Όσο ζω, ελπίζω;

Γιώργος Σιακαντάρης 26 Μαϊ 2012

Τα τελευταία χρόνια ήσαν αρκετοί αυτοί που προειδοποιούσαν πως το πολιτικό σύστημα και ο δικομματισμός πνέουν τα λοίσθια. Δυστυχώς όμως, αντί αυτά τα μηνύματα να ανησυχήσουν και να ενεργοποιήσουν τα όποια αντανακλαστικά του πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων του, το έκλεισαν ακόμα πιο βαθιά στο καβούκι του. Το πολιτικό σύστημα απομονώθηκε και κλείστηκε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, ενώ εξακολούθησε να στηρίζεται σε ανθρώπους που γνώριζαν καλά τους μηχανισμούς και την κοινωνία των κολλητών, αλλά καθόλου τις κοινωνικές συνθήκες, ανθρώπους που ήξεραν να «βολεύουν» αυτούς τους κολλητούς σε ειδικές συνθήκες, αλλά δεν ήξεραν να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες μιας κοινωνίας που δεν ήταν έτοιμη να αλλάξει την παραγωγική της βάση.

Αυτό το πολιτικό σύστημα παρήγαγε έναν αυτιστικό πολιτικό λόγο, ο οποίος ήξερε πολύ καλά να δαιμονοποιεί τον αντίπαλο και να «υποκλίνεται» υποκριτικά στον εκάστοτε αρχηγό, αλλά δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει τις ανάγκες μιας κοινωνίας που αναπτυσσόταν σε στρεβλή οικονομική βάση. Η σοβαρότητα, η ανάλυση σε βάθος των ιδεολογικών παραμέτρων της μιας ή της άλλης πρότασης, η σφαιρική και όχι η στενά κομματική ανάλυση των δεδομένων, οι ιδέες και όχι οι ατάκες, κρίθηκαν ικανές να ανταμείβονται με ένα φιλικό κτύπημα στην πλάτη, ή ακόμη και με μια εσπευσμένη αλλά αποσπασματική ενσωμάτωση κάποιων απ’ αυτές τις παρατηρήσεις στους πολιτικούς λόγους των πλατειών και των σταδίων, ποτέ όμως δεν οδήγησαν στην ενσωμάτωσή τους ως κυρίαρχου πολιτικού λόγου.

Έτσι, ακόμη και στα τελευταία τρία χρόνια αυτής της κρίσης, ο πολιτικός λόγος δεν άλλαξε και κατά συνέπεια δεν άλλαξαν και οι πολιτικές πρακτικές. Το πολιτικό μας σύστημα εξακολουθεί να κινείται ακόμη στον αστερισμό της αναπαραγωγής των πελατειακών σχέσεων και των εκπροσώπων τους. Αν δει κανείς ποιοι πρώτευσαν πάλι στις εκλογές, ιδίως στην επαρχία, θα καταλάβει τι εννοώ. Οι γκρούεζες και οι γιωργάκηδες (οι συνεργάτες του Μαυρογιαλούρου) εξακολουθούν να εισέρχονται στα γήπεδα πίσω από τον εκάστοτε αρχηγό, τον οποίο και θεοποιούν, όπως ακριβώς έτρεχαν πίσω από τον προηγούμενο και τον προπροηγούμενο. Και πολύ φοβάμαι πως αν τα πράγματα συνεχίσουν να κυλούν στους ίδιους ρυθμούς, θα συνεχίσουν να τρέχουν πίσω και από τον επόμενο, ακόμα και αν αυτός είναι τριαντάρης.

Οι κινήσεις που γίνονται αυτή τη στιγμή, είναι μόνο κινήσεις συνένωσης στις κορυφές και επανόδου ανθρώπων των μηχανισμών. Ακούγονται ονόματα – φαντάσματα που επανέρχονται στο πολιτικό προσκήνιο, ονόματα που θυμίζουν όχι μόνο την Ελλάδα των πελατειακών σχέσεων, αλλά και την Ελλάδα της διαφθοράς. Μιας διαφθοράς όμως που δεν λειτουργούσε μόνο προς όφελος κάποιων προσωπικών δοσοληψιών και συμφερόντων, αλλά μια διαφθορά που λειτουργούσε ως μέθοδος αναπαραγωγής ενός πολύ ακριβού πολιτικού συστήματος. Δεν γέννησε ο Άκης τη διαφθορά, αλλά οι ανάγκες ενός πανάκριβου σε ανάγκες και πάμφθηνου σε ιδέες πολιτικού συστήματος γέννησαν τους άκηδες.

Όσο το πολιτικό και κομματικό μας σύστημα καθυστερεί να προχωρήσει έστω και σε στοιχειώδεις αλλαγές, τόσο περισσότερο καλλιεργείται το έδαφος του επικίνδυνου πλέον για το μέλλον αυτής της χώρας λαϊκισμού. Συνέπεια όλων αυτών είναι, σε μια φάση που η χώρα χρειάζεται νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, αλλά προπαντός σχέδιο και στιβαρή διακυβέρνηση, εμείς να έχουμε δώσει τα πρωτεία στην πιο ακραία υποσχεσιολογία, τον άκρατο λαϊκισμό και στην ίδια την ακυβερνησία. Την ίδια στιγμή που η χώρα χρειάζεται τον καθαρό σοσιαλδημοκρατικό χώρο με τις κοινωνικές και φιλελεύθερες επόψεις του και τον καθαρό φιλελεύθερο με τις φιλελεύθερες και κοινωνικές επόψεις του, εμείς κτυπάμε τα μούτρα μας ανάμεσα στους τοίχους της τάχα μου, τάχα μου ριζοσπαστικής Αριστεράς και του exactly ρατσιστικού φιλελευθερο-τζημερισμού. Σήμερα, ζούμε σ’ όλο το μεγαλείο του αυτό που η «Πλατεία» διεκδικούσε το καλοκαίρι του 2010, ζούμε την εποχή της άμεσης ακυβερνησίας. Στις επερχόμενες εκλογές, πρώτα αποφασίζουμε αν θέλουμε να κυβερνηθούμε, αλλά το καίριο ερώτημα θα είναι ποιους θα μας προσφέρει το πολιτικό σύστημα για να μας κυβερνήσουν. Είδωμεν, ή, όσο ζω ελπίζω;

.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι μεγάλες απουσίες» στις εκδ. Πόλις