Όταν η δικαιοσύνη κυβερνά

Κώστας Κούρκουλος 08 Οκτ 2023

Με την οικονομική κρίση δύο ήταν οι βασικοί πόλοι εξουσίας που προσπάθησαν να «γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας», σύμφωνα με τον ορισμό του αντιδραστικού από τον ίδιο τον Μαρξ: Η σταλινογενής  Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ) και η Δικαιοσύνη.

Και ως προς την σταλινογενή Αριστερά, το έχουμε ξαναπεί: Ηγήθηκε της εξέγερσης των προνομιούχων συντεχνιών του δημοσίου. Αυτού του «…φρικιαστικού παρασιτικού σώματος, που τυλίγεται σα δίχτυ στο σώμα της κοινωνίας…..» όπως, με την συναρπαστική του πρόζα, μίλησε ο Μαρξ για τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα της εποχής του.

Γι’ αυτό και η Αριστερά, αυτοαποκαλούμενη κατ’ ευφημισμό «προοδευτική», έγινε η πραγματική αντιδραστική πολιτική δύναμη της χώρας, που επιδίωξε σταθερά την επιστροφή στο πιο σκοτεινό παρελθόν. Στην εποχή της φαυλότητας.

Η Δικαιοσύνη όμως – με εξόχως λαμπρές αλλά ευάριθμες εξαιρέσεις - αποδείχτηκε ακόμη χειρότερη. Διότι, καταχράστηκε την ανεξέλεγκτη δύναμη που της παρέχει το Σύνταγμα, για να υπερασπιστεί τα στενά οικονομικά συμφέροντα των μελών της.

Αφού με νοοτροπία «εισπήδησης», αποφάσισε να υποκαταστήσει τους αντιπροσωπευτικούς δημοκρατικούς θεσμούς (Βουλή – Κυβερνήσεις) και  να ασκήσει απροκάλυπτα «δημοσιονομική πολιτική» προς όφελος των μελών της.

Έτσι, σε μία οικονομική κρίση όπου οι πάντες όφειλαν να συμβάλουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους, οι δικαστές – με την τιμητική διαφοροποίηση ελάχιστων - εξαιρούσαν τους εαυτούς τους από τις συνέπειες της κρίσης, επικαλούμενοι την ανάγκη τους για «αξιοπρεπή διαβίωση».

Έτσι, με πρόφαση την «ερμηνεία» του Συντάγματος – ενώ επρόκειτο περί ωμής παρανάγνωσης - και υπό τις ιαχές των πιο κυνικών συντεχνιών του δημοσίου και των δυνάμεων της Αριστεράς που τις εκπροσωπούσαν πολιτικά, σφετερίστηκαν  στην πράξη μέρος της πολιτικής εξουσίας, προκειμένου να  καθορίσουν και την δημοσιονομική πολιτική της χώρας.

Και εδώ επιδόθηκαν σε μία δαπανηρή για την κοινωνία πανουργία: Επειδή θα ήταν προκλητικό να είναι οι δικαστές οι μόνοι εξαιρούμενοι, αποφάσισαν να εξαιρέσουν από τις συνέπειες της κρίσης και κάθε ισχυρή ομάδα του δημοσίου, έτσι ώστε η αυτοεξαίρεσή τους να «χαθεί» μέσα στις υπόλοιπες εξαιρέσεις. Είναι αυτό που ονομάστηκε «ξεκάρφωμα».

Πρόκειται για την εκτροπή που εξελίχθηκε σε μία από τις κορυφαίες πληγές της χώρας. Διότι, εφ’ όσον η Δικαιοσύνη δεν λογοδοτεί σε κανέναν, οδηγείται στο εξής άτοπο: όταν ασκεί αυθαίρετα δημοσιονομική πολιτική δεν έχει λόγο να λαμβάνει υπ’ όψη της ούτε τις επιπτώσεις των πράξεών της, ούτε καν την πραγματικότητα.

Γι’ αυτό και γνώμονας των αποφάσεών της όταν αντιποιείται κυβερνητικές εξουσίες, δεν είναι αυτό που θα ελάμβανε υπ’ όψη της κάθε υπεύθυνη κυβέρνηση, δηλαδή οι δυνατότητες της χώρας που ορίζονται με αριθμούς, αλλά το υποκειμενικό κριτήριο της «αξιοπρεπούς διαβίωσης» των υπό εύνοια συντεχνιών.

Γι’ αυτό και  η ηθική βάση της δημοσιονομικής «πολιτικής» που ασκεί η  Δικαιοσύνη κατά τον καθορισμό των αποδοχών των ευγενών κατηγοριών του δημοσίου, στηρίζεται στον βαθύτατα αντιδημοκρατικό και συνάμα απάνθρωπο διαχωρισμό μεταξύ εκ φύσεως «ευγενών» κατηγοριών και εκ φύσεως «πληβείων».

Ενώ το Σύνταγμα όχι μόνον δεν κάνει κανέναν απολύτως διαχωρισμό ανάμεσα σε παρίες και ευγενείς, αλλά ορίζει ακριβώς το αντίθετο: Ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχουν παρίες. («Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών..», άρθρο 21 παρ. 1).

Έτσι η ανομολόγητη βάση της δημοσιονομικής αυθαιρεσίας που επιβάλλουν,  είναι οι θεωρίες του κοινωνικού δαρβινισμού του 19ου αιώνα περί  «της αναγκαίας επιβίωσης του καταλληλότερου», δηλαδή των κορυφαίων κοινωνικών στρωμάτων στα οποία αυτοκατατάσσονται, εις βάρος των αδύναμων. 

Γι’ αυτό και οι αποφάσεις για τις συντάξεις  των δικαστών, αγνοούν μία ολόκληρη δεκαετή κρίση. Κυρίως όμως αγνοούν ότι η χώρα οδηγήθηκε στην αυτοκαταστροφή από αυτήν ακριβώς την αντίληψη για τις συντάξεις: ότι γίνονται θαύματα και φύονται λεφτά στους δρόμους.

Πρόκειται για την επιβίωση εκείνης της φοβερής αντικοινωνικής θεωρίας της Κας Θάνου, ότι αυτό επιβάλλει η «αξιοπρέπεια» της συγκεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας.  Συνέπεια της οποίας είναι ότι η αξιοπρέπεια όσων δεν μετέχουν σε «ευγενή επαγγέλματα», πρέπει να τρέφεται από την ένδεια.

Είναι λοιπόν όρος επιβίωσης της ίδιας της κοινωνικής συνοχής, η χώρα να προστατευτεί από τέτοιου είδους «αριστοκρατικές» αντιλήψεις, που καταλήγουν σε «ληστρικές».

Στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση.