Ώστε εξεπλάγημεν από το εύρημα της δημοσκόπησης «30% πιστεύουν ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα στη δικτατορία». Όμως, δεν είχαμε απορίες για το απεχθές σύνθημα «η χούντα δεν έπεσε το ΄73». Έλα, όμως, που και τα δυο είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Όχι, δεν εννοώ ότι οι μεν «δεν θυμούνται καλά» και οι δε ότι «κάνουν λάθος στην ημερομηνία» μόνο και μόνο για να ταιριάξουν τη ρίμα με το επόμενο στιχάκι «εμείς θα την γκρεμίσουμε σε τούτη την πλατεία» (εβδομήντα -τρία/πλα-τεία). Πιστεύω, αντίθετα, ότι και η δημοσκόπηση και το σύνθημα δείχνουν όχι μόνο όσα δεν ξέρουμε για τη δικτατορία, αλλά κάτι χειρότερο: όσα δεν θέλουμε να αγγίξουμε. Για το ίδιο το πραξικόπημα, για την επταετή παραμονή στην εξουσία, την πολιτική και τα στηρίγματα της δικτατορίας, αλλά και για την πτώση της…
Η μεταπολίτευση -προκειμένου να αποσιωπήσει και, εν τέλει, να νομιμοποιήσει τη μειοψηφική αντίσταση και την ανοχή, που βρήκε η δικτατορία- δημιούργησε τον μύθο ότι «τη χούντα την έριξε το Πολυτεχνείο». Η άρρητη αποσιώπηση είχε ένα ρητό αποτέλεσμα: Γενιές και γενιές γαλουχήθηκαν ότι «τα πράγματα αλλάζουν» μόνο με μια ρήξη, σε μια στιγμή. Με μιαν εξέγερση η οποία, μάλιστα, αν δεν καταπνιγεί βίαια, δεν δικαιώνει ούτε τη φύση της, ούτε τον σκοπό της. ‘Όσοι αναρωτιούνται γιατί οι 18άρηδες την επομένη της εισαγωγής τους στα πανεπιστήμια, θέλουν να κάνουν «το δικό τους Πολυτεχνείο», έχουν μιαν απάντηση. Όχι, ασφαλώς, τη μοναδική απάντηση. Πολιτικοί, αλλά και η κοινωνία, κρύφτηκαν πίσω από τους αγώνες στη Νομική και στο Πολυτεχνείο για να κρύψουν την αποχή από την αντίσταση για την ανατροπή στο εσωτερικό της χώρας. Θυμάστε αυτούς που είπαν στον Καράγιωργα «κάτσε κάτω, κουλοχέρη;».
Η συλλογική αφήγηση τι ήταν και τι δεν ήταν η δικτατορία αφέθηκε στους επιθεωρησιογράφους, που έσπαγαν πλάκα με το σύνδρομο μεγαλείου και τις ελληνικούρες του Παπαδόπουλου και της Δέσποινας, τον γραφικό Παττακό με το μυστρί και τον αόρατο Ιωαννίδη. Όλη η επταετία τυλίχτηκε στο εύρημα «γύψος». Η γύψινη εικόνα κάλυψε τα κατάγματα της κοινωνίας και τα τραύματα της πολιτικής. Το πιο μεγάλο τραύμα ήταν η έλλειψη σχεδίου για την πτώση της δικτατορίας. Σχέδιο δεν σημαίνει τι δεν θέλω -«Κάτω η Χούντα»- αλλά πώς πετυχαίνω αυτό που θέλω: τη δημοκρατική μετάβαση. Στην Πορτογαλία συγκρούστηκαν δυο γραμμές για την ανατροπή. Πνίγηκαν τα γαρύφαλλα, αλλά έπεσε η δικτατορία. Στην Ισπανία, ο Καρίγιο και η Πασιονάρια προσγειώθηκαν, χωρίς διαβατήριο, στη Μαδρίτη και μοίρασαν εκατό χιλιάδες κομματικές ταυτότητες. Στην Ελλάδα η νομιμοποίηση του ΚΚΕ έγινε με μια δήλωση του Καραμανλή. Προφανώς η νομιμοποίηση έγινε γιατί χρεοκόπησε ο αντικομμουνισμός της χούντας. Προφανώς ήταν η αρχή του τέλους του εμφυλίου. Όμως, πίσω από τα προφανή, ας δούμε τη διαφορά της δυναμικής ανάμεσα στη Λισσαβόνα, τη Μαδρίτη και την Αθήνα.
Οσα δεν είπε η πολιτική για τη δικτατορία, δεν έστερξε να ερευνήσει η διανόηση. Αν εξαιρέσουμε τη μελέτη του Κατηφόρη για το νομικό εποικοδόμημα, που έχει το χάρισμα να συνδέει το πριν με το μετά, τον Καράγιωργα και μια συλλογικη έρευνα στη ΚΟΜΘΕΠΟΛ για τον εργατικό μισθό και τη συσσώρευση των κερδών, την έρευνα του Αλιβιζάτου για τη συνταγματική α-συνέχεια, όλα τα υπόλοιπα κεφάλαια και οι σελίδες στο βιβλίο της δικτατορίας χάσκουν κενές: για τις κοινωνικές τάξεις που ισχυροποιήθηκαν, για τις μεταλλάξεις στον αγροτικό πληθυσμό, για τα ήθη που διαμορφώθηκαν, αλλά και το πολιτικό προσωπικό -ένστολο και ασύστολο- της δικτατορίας. Οσα ανέδειξαν τα ντοκιμαντέρ του Λαμπρινού, το «Χούντα είναι. Θα περάσει;» με τις εικόνες της πνευματικής ηγεσίας να σπάει τα χέρια της στο χειροκρότημα, με τα πλήθη στα «κάστρα της δημοκρατίας», τις επιχειρήσεις που «υπεστήριζαν το κοινωνικόν έργον» και τους αγρότες που πανηγύριζαν το χάρισμα των χρεών, αναμένουν τους ερευνητές τους.
Όχι μόνον η ιστοριογραφία, αλλά και η πολιτική και η δημοσιογραφία θητεύουν στη θεωρία των στεγανών και της απόλυτης ασυνέχειας ανάμεσα στο πριν και το μετά. Στο «πριν» την 21η αποσιωπούνται οι εμβληματικές προσωπικότητες της Δεξιάς που είτε εισηγήθηκαν σχέδιο αναστολής των άρθρων του Συντάγματος είτε, ως οι πραγματικοί Περικλειδείς του ομώνυμου σχεδίου, ζητούσαν να αναλάβει ο Άναξ ή ο Στρατός. Στο «μετά» σβήνονται οι συνέχειες στο έδαφος των τότε ανερχομένων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία, κατόπιν, «ριζοσπαστικοποιήθηκαν»-τα εισαγωγικά για τις ελληνικούρες. Ανάμεσα στο πριν και το μετά χάνεται η διάρκεια του φαινομένου. Σε πολλούς ήταν βολικό το σχήμα «σφετεριστές της εξουσίας». Μια παρένθεση που έκλεισε. Έκλεισε;