Θ. Επιπλέον στο μυαλό σου, εφόσον την πράξη σου αυτή την θεωρείς συνετή και στο πνεύμα ενός ανολοκλήρωτου Διαφωτισμού, με  μαθηματική λογική, για να μην πω  με  σκέψη μηχανικού είναι αναγκαίο να  έχεις δομημένο έναν ευέλικτο και οιονεί αποτελεσματικό οδικό χάρτη.

Ακόμα, ως πρόσωπο και ως πολιτικός εκπρόσωπος σημαντικής επιλογής απαραίτητο είναι, να  διαθέτεις την ανεκτική καλή έξωθεν μαρτυρία για το σύνολο περίπου των ενεργειών σου. Αλλιώτικα το μερικό θα τρωθεί από το ολικό.

Προφανώς και υπάρχουν πάμπολλες δυσκολίες στο να γίνει η χώρα ένα ουδετερόθρησκο κράτος. Από την άλλη βέβαια η συνταγματική ορολογία περί επικρατούσης  θρησκείας, δεν ακυρώνει την επιδιωκόμενη ανεξιθρησκεία απλώς καταγράφει τους αριθμητικούς  συσχετισμούς, όσων Ελλήνων πιστεύουν και σε τι.

Επειδή τα συμβάντα ανέσυραν από την μνήμη παραλλακτική υπόθεση της διακυβερνήσεως Σημίτη (ταυτότητες) να θυμίσουμε πως επρόκειτο περί μιας εναρμονίσεως προς τα δυτικά κεκτημένα, το κέλυφος της ήταν διοικητικό, όμως το ουσιώδες ήταν βαθύτατα πολιτικό και δημιουργούσε μια ρωγμή στην ψευδοκατασκευή της Ελληνορθόδοξης Πολιτείας.

Με εισήγηση του Μ. Σταθόπουλου, με την επεξεργασία του Π. Ευθυμίου και με την άψογη έμμεση πολιτειακή ενθάρρυνση του Κ. Στεφανόπουλου, το ζήτημα έφτασε στις πλάτες του Κ. Σημίτη, που και δέχτηκε και θέλησε να γίνει ταυτοχρόνως ο αχθοφόρος αλλά  και ο ηγήτωρ της διακύβευσης. Γνώριζαν όλοι τις ρήξεις που θα  ακολουθούσαν με πρωτοβουλίες του θρησκευτικού ακτιβιστή  μακαριστού Χριστόδουλου, γνώριζαν πως μια πονηρή πολιτική διοικητική πράξη, θα ξεσηκώσει δημαγωγικά την ασυνείδητη σκοταδιστκή πλευρά του – τότε – εθνολαϊκισμού, γνώριζαν πως μπορεί να οδηγούσε σε ανεπίστρεπτη πτώση της Κυβέρνησης, μα το έκαναν. Άλλοι πρωτοστάτησαν, άλλοι εσιώπησαν. Ο Σημίτης πέρασε πολύ ευγενικά, με απόλυτο σεβασμό στις πίστεις των πολιτών μια απόφαση της Πολιτείας αναλαμβάνοντας πλήρως το κόστος, που αναλογούσε.

Θυμάμαι από τότε τις  απόψεις των νουνεχών προοδευτικών ερευνητών, που ετόνιζαν πόσο δύσκολος, χρονοβόρος και ευαίσθητος συν πολυπαραμετρικός, είναι ένας μερικός μεν, επαρκής δε διαχωρισμός   θεσμισμένης κρατούσης Εκκλησίας και θεσμισμένης Πολιτείας.

Από τα χρόνια της μετεπαναστατικής ιδρύσεως Ελληνικού Κράτους, η Ορθοδοξία συνέχισε την κοσμική παράδοση που είχε δομήσει επί Τουρκοκρατίας  και έτσι επεβλήθη  ως  γενεσιουργό  συστατικό της κατασκευαζόμενης Πολιτείας. Πέρασε ανεπαισθήτως στο ασυνείδητο των πολιτών – και πολύ περισσότερο, όταν οι τελευταίοι λειτουργούσαν ως όχλος  ή συντεχνίες –  εκμεταλλεύτηκε στην απεχθέστερη ψευδοδογματική της εκτροπή την απαιδευσία και εγκαταστάθηκε όλως  διόλου. Χαρακτηριστική η εξέγερση περί το 1860 κατά του μοναχού – εκδοροσφαγέως Χριστόφορου  Παπουλάκου, όπου χρειάστηκαν 20000 στρατιώτες υπό τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, ώστε να συλλάβουν τον λαοφιλή αμόρφωτο πρώην κρεοπώλη για να μην προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο με  την Ρωσία.

Ακόμα , οι πρώιμοι Έλληνες   διαφωτιστές από τον Ρήγα και τον  Μοισιόδακα  ως τον Κοραή, τον Κούμα, τον Καϊρη, τον Βάμβα κ.ά.  είχαν αναποφεύκτως παντρέψει τις αρχές των Φώτων με την Ορθοδοξία, ασκώντας κριτική μόνον στην προβληματική λειτουργία της τελευταίας με υπαιτίους ανώτερους  κληρικούς , που δεν σέβονταν – έλεγε ο Κοραής – το σχήμα τους.

Η συνέχεια γνωστή στον 20ο αιώνα με τον πανούργο Βενιζελικό Μελέτιο Μεταξάκη, τον έντιμο α/βασιλέα Δαμασκηνό Παπανδρέου, τον Χρυσόστομο, τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, τον Σεραφείμ Τίκκα, τον Χριστόδουλο, τον Ιερώνυμο.

Ένα συστατικό ενός προβληματικού οργανισμού δεν μπορείς να  το βάλεις σε άλλη θέση χωρίς προετοιμασία και κόστος.

Ο Φίλης πήγε  απροετοίμαστος, χωρίς συμμαχίες και με την μυστική συμφωνία Καμμένου – Τσίπρα – Ιερωνύμου, να τον υπονομεύει δολίως.

Οι παραπονεμένες και ασύντακτες κραυγές του κατά την αποχώρησή του είναι ευθέως ανάλογες της ακηδείας με  την οποία προσπάθησε να δώσει μια μάχη, μη διαθέτοντας ούτε μια μπαλάσκα. Έχασε κατά κράτος, όπως ανεμένετο αντίθετα με τον Σημίτη που νίκησε, γνωρίζοντας πως αργότερα θα  έχανε από τον ασύνακτο εθνοκόφρονα  όχλο κάθε χρώματος και κάθε χροιάς.

Ο Σημίτης δεν έκλαψε, ήταν εκεί και τότε ηγέτης με τους άλλους, ο Φίλης κλαίει γιατί, όπως παντού ο όλος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δεν κατάλαβε το μέγεθος του διακυβεύματος, την έλλειψη αξιοπιστίας με  τις κατεδαφίσεις νόμων ανοιχτών κοινωνιών και γιατί φυσικά τον θυσίασε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός του κατά την πάγια τακτική των κομμουνιστών κυρίως, αλλά βεβαίως όχι μόνον.

Υ.Γ. Αν είχα να διαλέξω ανάμεσα στα θεατρικά «Όταν έκλαψε ο Νίτσε»΄ και στο φανταστικό «Όταν  έκλαψε ο Φίλης», θα  ήμουνα με  το πρώτο ….Το δεύτερο, όσο κι αν μυθοπλάθονταν, θα ήταν υπερβολικώς  προβλέψιμο για την τροπή του.