Αγένεια και Δημοκρατία

Κώστας Κούρκουλος 16 Μαρ 2025

«Κάθε μορφή μίσους είναι πρώτα πρώτα μίσος ενάντια στον ίδιο τον εαυτό μας», έγραφε ο Α.Σ. Νηλ, στο «Θεωρία και πράξη της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης». Και συνέχιζε:

«Το μίσος ενάντια στον εαυτό μας προβάλλεται πάντοτε, δηλαδή κατευθύνεται ενάντια σ' άλλους….

Η γεροντοκόρη (τότε ήταν σε χρήση αυτός ο όρος) που μετουσιώνει τις σεξουαλικές της ορμές, δηλαδή τις απωθεί, δείχνει το μίσος ενάντια στον εαυτό της με τη χαρά ή τη λύπη που βρίσκει στα σκάνδαλα.

Οι μιγάδες της Νότιας Αφρικής είναι πολύ εχθρικότεροι από τους λευκούς απέναντι στους πραγματικούς ιθαγενείς….".

‘Ετσι «η αυτοπεριφρόνηση μετατρέπεται σε μίσος για τον άλλο…….(διότι) δίνει σημασία και σκοπό, σε κάθε άδεια ζωή», προσθέτει ο Εric Ηoffer («Ο φανατικός»).

Και έρχεται ο και ψυχαναλυτής Καστοριάδης να μας «αναγγείλει»: «…..θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να συνδέσουμε αυτή την ακραία μορφή του μίσους προς τον άλλο με το πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο και πιο συγκρατημένο είδος μίσους: το μίσος προς τον εαυτό μας».

Στο βασίλειο αυτό του μίσους έζησε η χώρα μας τα τελευταία 15 χρόνια, όταν είδαμε έναν ολόκληρο λαό να δίνει νόημα στην ύπαρξή του, τρέχοντας πίσω από κρεμάλες και κραυγάζοντας «σταύρωσον», για κάθε νηφάλια και έντιμη φωνή, που έλεγε ότι δεν μπορούμε να αναλώσουμε ό,τι ανήκει και στα παιδιά μας.

Το είδαμε επίσης στο αφηνιασμένο πλήθος, το οποίο, καταργώντας θεαματικά και το ταμπού του φόνου, παρεμπόδιζε, χορεύοντας κανιβαλικά, τη σωτηρία των πυρπολημένων από κοινούς δολοφόνους, εργαζομένων της «Μαρφίν».

Ώσπου η χώρα, υλοποιώντας το ήθος του «μισώ, άρα υπάρχω», γέννησε τέρατα.

Έτσι, φυσιολογικά έβαλε στη Βουλή χρυσαυγίτες ναζί. Δηλαδή ανθρωποειδή που, με την παρουσία τους και μόνο, απέδειξαν πόσο τρομαχτικό θηρίο είναι ο άνθρωπος χωρίς τον πολιτισμό.

Δυστυχώς αυτό το μίσος επιχειρείται να μοχλευτεί σήμερα ξανά, από τους ίδιους ακριβώς πολιτικούς χώρους, με σχετική μάλιστα επιτυχία.

Δεν είναι τυχαίο ότι ένα άτομο, που εμφανίζεται μέσα στη Βουλή ως το κακέκτυπο του βαλκάνιου Μουσολίνι, συμπεριφερόμενο με όρους αχαλίνωτου μίσους, έχει καταργήσει τα όρια ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα.

Με αποτέλεσμα να μη σέβεται απολύτως τίποτε και πρώτα απ’ όλα τον δημόσιο χώρο, με πρώτη τη Βουλή, την οποία αντιμετωπίζει σαν ιδιοκτησία του. Να μιλάει όποτε θέλει και όσο θέλει, σαν η Βουλή να είναι φέουδό του. Να μην  αφήνει τους άλλους να μιλήσουν, να λοιδορεί, να συκοφαντεί, να προσβάλλει και να κακοποιεί ηθικά, όποιον επιλέγει ως  στόχο του μίσους του.

Και αυτή η βαθύτατα αντιπολιτική και αντιδημοκρατική δημόσια συμπεριφορά να επιβραβεύεται δημοσκοπικά.

Και επειδή το μίσος, αφ' ης εκδηλώνεται, ενώνει, αφού «μολύνει» τους ανθρώπους με ένα πρωτόγονο «αίσθημα κοινής συγγένειας», δημιουργεί ένα επικίνδυνο αντιπολιτικό ρεύμα.

Στο οποίο η Δημοκρατία, ως ένα αδύναμο και ευάλωτο πολίτευμα, γεμάτο μάλιστα αδιέξοδα, (όσο και αν ξορκίζουμε πως δεν υπάρχουν), δεν μπορεί να αντισταθεί.

Διότι δεν έχει καν θεσμική δυνατότητα να αποκρούσει την αγένεια και την πολιτισμική βαρβαρότητα.

Άλλωστε, παρ’ ότι η αγένεια είναι ασύμβατη με την δημοκρατία, διότι ρητά αποκλείει τον άλλον, εν τούτοις δεν μπορεί να γίνει κατάργησή της δια νόμου.

Ούτε αντιστρόφως να νομοθετηθεί η ευγένεια, η ανοχή στον άλλον και εν τέλει η ανθρωπινότητα.

Ακόμη και όταν η απουσία τους είναι ο πυρήνας ενός ολοκληρωτικού αντιπολιτικού ρεύματος.

Όμως, χωρίς την ανθρώπινη  ευγένεια, η οποία επιτρέπει την ανοχή στον άλλον, Δημοκρατία δεν υπάρχει.

Γι’ αυτό η υπεράσπιση της δημόσιας ευγένειας απέναντι στη νέα επέλαση του σκοτεινού ΜΙΣΟΥΣ που περιγράψαμε, είναι υπεράσπιστη της ίδιας της δημοκρατίας. Και εν τέλει υπέρτατη συνταγματική μας υποχρέωση.